Στα πράσα πιάστηκε λογιστής της Αθήνας ο οποίος βρέθηκε με καταθέσεις αδήλωτες, άνω του μισού εκατ. ευρώ και του επιβλήθηκαν εξαιρετικά υψηλοί φόροι και πρόστιμα ύψους 90,7%.
Ταυτόχρονα η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών στην οποία προσέφυγε ο ελεγχόμενος, η οποία και απέρριψε την προσφυγή του, καταγράφει και τους λόγους για τους οποίους ενίοτε τα ποσά των τραπεζικών καταθέσεων θεωρούνται ύποπτα.
Αναλυτικότερα, ο λογιστής είχε δηλώσει για τη φορολογική χρήση 2012, εισόδημα ύψους 61.600,49 ευρώ, αλλά η εφορία, κατόπιν φορολογικού ελέγχου που διενήργησε το 2018, εντόπισε καταθέσεις ύψους 573.695,31 ευρώ.
Το συγκεκριμένο ποσό ο λογιστής δεν μπόρεσε να το δικαιολογήσει πειστικά στις ελεγκτικές αρχές. Μεταξύ άλλων υποστήριξε ότι όλες οι κινήσεις που φαίνονται στους τραπεζικούς του λογαριασμούς αποτελούν χρηματικά ποσά που κατέθεταν πελάτες του, προκειμένου να εκπληρωθούν οι υποχρεώσεις τους προς τρίτους και προς το Δημόσιο, και σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν προσαύξηση περιουσίας του.
Η ΔΕΔ με την υπ. 1389/ 8 Μαΐου 2019 απόφασή της, απέρριψε την προσφυγή του αποδεχόμενη πλήρως το αποτέλεσμα του ελέγχου και για τις αδήλωτες καταθέσεις ύψους 573.695,31 ευρώ, του καταλόγισε:
- Φόρο εισοδήματος ύψους 256.242,95 ευρώ.
- Διαφορά κύριου φόρου πλέον προστίμου άρθρου 58 ν. 4174/2013 λόγω ανακρίβειας της υποβληθείσας δήλωσης Φόρου Εισοδήματος φυσικών προσώπων οικονομικού έτους 2013, ύψους 128.121,48 ευρώ.
- Τόκους εκπρόθεσμης καταβολής του ΦΕφπ και της Εισφοράς Αλληλεγγύηςγια το οικονομικό έτος 2013 ύψους 112.234,41 ευρώ.
- Εισφορά αλληλεγγύης ύψους 23.563,66 ευρώ.
- Σύνολο φορολογικών επιβαρύνσεων ύψους 520.162,50 ευρώ. Λόγω των προσαυξήσεων, το συνολικό ποσό του φόρου που καλείται να πληρώσει ανέρχεται στο 90,7%(!) του ποσού των τραπεζικών καταθέσεων που βρέθηκαν στους λογαριασμούς του.
Δηλαδή, η Εφορία κυριολεκτικά του άδειασε τον λογαριασμό, καθώς από το ποσό των 573.695,31 ευρώ που ήταν οι αδήλωτες καταθέσεις, του βεβαίωσε φόρους και πρόστιμα ύψους 520.162,50 ευρώ!
Πότε οι καταθέσεις είναι ύποπτες
Η ΔΕΔ επισημαίνει ότι πίστωση σε τραπεζικό λογαριασμό μπορεί να λογισθεί και να φορολογηθεί ως εισόδημα της παρ. 3 του άρθρου 48 του ν. 2238/1994 ή της παρ. 4 του άρθρου 21 του ν.4172/2013 του δικαιούχου του λογαριασμού, εφόσον δεν καλύπτεται με τα δηλωθέντα εισοδήματά του, ούτε από άλλη συγκεκριμένη και αρκούντως τεκμηριωμένη, ενόψει των συνθηκών, πηγή ή αιτία, είτε την οποία αυτός επικαλείται, κατόπιν κλήσης του από τη Διοίκηση για παροχή σχετικών πληροφοριών ή προηγούμενη ακρόαση, είτε την οποία εντοπίζει η φορολογική αρχή στο πλαίσιο της λήψης των προβλεπόμενων στο νόμο, αναγκαίων, κατάλληλων και εύλογων μέτρων ελέγχου.
Επίσης καταγράφει στην απόφασή της και τις υποψίες που γεννά ένα ποσό στους τραπεζικούς λογαριασμούς, το οποίο δεν δικαιολογείται από τα δηλωθέντα εισοδήματα.
Ειδικότερα αναφέρει πως ο εντοπισμός τέτοιων περιπτώσεων είναι κατεξοχήν πρόσφορες για έμμεση απόδειξη της ύπαρξης φορολογητέου εισοδήματος και σχετικής φορολογικής παράβασης ανακριβούς δήλωσης και αντίστοιχης φοροδιαφυγής, λαμβανομένου υπόψη ότι το επίμαχο ποσό είτε:
- Αποτελεί φορολογητέο μη δηλωθέν εισόδημα, περίπτωση που είναι και η συνήθης, κατά τα κοινώς γνωστά, στην ελληνική οικονομική πραγματικότητα.
- Συνιστά απαλλασσόμενο του φόρου εισόδημα, οπότε ο φορολογούμενος βαρύνεται ούτως ή άλλως με την απόδειξη της συνδρομής των όρων της σχετικής φοροαπαλλαγής (βλ. λ.χ. ΣτΕ 387/2015).
- Προέρχεται από κάποια άλλη, μη περιλαμβανόμενη στη δήλωσή του φορολογίας εισοδήματος αλλά κατ’ αρχήν νόμιμη, πηγή ή αιτία (που μπορεί και να γεννά φορολογική υποχρέωση, με βάση διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας διαφορετικές από εκείνες της φορολογίας εισοδήματος), την οποία, πάντως, ο φορολογούμενος (τεκμαίρεται ότι) γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει και, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να υποδείξει στη φορολογική αρχή, παρέχοντάς της σχετικά στοιχεία, δυνάμενα να ελεγχθούν ως προς την ακρίβεια και την επάρκειά τους και, αναλαμβάνοντας, σε διαφορετική περίπτωση, τον κίνδυνο να συναχθούν σε βάρος του συμπεράσματα περί τέλεσης της προαναφερόμενης φορολογικής παράβασης.
- Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρέει από συμπεριφορά που συνιστά ποινικό αδίκημα (λ.χ. εμπόριο ναρκωτικών ή δωροδοκία), με συνέπεια να υπόκειται (όχι σε φόρο εισοδήματος αλλά) σε δήμευση, σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρθρου 76 του Ποινικού Κώδικα και με ειδικές διατάξεις της ποινικής νομοθεσίας.
Περαιτέρω, προσθέτει, σε υπόθεση όπως η παρούσα, το προαναφερόμενο, εμμέσως αποδεικνυόμενο, εισόδημα, ως άγνωστης πηγής ή αιτίας, λογίζεται και φορολογείται ως εισόδημα από ελευθέριο επάγγελμα, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 48 παρ. 3 (εδ. α΄) του ΚΦΕ, η οποία είναι, κατά τούτο, αρκούντως σαφής και προβλέψιμη στην εφαρμογή της, για το μέσο επιμελή φορολογούμενο, ο οποίος δεν θα μπορούσε να έχει τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι τέτοιο εισόδημά του μένει αφορολόγητο.».