Πολιτική

Η εικόνα 753 επιχειρήσεων σύμφωνα με την ICAP


 Οριακή αύξηση (0,5%) κατέγραψαν πωλήσεις 753 επιχειρήσεων τους ισολογισμούς (με οικονομική χρήση που έληγε στις 30.6.2015) των οποίων επεξεργάστηκε η Icap.

Ωστόσο πολύ σημαντική ήταν η βελτίωση τόσο των λειτουργικών αποτελεσμάτων των επιχειρήσεων αυτών, όσο και των κερδών προ φόρου (αύξηση το 21%), εξέλιξη που συνοδεύτηκε και από αύξηση των κερδών EBITDA κατά 4,3%, σύμφωνα με την ίδια μελέτη.

Η βελτίωση αυτή της κερδοφορίας οφείλεται αποκλειστικά στον τομέα του εμπορίου, αφού τόσο οι βιομηχανίες όσο και ο τομέας των υπηρεσιών παρουσίασαν μικρές ζημιές προ φόρων. Συνολικά, 6 από τις 10 εταιρείες του δείγματος ήταν κερδοφόρες, ενώ 4 στις 10 ζημιογόνες.

Ο Νικήτας Κωνσταντέλλος, Διευθύνων Σύμβουλος της ICAP Group, μεταξύ άλλων, δήλωσε σχετικά: «Η ελληνική οικονομία διανύει έναν πολλαπλά επίπονο δρόμο προσαρμογής τα τελευταία χρόνια, λειτουργώντας σε συνθήκες πρωτόγνωρης ύφεσης. Το 2014 και στις αρχές 2015 άρχισαν να καταγράφονται οι πρώτες θετικές επιδόσεις, όπως μαρτυρά η άνοδος του ΑΕΠ κατά 0,7% το 2014 και διατήρηση θετικών ρυθμών ανόδου το πρώτο εξάμηνο του 2015. Στη συνέχεια όμως οι θετικές αυτές εξελίξεις ανατράπηκαν, λόγω της επιβολής των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και του Δημοψηφίσματος / εκλογών, με συνέπεια το ΑΕΠ να καταγράψει αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής το 3ο και το 4ο τρίμηνο. Οι αρνητικές αυτές επιπτώσεις εξακολουθούν να υφίστανται και το τρέχον έτος. Οι προαναφερθείσες ενδείξεις ασθενούς ανάκαμψης μέχρι το α΄ εξάμηνο του 2015 αποτυπώθηκαν και στις επιδόσεις των επιχειρήσεων που δημοσίευσαν ισολογισμούς με οικονομική χρήση που έληγε στις 30.6.2015».

Σημειώνεται ότι στα αρχεία της ICAP Databank υπάρχουν καταχωρημένες 753 επιχειρήσεις (εξαιρουμένων τραπεζών-ασφαλειών) με διαθέσιμους ισολογισμούς και των δύο τελευταίων χρήσεων, ώστε να είναι δυνατή η σύγκριση των μεγεθών. Από τις εταιρείες αυτές οι 215 είναι βιομηχανικές, οι 189 εμπορικές, οι 299 εταιρείες παροχής υπηρεσιών και οι λοιπές προέρχονται από τον τουριστικό και κατασκευαστικό κλάδο.

Α. ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΣΥΝΟΛΟΥ 753 ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ

Το δείγμα επιχειρήσεων με διαθέσιμους ισολογισμούς περιλαμβάνει εταιρείες στις οποίες η οικονομική τους χρήση (κατ’ επέκταση και ο ισολογισμός τους) καλύπτουν περίοδο που λήγει στις 30.6.2015. Τα μεγέθη των επιχειρήσεων αυτών για το 2015 συγκρίνονται με τα αντίστοιχα μεγέθη των ίδιων ακριβώς επιχειρήσεων για το 2014.

