Μπορεί η οικονομία να μην παρουσίαζε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια, ήταν όμως απαλλαγμένη από δύο μεγάλες ανισορροπίες, το δημοσιονομικό και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Συνήθως, τα δύο αυτά ελλείμματα είναι αλληλένδετα και παραπέμπουν σε αλόγιστη δημοσιονομική πολιτική από τη μια και σε μείζονα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας από την άλλη.
Του Χαράλαμπου Γκότση*
Αυτό ισχύει, χωρίς αμφιβολία, για την περίπτωση της Ελλάδας στην πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία παρά λίγο να μας οδηγήσει σε μια de jure χρεοκοπία με τραγικές συνέπειες για τη χώρα και το λαό της. Αν δε ζήσαμε αυτήν την περιπέτεια, οφείλεται στη συμπαράσταση, με σκληρότατους όμως όρους, των Ευρωπαίων Εταίρων και γιατί όχι και του ΔΝΤ, με ακόμη σκληρότερους όρους και με μεγάλα λάθη στη διαχείριση της κρίσης. Ήταν επόμενο ότι με έλλειμμα -14,8% του ΑΕΠ στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το 2007 και -15,4% το δημοσιονομικό το 2009, αφού πέρασε από διάφορα στάδια λαθροχειρίας των στοιχείων, όπου εν τω μεταξύ απωλέσαμε την εμπιστοσύνη των αγορών και μαζί με αυτήν και την εθνική μας ανεξαρτησία, ότι κανένας ιδιώτης, τράπεζα ή Fund, δε θα μας δάνειζε για να αποπληρώσουμε τις υποχρεώσεις μας.
Και ενώ καταφέραμε ήδη από το 2013 να τιθασεύσουμε τα δίδυμα ελλείμματα, με κόστος την εκτίναξη του χρέους στο 185%, την πτώση του ΑΕΠ κατά 25% και την εκτόξευση της ανεργίας στο 27%, και ακόμη το κυριότερο να έχουν εμπεδώσει όλες οι κυβερνήσεις, ότι η συνετή δημοσιονομική διαχείριση αποτελεί βασική επιλογή στο δρόμο για μια διατηρήσιμη ανάπτυξη και τη συμμετοχή μας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, ήλθε η υγειονομική κρίση για να ανατρέψει τα πάντα.
Αύξηση χρέους κατά 9 δισ. φέτος
Ότι, η μεγαλύτερη οικονομική κρίση όλων των εποχών θα άφηνε πίσω της τα καταστροφικά της αποτυπώματα στα δημόσια οικονομικά, ήταν αναμενόμενο. Από τη μια πλευρά η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας οδήγησε σε απώλειες κρατικών εσόδων, από την άλλη αυξήθηκαν οι δαπάνες του δημοσίου, ως αποτέλεσμα της λειτουργίας των αυτόματων σταθεροποιητών και των οικονομικών μέτρων στήριξης για τον περιορισμό των επιπτώσεων της κρίσης. Αθροιστικά υπολογίζεται, ότι για το 2020 θα υπάρξει μια αύξηση του χρέους κατά 9 δις Ευρώ και λόγω της μείωσης του ΑΕΠ εκτόξευση του λόγου χρέους/ΑΕΠ στο 208,9% (Προϋπολογισμός 2021). Σκοπός μιας τέτοιας παρέμβασης είναι, πέραν της αντιμετώπισης κοινωνικών προβλημάτων και ανάλογων υπαρξιακών για πλήθος επιχειρήσεων, η τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας και η επαναφορά της οικονομίας στο δρόμο της διατηρήσιμης ανάπτυξης. Το μέγεθος της αποτελεσματικότητάς της εξαρτάται από την έγκαιρη εφαρμογή των μέτρων καθώς και από το ποσοτικό τους μέγεθος.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα, με βάση τις εκτιμήσεις του προϋπολογισμού για το 2021 που κατατέθηκε στη Βουλή, θα εκτοξευθεί στο -9,9% του ΑΕΠ για το αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης, ενώ το πρωτογενές σε όρους ενισχυμένης εποπτείας στο -7,22%. Επίσης, αναμένεται έλλειμμα και για το 2021 της τάξεως του -6,7%, με το αντίστοιχο πρωτογενές σε όρους ενισχυμένης εποπτείας να διαμορφώνεται στο -3,88%. Η εξέλιξη αυτή χωρίς αμφιβολία έχει ως αφετηρία τις επιδράσεις που άσκησαν τα περιοριστικά μέτρα για την καταπολέμηση της πανδημίας.
