Πολιτική

Η δαβιγατράνη η καταλληλότερη θεραπεία για την κολπική μαρμαρυγή


Μια νέα ανεξάρτητη μελέτη που έγινε από ερευνητές του FDA των ΗΠΑ και η οποία δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο περιοδικό JAMA Internal Medicine, συνέκρινε την έκβαση των θεραπειών με dabigatran (δαβιγατράνη) (150 mg δύο φορές την ημέρα) και rivaroxaban (ριβαροξαμπάνη) (20 mg μια φορά την ημέρα) ως προς την πρόληψη του εγκεφαλικού επεισοδίου.

Η μελέτη έδειξε ότι η δαβιγατράνη των 150 mg με δοσολογία δύο φορές ημερησίως σχετίστηκε με χαμηλότερα ποσοστά ενδοκρανιακής και μείζονος εξωκρανιακής αιμορραγίας, συμπεριλαμβανομένης και της μείζονος γαστρεντερικής αιμορραγίας, σε σχέση με τη ριβαροξαμπάνη των 20 mg μια φορά την ημέρα, σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή. 

Αξίζει να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη μελέτη είναι η μεγαλύτερη μελέτη παρατήρησης που έχει διενεργηθεί μέχρι σήμερα για τη σύγκριση των δύο φαρμάκων, και ανέλυσε δεδομένα από 118.891 ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή. Βάσει των νέων δεδομένων το συνοδευτικό Editor’s Note το οποίο έχει συνταχθεί από τους Parks και Redberg προτείνει οι ιατροί να «συνταγογραφούν dabigatran αντί για rivaroxaban σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή».

Η μελέτη, συγγραφέας της οποίας ήταν ο Graham με τους συνεργάτες του από τον Ομοσπονδιακό Οργανισμό Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ, συνέκρινε αναδρομικά τους κινδύνους εγκεφαλικού επεισοδίου, αιμορραγίας και θανάτου σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή, την πιο κοινή διαταραχή  του καρδιακού ρυθμού. 

Σύμφωνα με τον καθηγητή Jörg Kreuzer η μελέτη αυτή προσφέρει σημαντικές πληροφορίες στους γιατρούς όσον αφορά στην επιλογή κατάλληλης θεραπείας για τη μεγιστοποίηση του οφέλους προς τους ασθενείς. Επιπλέον, η δαβιγατράνη εκτός από ευνοϊκό προφίλ ασφάλειας είναι και το μοναδικό από του στόματος αντιπηκτικό φάρμακο μη ανταγωνιστής της βιταμίνης Κ το οποίο διαθέτει ένα εγκεκριμένο και ευρέως διαθέσιμο εξειδικευμένο παράγοντα αναστροφής, για χρήση σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, όταν απαιτείται άμεση αναστροφή της αντιπηκτικής δράσης. Πρόκειται για το idarucizumab το οποίο είναι ήδη διαθέσιμο σε περισσότερα των 5.500 νοσοκομείων παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένων και περισσοτέρων των 2.500 νοσοκομείων στην Ευρώπη.