Τώρα που δρομολογήθηκαν οι διαδικασίες για την αξιοποίηση της απόφασης της Συνόδου Κορυφής και τα πολλά δις Ευρώ που τη συνόδευσαν, καιρός είναι να ασχοληθούμε και με τα προβλήματα που απασχολούν εργαζόμενους και επιχειρήσεις σήμερα. Το πακέτο επιχορηγήσεων των 19,5 δις, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα συμβάλλει στην ανάκαμψη της οικονομίας από τα μέσα του 2021 και μετά. Δηλαδή του χρόνου το καλοκαίρι.
Του Χαράλαμπου Γκότση*
Εν τω μεταξύ, επιχειρήσεις και εργαζόμενοι, που σήμερα στενάζουν από έλλειψη ρευστότητας και μείωση των αποδοχών τους, είναι πιθανό να έχουν βγει έως τότε στο περιθώριο. Η βλάβη θα είναι ανεπανόρθωτη και η αποκατάσταση πολύ δαπανηρή.
Για το λόγο αυτό είναι ανάγκη οι φορείς της οικονομικής πολιτικής, αφού κάνουν τη σωστή διάγνωση, όχι μόνο ως προς τις αιτίες, αλλά και ως προς το μέγεθος του προβλήματος, να εφαρμόσουν μέτρα πολιτικής, ικανά να περιορίσουν το μέγεθος της ύφεσης για να προλάβουμε τουλάχιστον ένα μέρος από τη ζημιά που ήδη προκαλείται. Να ασκήσουν δηλαδή πολιτική σταθεροποίησης.
Η σημερινή οικονομική κρίση, ως αποτέλεσμα της πανδημίας που έπληξε την ανθρωπότητα, πράγματι δημιούργησε προβλήματα τόσο στην πλευρά της προσφοράς, όσο και κυρίως στην πλευρά της ζήτησης. Η παραγωγή αγαθών επηρεάστηκε, εκτός από το υποχρεωτικό Lockdown, και από τη διακοπή της εφοδιαστικής αλυσίδας με πρώτες ύλες και ενδιάμεσα προϊόντα, παραγόμενα σε άλλες χώρες κυρίως της Ασίας, όπου έχει μεταφερθεί λόγω του χαμηλότερου εργατικού κόστους.
Χρειάζεται ένεση ρευστότητας για επανεκκίνηση
Εν τω μεταξύ η ισορροπία στους περισσότερους κλάδους έχει ήδη αποκατασταθεί, ας σημειωθεί δε ότι στην ελληνική οικονομία το πρόβλημα δεν υπήρξε ιδιαίτερα οξύ. Αυτό που χρειάζονται οι ελληνικές, κυρίως μικρές επιχειρήσεις, είναι μια ένεση ρευστότητας για την επανεκκίνηση. Αυτή θα πρέπει να την παράσχει η πολιτεία και μάλιστα χωρίς υποχρέωση επιστροφής. Συνεπώς, το να εντάσσουμε συνεχώς καινούργια εργαλεία στο μείγμα οικονομικής πολιτικής για να διευκολύνουμε την προσφορά και αναποτελεσματικό είναι αλλά και σπάνιους πόρους σπαταλάμε. Απλά, γιατί το πρόβλημα βρίσκεται αλλού. Στην έλλειψη ζήτησης!
Όταν σε μία οικονομία αυξάνεται η ανεργία, μειώνονται τα εισοδήματα και στα νοικοκυριά κυριαρχεί ο φόβος για το αβέβαιο αύριο, είναι επόμενο, ότι θα μειωθεί η κατανάλωση. Σε μία χώρα δε, που η κατανάλωση συμμετέχει με το 70% στο σχηματισμό του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, η επίδραση αυτής της μείωσης αντανακλάται σε μεγαλύτερη ύφεση. Τους αρχικούς μας φόβους για αυτήν την ανεπιθύμητη εξέλιξη, ήλθαν να επιβεβαιώσουν και τα στοιχεία πρόσφατης (15/7) έρευνας της εταιρείας δημοσκοπήσεων RASS. Να τι απαντούν οι ίδιοι οι επιχειρηματίες: «Σχεδόν επτά στους 10 πιστεύουν ότι την πορεία της επιχείρησής τους θα καθορίσει η γενικότερη πορεία της αγοράς και η ζήτηση, ενώ ένα 23,3% προσδιορίζει ως σημαντικότερο παράγοντα τη ρευστότητα. Η μεγάλη πλειονότητα (71,3%) περιμένει και πρόσθετα μέτρα στήριξης από την κυβέρνηση».
Σε ότι αφορά στη ρευστότητα, άμεση απάντηση στο πρόβλημα έδωσε πολύ νωρίς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δια της κ. Λαγκάρντ, τροφοδοτώντας τις εμπορικές μας τράπεζες με σημαντικά ποσά, ικανά να αντιμετωπίσουν τις αυξημένες ανάγκες επιχειρήσεων και καταναλωτών. Παρά ταύτα όμως, οι ελληνικές τράπεζες, δικαιολογημένα ίσως λόγω του μεγάλου προβλήματος που αντιμετωπίζουν με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, διστάζουν να αναλάβουν μέρος του ρίσκου που απαιτείται από τα προγράμματα ΤΕΠΙΧ Ι και ΤΕΠΙΧ ΙΙ καθώς και του Ταμείου Εγγυοδοσίας Covid-19 για παράδειγμα, όπου το κράτος εγγυάται έως το 80% του δανειζόμενου κεφαλαίου. Οι τράπεζες γνωρίζουν πολύ καλά, ότι σε περιόδους ύφεσης το 30% των χορηγούμενων δανείων καταλήγει στα μη εξυπηρετούμενα. Έτσι, το 83 % των επιχειρήσεων που προσφεύγουν στις τράπεζες για χρηματοδότηση φεύγουν με άδεια χέρια, αφού δεν πληρούν τα αυστηρά τραπεζικά κριτήρια που εφαρμόζουν. Εδώ το κράτος, σ αυτήν την κρίσιμη συγκυρία, θα πρέπει να κάνει ότι έκανε η γερμανική κυβέρνηση, η οποία εγγυήθηκε το 100% των δανείων που χορηγούνται σε βιώσιμες επιχειρήσεις.
Αδήριτη ανάγκη η παρέμβαση του κράτους
Όταν λοιπόν οι επιχειρήσεις αδυνατούν να εξεύρουν κεφάλαια κίνησης, αντιλαμβανόμαστε το κλίμα που επικρατεί σε σχέση με την ανάληψη επενδύσεων. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την κατάρρευση της ζήτησης των νοικοκυριών, καθιστά αδήριτη την ανάγκη για παρέμβαση του κράτους με σκοπό τη στήριξη της οικονομίας αλλά και τον κατευνασμό των αγορών, με τη χρήση δραστικών δημοσιονομικών πολιτικών.
Στο οπλοστάσιο της δημοσιονομικής πολιτικής ανήκουν όλα εκείνα τα εργαλεία, με τα οποία το κράτος μέσα από τις μεταβολές των δαπανών και των εσόδων, έχει τη δυνατότητα να ρυθμίζει την τρέχουσα οικονομική δραστηριότητα και να συμβάλλει στην εξομάλυνση των ανισορροπιών που παρουσιάζονται. Με την πανδημία δημιουργήθηκαν οι συνθήκες που επιβάλλουν μια γενναία παρέμβαση του κράτους, με αύξηση των δαπανών ή και μείωση των φορολογικών εσόδων, προς αποφυγήν μόνιμων βλαβών σε οικονομία και κοινωνία. Απώτερος στόχος είναι η τόνωση της συνολικής ενεργού ζήτησης και η αποκατάσταση κλίματος εμπιστοσύνης στην οικονομία και στους φορείς που διαχειρίζονται την εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική.
Η ενεργός παρέμβαση του κράτους εκδηλώνεται ταυτόχρονα ή εναλλακτικά με τρεις δέσμες μέτρων:
- Ενίσχυση της ζήτησης του ιδιωτικού τομέα, πχ. με μείωση των συντελεστών ΦΠΑ, τη μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης καθώς και με κίνητρα για επενδύσεις.
- Άμεσες κρατικές επενδύσεις, πχ. προγράμματα βελτίωσης των υποδομών, μικροέργα της τοπικής αυτοδιοίκησης, τα οποία μάλιστα συνοδεύονται και με υψηλό δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή.
- Ενίσχυση της κατανάλωσης με έμμεσες παρεμβάσεις, όπως η μείωση των επιβαρύνσεων για συγκεκριμένα προϊόντα πχ. αυτοκίνητα ή με επιδότηση του επιτοκίου για αγορές με δανεισμό.
Στη διάρκεια της πανδημίας, σχεδόν όλες οι χώρες πήραν σειρά από μέτρα αναζωπύρωσης της ζήτησης, τα οποία εντάσσονται στις παραπάνω κατηγορίες διαθέτοντας σημαντικά κεφάλαια προερχόμενα κυρίως από δανεισμό. Από διανομή επιταγών των 1200 δολαρίων σε κάθε πολίτη στις ΗΠΑ (Helicoptermoney) μέχρι τη μείωση του βασικού συντελεστή ΦΠΑ κατά 3 % για 6 μήνες στη Γερμανία, επιδοτήσεις αγοράς κατοικιών, επιδοτήσεις αγοράς αυτοκινήτων, αύξηση των επιδομάτων ανεργίας, εφάπαξ διανομή πχ. 300 Ευρώ σε όλα τα παιδιά κάτω των 12 ετών σε οικογένειες με μικρομεσαία εισοδήματα και άλλα. Σημειωτέον, ότι όλα τα μέτρα εφαρμόζονται εφάπαξ και για περιορισμένο χρόνο.
Με αυτές τις πολιτικές διοχετεύεται άμεσα φρέσκο χρήμα στην αγορά, ασκείται απευθείας από το κράτος ζήτηση, ενώ αυξάνεται η ροπή προς κατανάλωση των νοικοκυριών, που στη φάση αυτή είναι πολύτιμη, αφού με τη δυναμική παρέμβαση του κράτους ενισχύονται οι προσδοκίες τους ότι τελικά τα πράγματα θα πάνε καλύτερα.
Ένα παρόμοιο πακέτο σταθεροποίησης της οικονομίας είναι δυστυχώς ακόμη ζητούμενο στη χώρα μας. Τα μέχρι τώρα μέτρα που ελήφθησαν, χωρίς αμφιβολία ήταν στη σωστή κατεύθυνση, αφορούσαν όμως την ικανοποίηση άμεσων αναγκών που δημιούργησε η πανδημία. Αντί να περιμένουμε λοιπόν για να διαπιστώσουμε στο τέλος πόσο μεγάλη θα είναι η ύφεση, είναι καιρός για δράση, να μειώσουμε τις επιπτώσεις της με ένα γενναίο πακέτο ύψους τουλάχιστον 10 δις Ευρώ, ώστε να περισωθούν θέσεις εργασίας και επιχειρήσεις από τον αφανισμό.
*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς