Οι δημοκρατίες, υποστηρίζει ο *Τσαρλς Ντανστ, θα πρέπει να βελτιώσουν τους τρόπους με τους οποίους καθιστούν τους ανθρώπους υπεύθυνους. Για να πιστεύουν και να εμπιστεύονται την κυβέρνησή τους, οι άνθρωποι πρέπει να είναι σε θέση να κατανοούν πώς λειτουργεί. Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης είναι απαραίτητη για να αντιμετωπιστεί η ανοδική τάση της απολυταρχίας. Αυτό που χρειάζονται οι δημοκρατίες είναι η επιστροφή στο κράτος δικαίου.
Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε, ότι η ανάληψη ευθύνης από όλους είναι το κλειδί για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης προς τις κυβερνήσεις, κάτι που από μόνο του είναι το κλειδί για τη λειτουργικότητά τους. Και επειδή οι δημοκρατίες είναι εγγενώς πιο ελεύθερες, ανοιχτές και με ισότητα απ' ότι οι απολυταρχίες, μόνο αυτές μπορούν να φέρουν τους πραγματικούς ένοχους και τους αμελείς απέναντι στις συνέπειες των πράξεών τους -και πρέπει να το κάνουν για την υγεία της ίδιας της Δημοκρατίας.
Κατ' αρχήν, η νομοθεσία χρειάζεται να προβλέπει απόλυτη διαφάνεια γύρω από τη διακυβέρνηση, σε όλα τα επίπεδα, με την πληροφόρηση να περιορίζεται μόνο όταν -όντως- διακυβεύεται η εθνική ασφάλεια.
Δεύτερον, οι δημοκρατίες πρέπει να αυξήσουν τη διαφάνεια του χρήματος στην πολιτική. Κατά ένα μεγάλο μέρος, οι δημοκρατικοί πολίτες έχουν τόσο περιορισμένη εμπιστοσύνη στις κυβερνήσεις τους, επειδή πιστεύουν ότι η συναίνεση των πολιτικών τους έχει εξαγοραστεί από μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Ο Guardian έχει διακηρύξει ότι «οι μεγάλες επιχειρήσεις ελέγχουν την κυβέρνηση», ενώ η Atlantic έχει γράψει ότι «οι εταιρικοί λομπίστες έχουν κατακτήσει την αμερικανική δημοκρατία». Τίτλοι όπως αυτοί ίσως υπερβάλλουν κάπως, αλλά δεν είναι τελείως λανθασμένοι και δείχνουν γιατί οι άνθρωποι έχουν τόσο περιορισμένη εμπιστοσύνη στις κυβερνήσεις τους.
Μια άλλη πρόταση για τις δημοκρατίες παντού είναι να ιδρύσουν ή να βελτιώσουν τους υπάρχοντες θεσμούς που είναι επιφορτισμένοι με την εξάλειψη της διαφθοράς. Η αυστραλιανή κυβέρνηση υπό την ηγεσία των Εργατικών, προς τιμήν της, υποσχέθηκε να δημιουργήσει έναν τέτοιο θεσμό. Αυτοί οι θεσμοί πρέπει να είναι ανεξάρτητοι, να στελεχώνονται όχι από πολιτικούς συμμάχους ή διορισμένους, αλλά από υψηλής ποιότητας, αφοσιωμένους δημόσιους υπαλλήλους.
Δεν υπάρχει τίποτα κακό στο ότι κάποιοι άνθρωποι στηρίζουν οικονομικά τους πολιτικούς σκοπούς που ασπάζονται, αλλά οι απλοί πολίτες πρέπει να γνωρίζουν ποιος χρηματοδοτεί ποιους υποψηφίους και ότι το κάνουν νόμιμα.
Τρίτον, οι δημοκρατίες πρέπει να τελειώσουν με τη "νόμιμη διαφθορά". Εξακολουθεί να υπάρχει υπερβολική δραστηριότητα μεταξύ πολιτικών και άλλων συμφερόντων που είναι νόμιμη αλλά ουσιαστικά διεφθαρμένη και το μόνο που κάνει είναι να υπονομεύει την εμπιστοσύνη του κόσμου στη δημοκρατία.
