Με Άποψη

Η απειλή Πούτιν στη διεθνή σταθερότητα και η θέση της Ελλάδας


Μόνο ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν γνωρίζει τι ακριβώς θα κάνει με τους συνολικά 150.000 στρατιώτες και τον βαρύ οπλισμό που έχει συγκεντρώσει στα ρωσικά σύνορα με την Ουκρανία και στα σύνορα της Λευκορωσίας με την Ουκρανία. Η Δύση ετοιμάζεται να αντιταχθεί στη ρωσική επιθετικότητα με όλα τα μέσα που διαθέτει και όλη την αποφασιστικότητα που μπορεί να δείξει.

Για την ελληνική εξωτερική πολιτική η κρίση στην Ουκρανία έχει ιδιαίτερη σημασία: Ενδεχόμενη αλλαγή συνόρων δια της βίας θα δημιουργούσε ένα επικίνδυνο προηγούμενο για τις σχέσεις μας με την Τουρκία.

Του ΒΑΣΙΛΗ ΤΖΗΜΑ

Η ρωσική ηγεσία δεν έχει αρχίσει την τεράστια στρατιωτική κινητοποίηση πέριξ της Ουκρανίας για να αποτρέψει κάποια απειλή από το NATO. Η βορειοατλαντική συμμαχία παρότι έχει επεκταθεί ακόμη και σε πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, δεν έχει απειλήσει ευθέως τη Ρωσία. Ζήτημα άμεσης ένταξης της Ουκρανίας δεν τίθεται σήμερα -και πιθανότατα δεν θα τεθεί για πολλά χρόνια στο μέλλον.

Για τις ανησυχίες της Μόσχας περί ανάπτυξης πυραυλικών συστημάτων από το NATO στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, η Ουάσιγκτον έχει δώσει απάντηση με την πρότασή της για δημιουργία συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ NATO και Ρωσίας για όλες τις κινήσεις που αφορούν πυραυλικά συστήματα. Επ' αυτού δεν υπήρξε θετική ανταπόκριση από τη Ρωσία.

 Όπως έχει επισημάνει ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, σε αυτή τη γεωπολιτική κρίση, τη σοβαρότερη και πλέον επικίνδυνη των τελευταίων δεκαετιών, διακυβεύονται βασικές αρχές των διεθνών σχέσεων, που έχουν διατηρήσει την ειρήνη και την ασφάλεια μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους και τον Ψυχρό Πόλεμο.

Οι στόχοι του Κρεμλίνου στην Ουκρανία

Για να καταλάβει κανείς ποιες είναι οι πραγματικές επιδιώξεις του Κρεμλίνου σε αυτή την κρίση, καλό θα είναι να ανατρέξει στο εκτενές άρθρο του Βλ. Πούτιν, που είχε δημοσιευθεί το καλοκαίρι του 2021, με θέμα: «Η ιστορική ενότητα Ρώσων και Ουκρανών». Σε αυτό είναι διάχυτη η αποδοκιμασία του Πούτιν για την ανεξαρτησία της Ουκρανίας, η οποία αποδίδεται σε "κακόβουλες επιρροές ξένων". Ο Πούτιν ισχυρίζεται ότι Ρώσοι και Ουκρανοί είναι ένα έθνος και εκφράζει την πεποίθησή του ότι η εθνική κυριαρχία της Ουκρανίας είναι δυνατή μόνο σε μια εταιρική σχέση με τη Ρωσία.

Είναι σαφές ότι το Κρεμλίνο δεν αποδέχεται το αποτέλεσμα της λήξης του Ψυχρού Πολέμου, μετά τον οποίο δημιουργήθηκε το ανεξάρτητο κράτος της Ουκρανίας με την έγκριση, τότε, της Μόσχας. Επιδιώκει να επαναφέρει σε καθεστώς ιδιότυπης υποτέλειας ένα ανεξάρτητο κράτος, που έχει επιλέξει να αναζητήσει την πρόοδο στη σύγκλιση με τη Δύση.

Αυτές οι αντιλήψεις του Πούτιν δεν είναι νέες. Από τον Απρίλιο του 2005, είχε χαρακτηρίσει την κατάρρευση της ΕΣΣΔ ως τη «μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του εικοστού αιώνα». Όχι επειδή αναπολούσε τον κομμουνισμό, αλλά επειδή, όπως τόνιζε, «για τον ρωσικό λαό η κατάρρευση της ΕΣΣΔ εξελίχθηκε σε πραγματικό δράμα. Δεκάδες εκατομμύρια πολιτών μας και συμπατριωτών μας βρέθηκαν έξω από τη ρωσική επικράτεια». Τον Δεκέμβριο του 2021, ο Πούτιν εξήγησε περισσότερο αυτές τις θέσεις, λέγοντας ότι η κατάρρευση της ΕΣΣΔ ήταν η αποσύνθεση της ιστορικής Ρωσίας που είχε το όνομα της Σοβιετικής Ένωσης. «Γίναμε μια εντελώς διαφορετική χώρα. Και ό,τι χτίσαμε σε περισσότερα από 1.000 χρόνια, σχεδόν χάθηκε», τόνισε.

Μέσα από αυτές τις δηλώσεις, γίνεται σαφές ποιες είναι οι επιδιώξεις του Πούτιν στην Ουκρανία, όπως και στη Λευκορωσία, την έτερη πρώην σοβιετική δημοκρατία που ο Ρώσος πρόεδρος αντιμετωπίζει ως σάρκα εκ της σαρκός της μητέρας Ρωσίας. Το όραμα του Πούτιν είναι να αποκαταστήσει το μεγαλείο της Ρωσίας, ουσιαστικά επαναφέροντας δύο ανεξάρτητα κράτη σε μια σχέση υποτέλειας στη Μόσχα, ή ακόμη και με την πλήρη προσάρτησή τους.

Με άλλα λόγια, ο Πούτιν δεν αμύνεται απέναντι σε μια υπαρκτή απειλή από τη Δύση, αλλά ασκεί μια νέου είδους επεκτατική πολιτική με έντονη εθνικιστική φόρτιση και αντιδημοκρατικό/αυταρχικό πολιτικό πρόσημο.

Αυτή η πολιτική φαίνεται ότι εκλαμβάνεται από τον Ρώσο ηγέτη ως η μοναδική στρατηγική για να παραμείνει ή να ξαναγίνει η Ρωσία παγκόσμια δύναμη και ο ίδιος να περάσει στην ιστορία ως ο ηγέτης που αποκατέστησε το ρωσικό μεγαλείο μετά τη συντριβή στον Ψυχρό Πόλεμο.

Το σύστημα διακυβέρνησης που έχει οικοδομήσει σταδιακά, δεν εξασφαλίζει ευημερία στους πολίτες. Αντίθετα, τα τελευταία επτά χρόνια το κατά κεφαλήν εισόδημα βρίσκεται σε συνεχή πτώση. Το επεισόδιο με τον Ναβάλνι, όπου ένας αντιπολιτευόμενος ηγέτης αρχικά έγινε στόχος απόπειρας δολοφονίας και ακολούθως φυλακίσθηκε, συμβολίζει τη στροφή του καθεστώτος στις πιο σκληρές μορφές αυταρχισμού. Ο Πούτιν δεν μπορεί να προσφέρει στο λαό του ευημερία και δημοκρατικές ελευθερίες και πλέον καλλιεργεί τον ρωσικό μεγαλοϊδεατισμό, διαμορφώνοντας παράλληλα κλίμα "πολιορκίας" από τη Δύση που του επιτρέπει να διατηρεί τον πλήρη και ασφυκτικό πολιτικό έλεγχο της χώρας.

Οι αδυναμίες της Ρωσίας και οι τακτικές υπονόμευσης της Δύσης

Παράλληλα, ο Πούτιν αντλεί στοιχεία από όλες τις μεθόδους που εφάρμοσε το σοβιετικό καθεστώς για να επεκτείνει την επιρροή του στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και προσπαθεί να αναδειχθεί ως μια δύναμη αποσταθεροποίησης, γνωρίζοντας ότι η Ρωσία δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να γίνει πραγματική υπερδύναμη.

Με μια οικονομία με μέγεθος μικρότερο από την ιταλική, επικεντρωμένη στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, η Ρωσία είναι αδύνατο να ανταγωνισθεί πραγματικά τις ΗΠΑ σε επίπεδο αμυντικών δαπανών. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2021 ξόδεψε το 4,3% του ΑΕΠ για την άμυνα, δαπανώντας ποσό 61,7 δισ. δολ. Οι ΗΠΑ δαπάνησαν μικρότερο ποσοστό του ΑΕΠ (3,7%), αλλά οι δαπάνες τους ανήλθαν σε 778 δισ. δολ. και ήταν σχεδόν 13 φορές μεγαλύτερες από τις αμυντικές δαπάνες της Ρωσίας. Είναι σαφές ότι η μικρή και καθυστερημένη οικονομία της Ρωσίας, δεν μπορεί να υποστηρίξει φιλοδοξίες υπερδύναμης.