Η συνολική εικόνα που προκύπτει από τους ισολογισμούς και τα οικονομικά αποτελέσματα όλων των επιχειρήσεων του δείγματος είναι σαφώς θετική, παρά τις όποιες διαφορές χαρακτηρίζουν κάθε τομέα δραστηριότητας. Από τα ενοποιημένα αποτελέσματα χρήσης του συνόλου των εταιρειών αυτών, προκύπτει οριακή αύξηση (0,5%) του συνολικού κύκλου εργασιών, με τις πωλήσεις να ανέρχονται σε 4,21 δισ. ευρώ το 2015. Τα συνολικά μικτά κέρδη των εταιριών βελτιώθηκαν επίσης κατά 1,3%, γεγονός που αποδίδεται σε καλύτερη «διαχείριση» του κόστους πωλήσεων.

Περαιτέρω, εξαιτίας της σημαντικής υποχώρησης των χρηματοοικονομικών δαπανών και των «λοιπών λειτουργικών εξόδων» στη διάρκεια του έτους, σε επίπεδο λειτουργικού αποτελέσματος καταγράφηκε μεγάλη αύξηση (+21,7%), γεγονός που αποτέλεσε το βασικό παράγοντα για την σημαντική βελτίωση της κερδοφορίας. Πράγματι, τα κέρδη προ φόρου ήταν αυξημένα κατά 21,3%, ανερχόμενα σε 103,2 εκατ. ευρώ το 2015, αυτό δε οφείλεται αποκλειστικά στον τομέα του εμπορίου, χωρίς τα κέρδη του οποίου το συνολικό αποτέλεσμα θα ήταν αρνητικό. Τέλος, και σε επίπεδο κερδών EBITDA υπήρξε αισθητή βελτίωση (4,3%) το 2015/14.

Αναφορικά με τα στοιχεία Ενεργητικού και Παθητικού των 753 επιχειρήσεων, το σύνολο του ενεργητικού τους αυξήθηκε κατά μία ποσοστιαία μονάδα, ανερχόμενο σε 5 δισ. ευρώ. Η μεταβολή αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στη διεύρυνση των απαιτήσεων. Από την άλλη πλευρά, τα ίδια κεφάλαια περιορίστηκαν κατά 2% το 2015. Σχετικά με τις συνθήκες χρηματοδότησης, βάσει των διαθέσιμων ισολογισμών σημειώνεται μικρή υποχώρηση στις βραχυπρόθεσμες οφειλές προς τράπεζες, ενώ ταυτόχρονα καταγράφηκε έντονη αύξηση στο επίπεδο των μεσο-μακροπρόθεσμων υποχρεώσεων, κατά 11,8% (φαινόμενο που ενδεχομένως παραπέμπει σε τάση αντικατάστασης βραχυπρόθεσμων δανείων με μακροπρόθεσμα). Σχετικά με τους χρηματοοικονομικούς δείκτες, δεδομένης της προαναφερθείσας βελτίωσης της κερδοφορίας, η μεν αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων ανήλθε σε 5,6%, το δε περιθώριο καθαρού κέρδους σε 4,3% το 2015. Επισημαίνεται ακόμη η σχετική βελτίωση του περιθωρίου μικτού κέρδους, από 22,8% το 2014 σε 22,9% το 2015.

Όσον αφορά τη διάκριση σε κερδοφόρες – ζημιογόνες εταιρείες, από το συγκεκριμένο δείγμα των 753 εταιρειών προκύπτει ότι 456 εταιρείες (60,6%) ήταν κερδοφόρες, με κέρδη 270,8 εκατ. ευρώ περίπου, ενώ 297 εταιρείες (39,4%) ήταν ζημιογόνες, με ζημίες ύψους 167,6 εκατ. ευρώ περίπου.

Β. ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΚΑΤΑ ΤΟΜΕΑ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ

1. Βιομηχανία

Από το πολύ μικρό αυτό δείγμα των βιομηχανικών εταιρειών φαίνεται ότι το τελευταίο έτος δεν υπήρξε διεύρυνση του κύκλου εργασιών, γεγονός που θα συνέβαλλε στην ανάκτηση της κερδοφορίας, ωστόσο οι απώλειες περιορίστηκαν δραστικά.

Από τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα των 215 βιομηχανικών/μεταποιητικών εταιρειών του δείγματος, προκύπτει πλήρης στασιμότητα του κύκλου εργασιών, οι δε πωλήσεις παρέμειναν στο επίπεδο των 1,71 δισ. ευρώ και το 2015. Ωστόσο, οι προσπάθειες συμπίεσης του κόστους απέδωσαν με συνέπεια τη διεύρυνση των αντίστοιχων μικτών κερδών κατά 4,8%. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε αναστροφή του λειτουργικού αποτελέσματος (από λειτουργικές ζημίες σε κέρδη). Το τελικό καθαρό αποτέλεσμα παρέμεινε ζημιογόνο, όμως οι ζημίες συρρικνώθηκαν σχεδόν κατά 90%, περιοριζόμενες σε 3,9 εκατ. ευρώ το 2015. Τέλος, τα κέρδη EBITDA του τομέα ήταν αυξημένα κατά 18% το 2015/14.

Βέβαια πρέπει να επισημανθεί ότι το τομεακό αποτέλεσμα παραμένει αρνητικό, εξαιτίας μεμονωμένης βιομηχανίας με υψηλές ζημίες, που καθόρισαν και το τελικό αποτέλεσμα του τομέα. Εάν η εν λόγω εταιρεία εξαιρεθεί από το δείγμα, τότε το τελικό αποτέλεσμα του τομέα μετατρέπεται σε θετικό στην τελευταία χρήση.

Όσον αφορά την εξέλιξη ορισμένων βασικών μεγεθών του ισολογισμού, παρατηρείται διεύρυνση (κατά 2,5%) του συνολικού ενεργητικού το 2015, προερχόμενη από τη διεύρυνση του κυκλοφορούντος και ιδιαίτερα των απαιτήσεων. Στα στοιχεία του Παθητικού, διαπιστώνεται αισθητή μείωση των ιδίων κεφαλαίων, κατά 8,7%. Αναφορικά με τις υποχρεώσεις, οι μεν μεσο-μακροπρόθεσμες ήταν αυξημένες κατά 9,5%, ενώ οι συνολικές βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις διευρύνθηκαν με ακόμη εντονότερο ρυθμό, κατά 13,6%.

Σχετικά με τους χρηματοοικονομικούς δείκτες του τομέα της βιομηχανίας, οι δείκτες της αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων και του περιθωρίου καθαρού κέρδους παρέμειναν αρνητικοί και το 2015, ενώ το περιθώριο μικτού κέρδους βελτιώθηκε ελαφρά, σε 11,9% το τελευταίο έτος.

Εξετάζοντας τη διάκριση μεταξύ κερδοφόρων – ζημιογόνων εταιρειών, από το δείγμα των 215 βιομηχανικών εταιρειών προκύπτει ότι 127 εταιρείες (59%) ήταν κερδοφόρες, με κέρδη 77,7 εκατ. ευρώ ενώ 88 εταιρείες (41%) ήταν ζημιογόνες, με ζημίες ύψους 81,5 εκατ. ευρώ περίπου.

2. Εμπόριο

Θετικές ήταν οι εξελίξεις στον τομέα του εμπορίου κατά το 2015, όπου υπήρξε μεν μικρή αύξηση του κύκλου εργασιών, η οποία όμως συνοδεύτηκε από αξιόλογη βελτίωση της κερδοφορίας.

Βάσει των αποτελεσμάτων του δείγματος των 189 εμπορικών επιχειρήσεων με διαθέσιμους ισολογισμούς του τελευταίου έτους, κατ΄ αρχήν προκύπτει μικρής έκτασης διεύρυνση των πωλήσεων, κατά 1,9%. Το λειτουργικό αποτέλεσμα του τομέα επίσης βελτιώθηκε (8,8%) το 2015/14, ενώ τα κέρδη προ φόρου αυξήθηκαν τελικά κατά 4,4%, ανερχόμενα σε 112,7 εκατ. ευρώ το 2015. Σε επίπεδο κερδών EBITDA σημειώθηκε αύξηση της τάξης του 7,5% στην τελευταία χρήση.