Παραμένει νόμιμο σε πολλές δημοκρατίες για τους πολιτικούς να δέχονται οικονομικές συνεισφορές από άτομα και ομάδες και με τη σειρά τους να τους παρέχουν σιωπηρά οφέλη — όπως η αποδυνάμωση ή η ενίσχυση ορισμένων κανονισμών. Παραμένει νόμιμο για πρώην τραπεζίτες, που υπηρετούν ως υπάλληλοι του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ, να συμμετέχουν σε προγράμματα διάσωσης πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων για τις παλιές τους επιχειρήσεις. Παραμένει νόμιμο για οποιονδήποτε, συμπεριλαμβανομένων πρώην ανώτατων κυβερνητικών αξιωματούχων, να γίνονται λομπίστες ακόμα και αντιπάλων, όπως έκανε ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας Γκέρχαρντ Σρέντερ ασκώντας πίεση για λογαριασμό της Ρωσίας. Και φυσικά, παραμένει νόμιμο για τους εκπροσώπους του Κογκρέσου των ΗΠΑ να διαπραγματεύονται μετοχές ακόμη και όταν έχουν εσωτερική πληροφόρηση.
Ως εκ τούτου, οι δημοκρατίες θα πρέπει να επεκτείνουν τους ορισμούς τους για τη διαφθορά, ώστε να λαμβάνονται υπόψη τα πολιτικά προνόμια και η συμμετοχή πρώην τιτάνων του ιδιωτικού τομέα σε κυβερνητικές αποφάσεις που σχετίζονται άμεσα με τους παλιούς συναδέλφους τους. Οι εν ενεργεία νομοθέτες θα πρέπει να αναγκαστούν να τοποθετούν τις επενδύσεις τους σε καταπιστεύματα, που δεν θα επιτρέπεται να διαπραγματεύονται μετοχές. Ακόμα κι αν πιστεύουν ότι διαπραγματεύονται νόμιμα, η υποψία και μόνο της διαφθοράς υπονομεύει την εμπιστοσύνη του κοινού. Στην ίδια κατεύθυνση, θα πρέπει επίσης να απαγορευθεί σε πρώην κυβερνητικούς αξιωματούχους να κάνουν lobbying για ξένες κυβερνήσεις και κρατικές εταιρείες που συνδέονται με αυτές.
Τέταρτον, οι δημοκρατίες πρέπει να ενισχύσουν την προστασία των πληροφοριοδοτών. Όταν άνθρωποι βγαίνουν μπροστά και αναφέρουν παραπτώματα, είτε στον δημόσιο, είτε στον ιδιωτικό τομέα, διακινδυνεύουν τα πάντα. Αντιμετωπίζουν προσωπική και επαγγελματική βλάβη και πρέπει να προστατεύονται. Αλλά οι πληροφοριοδότες είναι ζωτικής σημασίας: αποκάλυψαν, μεταξύ άλλων, τις μεταναστευτικές καταχρήσεις του Προέδρου Τραμπ και τον εκβιασμό της Ουκρανίας. Οι πληροφοριοδότες έχουν επίσης αποκαλύψει διαφθορά σε όλη την Ευρώπη, ωστόσο οι περισσότεροι πολίτες διεθνώς πιστεύουν ότι δεν μπορούν να υποβάλουν με ασφάλεια τέτοιες καταγγελίες, επειδή θα αντιμετωπίσουν αντίποινα αν μιλήσουν. Όλοι γνωρίζουμε άλλωστε πώς αντιμετωπίστηκαν ο Τζούλιαν Ασάνζ και ο Έντουαρντ Σνόουντεν...
Η Αυστραλία, που αποκαλείται η «πιο μυστικοπαθής δημοκρατία του κόσμου», έχει επανειλημμένα ερευνήσει δημοσιογράφους και καταγγέλλοντες με πιο επιθετικό τρόπο από οποιαδήποτε προηγμένη δημοκρατία - ακόμη και με επιδρομές σε σπίτια δημοσιογράφων. Η κυβέρνηση της χώρας εκδίδει επίσης τακτικά εντολές καταστολής για να κρατήσει ιδιωτικές τις δικαστικές διαδικασίες και απορρίπτει αιτήματα για δημόσια αρχεία. Το αποτέλεσμα ήταν να αποδυναμωθεί η εμπιστοσύνη στη διακυβέρνηση της χώρας. Όπως το έθεσε ο Γιόχαν Λίντμπεργκ, καθηγητής στη Μελβούρνη, η Αυστραλία είναι ίσως η μόνη «ώριμη φιλελεύθερη δημοκρατία που κυνηγάει τους πληροφοριοδότες και προσπαθεί να σκοτώσει τον αγγελιοφόρο». Αναφορές του Αυγούστου του 2022, ότι ο πρώην πρωθυπουργός της Αυστραλίας, Σκοτ Μόρισον έγινε κρυφά επικεφαλής αρκετών υπουργείων, το μόνο που πέτυχε, ήταν να βλάψει περαιτέρω την εμπιστοσύνη των Αυστραλών στην κυβέρνηση.
