Στο μικροσκόπιο της τρόικας τέθηκε από χθες το κυβερνητικό πακέτο των φορολογικών ελαφρύνσεων, με την αγωνία στο οικονομικό επιτελείο να είναι έντονη για την τελική ετυμηγορία των θεσμών.
Από χθες ξεκίνησε ο έλεγχος των πεπραγμένων από τα τεχνικά κλιμάκια των θεσμών, για τα προαπαιτούμενα της 4ης αξιολόγησης, ενώ τη Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου καταφθάνουν οι επικεφαλής της τρόικας, οι οποίοι δεν θα περιοριστούν στα τεχνικά θέματα αλλά θα επεκταθούν και σε ζητήματα ευρύτερης οικονομικής πολιτικής, μεταξύ των οποίων είναι η πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού και οι στόχοι των πλεονασμάτων.
Το επίκεντρο των διαβουλεύσεων θα είναι το πακέτο των φορολογικών ελαφρύνσεων που εξήγγειλε από τη ΔΕΘ ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και το ερώτημα είναι αν θα «περάσει» την εξεταστική των θεσμών.
Το συνολικό κόστος των μέτρων (μείωση εισαγωγικού συντελεστή στο 9% από 22%, φόρου επιχειρήσεων και νομικών προσώπων) υπολογίζεται από το υπουργείο Οικονομικών σε 1,25 δισ. ευρώ, για τον προϋπολογισμό του 2020. Οι θεσμοί θα κάνουν τους δικούς τους υπολογισμούς και εάν κρίνουν ότι δεν θα βγει το πλεόνασμα του 3,5% του ΑΕΠ τότε θα ανάψουν «κόκκινο» και η συζήτηση για τα μέτρα θα αρχίσει από την αρχή.
Επίσης, στις Βρυξέλλες, ήδη ανησυχούν για τα μέτρα που ανακοινώθηκαν και εφαρμόζονται εντός του 2019, όπως είναι η 13η σύνταξη, η μείωση του ΕΝΦΙΑ και η μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα και έχουν εκφράσει δημοσίως της δυσφορία τους. Ακόμη, τα συγκεκριμένα μέτρα θα επιβαρύνουν και τον προϋπολογισμό του 2020.
Σε ότι αφορά ειδικότερα στον προϋπολογισμό του 2020, για να περάσουν την έγκριση των θεσμών τα μέτρα, θα πρέπει να γίνει αποδεκτό από την Κομισιόν το τρυκ που προτείνει η ελληνική κυβέρνηση, για να μετρούν στο πλεόνασμα, όπως υπολογίζεται σε όρους μεταμνημονιακής εποπτείας και οι επιστροφές των κερδών των ομολόγων από την ΕΚΤ και τις κεντρικής τράπεζες της ευρωζώνης. Διάβασε το αποκαλυπτικό άρθρο του Σin.
Οι εισπράξεις από τα ANFAs και SMPs ανέρχονται σε 1,28 δισ. ευρώ ετησίως και η κυβέρνηση επιδιώκει να «μετρούν» στον υπολογισμό των δημοσιονομικών μεγεθών και σε όρους τρόικας και όχι μόνο σε όρους ESA, με βάση τους οποίους προκύπτει το «κανονικό» δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Εάν συμβεί αυτό, ο στόχος του πλεονάσματος μειώνεται από 3,5% στο 2,9% του ΑΕΠ.
Εάν δεν περάσει το συγκεκριμένο αίτημα η κυβέρνηση θα βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση, καθώς δεν θα μπορέσει να χρηματοδοτήσει το πακέτο της μείωσης των φόρων, που έχει εξαγγείλει και έχει δεσμευτεί.
Εναλλακτικά ζητεί εμμέσως, αλλά χωρίς φαίνεται επισήμως, τη μείωση των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 3,5% στο 2%. Όμως η μείωση αυτή, το πολύ να έρθει το έτος 2022, ένα χρόνο πριν από την επίσημη λήξη της υποχρέωσης. Υπενθυμίζεται πως η Ελλάδα έχει αναλάβει την υποχρέωση να εμφανίζει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ στην πενταετία από το 2018 μέχρι και το έτος 2022.
Οι στόχοι δύσκολα θα αλλάξουν μέχρι και το 2021 και υπάρχουν κάποιες πιθανότητες για το έτος 2022, αλλά αυτό θα εξαρτηθεί από τις γενικότερες οικονομικές συνθήκες και τις ισορροπίες στην Κομισιόν και στους κόλπους των δανειστών.
Από το 2023 και μετά, η Ελλάδα υποχρεώνεται να εμφανίζει πρωτογενή πλεονάσματα, τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ. Αν παρεκκλίνει και δεν τα διορθώσει, οι δανειστές ακυρώνουν την εφαρμογή των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος και δεν θα εγκρίνουν τα μακροπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, που είναι προγραμματισμένα για το 2032.