Σε κάθε περίπτωση βέβαια η διεύρυνση της κερδοφορίας στο εμπόριο είναι θετική, πρέπει δε να επισημανθεί ότι ήταν αποκλειστικά τα κέρδη των εμπορικών εταιρειών που κατέστησαν το συνολικό δείγμα των εταιρειών της παρούσας ανάλυσης κερδοφόρο.

Όσον αφορά στα στοιχεία του Ενεργητικού, σημειώθηκε οριακή μόνο αύξηση των συνολικών κεφαλαίων (0,5%) το 2015, οφειλόμενη κυρίως στην αντίστοιχη διεύρυνση της αξίας των καθαρών παγίων. Ελάχιστα αυξημένα (1,5%) ήταν και τα ίδια κεφάλαια το ίδιο έτος.

Στο επίπεδο της χρηματοδότησης του εμπορίου, διαπιστώνεται συρρίκνωση (-25,3%) των βραχυπρόθεσμων οφειλών προς τράπεζες, ενώ ταυτόχρονα καταγράφηκε σημαντική αύξηση (κατά 12,7%) των μεσο-μακροπρόθεσμων υποχρεώσεων. Συνολικά, οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις του τομέα ήταν μειωμένες κατά 6% περίπου.

Σχετικά με τους χρηματοοικονομικούς δείκτες του τομέα, οριακή βελτίωση εμφάνισαν οι δείκτες της αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων και του περιθωρίου καθαρού κέρδους, ενώ το περιθώριο μικτού κέρδους διαμορφώθηκε σε 35,6% το 2015.

Αναφορικά με τη διάκριση σε κερδοφόρες – ζημιογόνες εταιρείες, από το δείγμα των 189 εμπορικών εταιρειών προκύπτει ότι 121 εταιρείες (64%) ήταν κερδοφόρες, με κέρδη 132,5 εκατ. ευρώ ενώ 68 εταιρείες (36%) ήταν ζημιογόνες, με ζημίες ύψους 19,9 εκατ. ευρώ.

3. ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

Στον τομέα των εταιρειών παροχής υπηρεσιών (εκτός Τεχνικών Εταιρειών), με βάση τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα από 299 εταιρείες, προκύπτει εικόνα επιδείνωσης το τελευταίο έτος. Ο κύκλος εργασιών υποχώρησε οριακά, κατά 0,9% το 2015, ενώ τα μικτά κέρδη παρέμειναν στάσιμα. Ωστόσο, τα «λοιπά λειτουργικά έξοδα» παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, οδηγώντας σε επιδείνωση του αντίστοιχου λειτουργικού αποτελέσματος. Επιπρόσθετα, η μεγάλη αύξηση των «μη λειτουργικών εξόδων» επιβάρυνε καθοριστικά τα αποτελέσματα, με συνέπεια την ανατροπή του τελικού καθαρού αποτελέσματος και την καταγραφή ζημιών το 2015 (έναντι κερδών του προηγουμένου έτους). Σε επίπεδο κερδών EBITDA σημειώθηκε μείωση της τάξης του 5,4%.

Το σύνολο Ενεργητικού παρέμεινε σταθερό, ενώ ελάχιστα αυξημένα (1,2%) ήταν τα ίδια κεφάλαια το 2015. Στο επίπεδο της χρηματοδότησης του τομέα παροχής υπηρεσιών, σημειώθηκε συρρίκνωση (-28,9%) των βραχυπρόθεσμων οφειλών προς τράπεζες, ενώ ταυτόχρονα καταγράφηκε δραστική αύξηση, κατά 30%, των μεσο-μακροπρόθεσμων υποχρεώσεων.

Όσον αφορά τη διάκριση σε κερδοφόρες – ζημιογόνες εταιρείες, από το δείγμα των 299 εταιρειών παροχής υπηρεσιών προκύπτει ότι 183 εταιρείες ήταν κερδοφόρες, με κέρδη 58,1 εκατ. ευρώ ενώ 116 εταιρείες ήταν ζημιογόνες, με ζημίες ύψους 63,5 εκατ. ευρώ.