Έτσι, η Ρωσία με κάθε τρόπο και μέσο προσπαθεί να επεκτείνει τη διεθνή επιρροή της, να υποσκάψει την εμπιστοσύνη στις δυτικές δημοκρατίες και να διαιρέσει τη δυτική συμμαχία. Δεν διστάζει να πουλήσει πυραυλικά συστήματα στην Τουρκία για να την απομακρύνει από το NATO, να οργανώσει εκστρατείες παραπληροφόρησης και παρέμβασης στην πολιτική ζωή δυτικών χωρών, με αποκορύφωμα την παρέμβαση στις αμερικανικές εκλογές του 2016, ή να χρησιμοποιήσει τη θρησκεία ως μέσο πολιτικής παρέμβασης, υποσκάπτοντας συστηματικά το ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως (τελευταία παρέμβαση, η ίδρυση Εξαρχίας του Πατριαρχείου Μόσχας στην Αφρική).

Κατευνασμός ή αποφασιστική απάντηση;

Κατά την άποψη της Ουάσιγκτον και του ΝΑΤΟ, η Ρωσία αποτελεί πλέον μια απειλή που πρέπει να αντιμετωπισθεί στο μέτωπο της Ουκρανίας με αποφασιστικότητα και δραστικά μέτρα. Στο στόχαστρο σφοδρής κριτικής μπαίνει η Γερμανία, την οποία οι Αμερικανοί κατηγορούν ότι διασπά το ενιαίο μέτωπο της Δύσης, ρίχνοντας νερό στον μύλο του Πούτιν με κατευναστικές τακτικές, όπως αυτές που εισηγήθηκε ο παραιτηθείς αρχηγός του Πολεμικού Ναυτικού, λέγοντας ότι πρέπει να αποδοθεί στον Πούτιν "ο σεβασμός που του αξίζει". Όσο ο Πούτιν διαπιστώνει ότι μπορεί να διχάσει την Ατλαντική Συμμαχία, τόσο θα γίνεται επιθετικότερος.

Οι πολιτικές κατευνασμού δεν μπορούν να έχουν θέση σε αυτή την κρίση. Οι χώρες της Δύσης είναι αναγκασμένες να υιοθετήσουν ένα πλέγμα μέτρων που θα καταστήσουν αποτρεπτικό για τη Ρωσία το κόστος μιας πολεμικής περιπέτειας στην Ουκρανία. Οι οικονομικές κυρώσεις θα έχουν βαρύ κόστος για τους Ρώσους ολιγάρχες της Ρωσίας, ενώ όπως τόνισε ο Μπάιντεν μετά τη συνάντησή του με τον Γερμανό καγκελάριο, η εισβολή στην Ουκρανία θα είναι το τέλος του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2.

. Η αναχαίτιση της ρωσικής επιθετικότητας στην Ουκρανία είναι κρίσιμη για να διατηρηθούν οι βασικές αρχές που κράτησαν την ειρήνη στην Ευρώπη μετά τους δύο μεγάλους πολέμους.

Η θέση της Ελλάδας

Για την Ελλάδα, είναι εξαιρετικά σημαντική η αναχαίτιση της ρωσικής επιθετικότητας. Θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο για την εθνική μας πολιτική, εάν μια αναθεωρητική δύναμη όπως η Ρωσία, κατάφερνε να αλλάξει και πάλι τα σύνορα με πολεμικά μέσα. Κάτι τέτοιο θα αποθράσυνε την έτερη αναθεωρητική δύναμη της ευρύτερης περιοχής, την Τουρκία, αυξάνοντας τον κίνδυνο επιθετικών ενεργειών προς την Ελλάδα.

Όσο και αν είναι κατανοητή η προσπάθεια της κυβέρνησης να βελτιώσει τις σχέσεις με τη Μόσχα, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ρωσία του Πούτιν ακολουθεί εδώ και αρκετά χρόνια εμφανώς εχθρική πολιτική προς την Ελλάδα. Οχι μόνον μέσα από σύγκλισή της με την Τουρκία, αλλά και με υπονομευτικές εκστρατείες παρέμβασης στην ελληνική πολιτική, με αποκορύφωμα την προσπάθεια να εκτροχιασθεί η συμφωνία των Πρεσπών με αθέμιτα μέσα επιρροής.

 Η Ελλάδα οφείλει να μείνει σταθερά στην πλευρά της Δύσης σε αυτή την κρίση και να συμβάλει με κάθε τρόπο στην αναχαίτιση της ρωσικής επιθετικότητας, που μόνο επιζήμια μπορεί να αποδειχθεί στο μέλλον για την εθνική μας πολιτική.

* Ο αρθρογράφος εκφράζει προσωπικές απόψεις, οι οποίες δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκη με εκείνες του Sofokleousin.gr