Σαφέστατα, ακόμη και οι πιο προηγμένες δημοκρατίες χρειάζονται απεγνωσμένα ισχυρή νομοθεσία που θα ενισχύσει την προστασία των πληροφοριοδοτών. Μόνο με αυτόν τον τρόπο — εμποδίζοντας νομικά τα αντίποινα και παρέχοντας στους καταγγέλλοντες το δικαίωμα να αναζητήσουν δικαιοσύνη μέσω των δικαστηρίων εάν αντιμετωπίσουν αντίποινα — μπορούν οι δημοκρατίες να διασφαλίσουν ότι θα καταγγέλλονται τα αδικήματα.
Αυτό δεν είναι αδύνατο. Τα τελευταία χρόνια η Ιαπωνία τροποποίησε τα δικά της μέτρα προστασίας για τους πληροφοριοδότες, απαιτώντας από τις εταιρείες να τιμωρούν τους υπαλλήλους που παρενοχλούν ή υποβιβάζουν τους καταγγέλλοντες, καθώς και επιμένοντας να δημιουργήσουν ένα σημείο επαφής και να θέσουν έναν υπάλληλο υπεύθυνο για την τεκμηρίωση των καταγγελιών. Το Τόκιο έδωσε ένα ισχυρό παράδειγμα για άλλες δημοκρατίες σε όλο τον κόσμο.
Πέμπτον, οι δημοκρατίες πρέπει να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στα τμήματα της κυβέρνησης με τα οποία οι απλοί άνθρωποι αλληλεπιδρούν πιο τακτικά, με τη θέσπιση δημόσιων ετήσιων αξιολογήσεων της γραφειοκρατίας, όπως εφαρμόζεται στα ΗΑΕ. Αλλά μπορούν να προχωρήσουν και ένα βήμα παραπέρα: Ακριβώς επειδή είναι δημοκρατίες, μπορούν να διορίσουν "απολιτικούς", εξωτερικούς εμπειρογνώμονες για να ελέγχουν τη λειτουργικότητα όλων των θεσμών - από υπουργεία μέχρι τις τελικές υπηρεσίες προς τον πολίτη.
Και μόλις οι ηγέτες λαμβάνουν τα αποτελέσματα αυτών των ελέγχων, θα πρέπει να τα δημοσιοποιούν, όπως κάνουν τα ΗΑΕ. Αυτή η προσέγγιση σίγουρα θα απογοητεύσει ιδρύματα, θεσμούς και γραφεία με χαμηλή απόδοση, αλλά θα τους δώσει επίσης κίνητρα για καλύτερες επιδόσεις. Τίποτα δεν δίνει ώθηση στους ανθρώπους όπως ο φόβος του να ντροπιαστούν.
Τέλος, οι δημοκρατίες πρέπει να διώκουν τους ισχυρούς που εμπλέκονται ξεκάθαρα σε κάτι παράνομο. Πολιτικούς, τραπεζίτες, πολύ μεγάλους επιχειρηματίες - ο νόμος πρέπει να ισχύει για όλους. Και αν καταδικαστούν, δεν πρέπει να τους δίνεται χάρη χωρίς βάσιμο λόγο.
Η διασφάλιση ότι (και) αυτοί οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν κατηγορίες, είναι το κλειδί για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στη Δημοκρατία. Πρέπει να καταστεί σαφές ότι, σε αντίθεση με τα μονοκομματικά κράτη που κατακλύζονται από ευνοιοκρατία, εμείς, ως δημοκρατίες, μπορούμε να και όντως καθιστούμε τους πάντες υπεύθυνους.
*Το κείμενο είναι βασισμένο σε αποσπάσματα από το βιβλίο του Τσαρλς Ντανστ "Νικώντας τους Δικτάτορες: Πώς η Δημοκρατία μπορεί να Επικρατήσει στην Εποχή του Ισχυρού Ανθρώπου"