Τόσο οι δαπάνες στήριξης εργαζομένων και επιχειρήσεων, όσο και οι αναστολές πληρωμής υποχρεώσεων, λειτούργησαν ως μέτρα εκτάκτου ανάγκης για την αντιμετώπιση προβλημάτων που οι πολίτες δεν έφεραν ευθύνη στη δημιουργία τους. Συνέβαλαν επίσης σε κάποιο βαθμό και στη μείωση του ποσοστού της ύφεσης, χωρίς αυτό να αποτελεί συγκεκριμένη στόχευση σταθεροποίησης της οικονομίας με μέτρα αντικυκλικής πολιτικής. Αυτά θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν κατά βάση με μέρος των σημαντικών ταμειακών αποθεμάτων του δημοσίου, χωρίς να επιβαρύνουν περαιτέρω την εικόνα του ούτως ή άλλως υψηλού δημοσίου χρέους μας.
Επαληθεύεται το αρνητικό σενάριο
Η συντηρητική, αμυντική δημοσιονομική πολιτική που τελικά επελέγη, σε περίοδο έντονων υφεσιακών πιέσεων, οδήγησε στην επαλήθευση του αρνητικού σεναρίου (Ύφεση 10,5%), με ότι αυτό συνεπάγεται σε απώλειες θέσεων εργασίας και σε χρεοκοπίες επιχειρήσεων. Να σημειωθεί ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2020 δεν έχει καμία σχέση με το δημοσιονομικό εκτροχιασμό της τριετίας 2007-2009. Η δαπάνη του σήμερα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας του αύριο και τη συνακόλουθη αύξηση των εσόδων του δημοσίου. Ως τελικό αποτέλεσμα θα καταγραφεί μια βελτίωση του λόγου Χρέος/ΑΕΠ.
Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2020, παρουσίασε έλλειμμα της τάξεως των 8,6 δις Ευρώ. Η βασική αιτία βρίσκεται στη συρρίκνωση της συμμετοχής του ισοζυγίου υπηρεσιών, ενώ η μεγαλύτερη πτώση των εισαγωγών (-15,6%) έναντι εκείνης των εξαγωγών (-13,1%), βοήθησε στο σχετικό περιορισμό του συνολικού ελλείμματος. Η μεγάλη ζημιά, χωρίς αμφιβολία, έγινε στις ταξιδιωτικές εισπράξεις, όπου καταγράφεται πτώση κατά 78,2%. Ο συνολικός τουριστικός κλάδος υπέστη κατάρρευση, ενώ η επιστροφή έστω σε μερική κανονικότητα, θα είναι μια μακρόχρονη διαδικασία, η οποία συνδέεται με την εξάλειψη του φόβου της ασθένειας από το σώμα της κοινωνίας.
Τα χαρακτηριστικά των διδύμων ελλειμμάτων του 2020
Συμπερασματικά, τα δίδυμα ελλείμματα του 2020, σε αντίθεση με εκείνα της περιόδου 2007-2009, έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά. Τότε, ήταν η αλόγιστη δημοσιονομική σπατάλη, ακόμη και σε περιόδους με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και συνεπώς αυξημένων δυνητικών εσόδων, από τη μια, και η σταδιακή απώλεια της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας από την άλλη, οι αιτίες που οδήγησαν τη χώρα στο χείλος του γκρεμού.
Τώρα, η αύξηση των δαπανών καθώς και η αναστολή εξόφλησης των υποχρεώσεων πολιτών και επιχειρήσεων που επλήγησαν από την κρίση, είναι και επιβεβλημένη και επιθυμητή. Άλλωστε, οι περισσότερες δαπάνες έχουν μοναδικό, προσωρινό χαρακτήρα και θα αρθούν από τη στιγμή που σημάνει λήξη στο μέτωπο του κορωνοιού. Εκείνο που θα έπρεπε να μας βάλλει σε σκέψεις είναι, τώρα που το περιβάλλον εποπτείας το επιτρέπει, να προχωρήσουμε σε αύξηση των δαπανών με στόχο την αναζήτηση αναπτυξιακών παρεμβάσεων, πριν επανέλθει η χώρα στους περιορισμούς των δημοσιονομικών πλεονασμάτων. Όσο για το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η αποκατάσταση της ισορροπίας θα γίνει σταδιακά, αφού οι επιπτώσεις σε ορισμένους τομείς της οικονομίας, όπως ο τουρισμός, θα αργήσουν να αποκατασταθούν.
Άλλωστε, το πρόβλημα του ισοζυγίου είναι καθαρά διαρθρωτικού χαρακτήρα και μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με βαθιές δομικές μεταρρυθμίσεις με στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, ώστε με καλύτερους όρους να είναι σε θέση να λάβουν μέρος στο διεθνή ανταγωνισμό. Ζητούμενο εδώ δεν είναι μόνο η ισορροπία, την οποία είχαμε αποκαταστήσει σε γενικές γραμμές τα προηγούμενα της πανδημίας χρόνια, αλλά η αύξηση της συμμετοχής των εξαγωγών στο σχηματισμό του εθνικού μας εισοδήματος.
*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς