Εμανουέλ Μακρόν και Άνγκελα Μέρκελ υπέγραψαν στις 22 Ιανουαρίου, στο Άαχεν της Γερμανίας, την ανανέωση της γαλλογερμανικής συνεργασίας, με τους συμβολισμούς της νέας Συνθήκης να μην προσφέρουν πειστικές απαντήσεις σε μια εποχή προκλήσεων και αβεβαιοτήτων για Ευρωπαϊκή Ένωση και Ευρωζώνη.
Του Βαγγέλη Βιτζηλαίου
Ακριβώς 56 χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Ηλυσίων από τον Γάλλο Πρόεδρο Σαρλ ντε Γκωλ και τον Γερμανό Καγκελάριο Κόνραντ Αντενάουερ, οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές. Το 1963, με τις πληγές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου να μην έχουν ακόμη επουλωθεί πλήρως, οι δύο χώρες χάραξαν μία διαδρομή φιλίας και συνεργασίας αφήνοντας πίσω την αντιπαλότητα του παρελθόντος. Σήμερα, με τη Βρετανία να βρίσκεται σε διαδικασία αποχώρησης από την ΕΕ, Γερμανία και Γαλλία επαναπροσδιόρισαν τα όρια της φιλίας και της συνεργασίας τους ως οι δύο ισχυρότερες δυνάμεις της Ευρώπης, σε μια εποχή πολλαπλών αβεβαιοτήτων για τη Γηραιά Ήπειρο: «Έκρηξη» των εθνικιστικών τάσεων, προσφυγική/μεταναστευτική κρίση, κλυδωνισμοί του (παγκόσμιου) μοντέλου της πολυμέρειας, εσωτερικές ανισότητες και αποκλίσεις στην ΕΕ.
Οδηγός εμβάθυνσης ή εμπέδωση πολλαπλών ταχυτήτων;
«Σε μια στιγμή κατά την οποία η Ευρώπη μας απειλείται από τα εθνικιστικά κινήματα που αναδύονται μέσα στα σύνορά της, κλυδωνισμένη από ένα επώδυνο Brexit και ανήσυχη από παγκόσμια ζητήματα που υπερβαίνουν τα κράτη -η κλιματική αλλαγή, οι ψηφιακές τεχνολογίες, η τρομοκρατία, η μετανάστευση, Γερμανία και Γαλλία πρέπει να αναλάβουν ευθύνη και να δείξουν το δρόμο» δήλωσε ο Μακρόν πριν από την υπογραφή της Συνθήκης.
Το Βερολίνο και κυρίως το Παρίσι θέλησαν να καταδείξουν ότι με την ενίσχυση της συνεργασίας τους, σε τομείς όπως η οικονομία, η εξωτερική πολιτική και ασφάλεια, ο πολιτισμός και η τεχνολογία, απευθύνουν κάλεσμα και προς τα υπόλοιπα κράτη-μέλη στην κατεύθυνση της περαιτέρω ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Οι επικριτές της Συνθήκης, ωστόσο, δεν συμφωνούν με αυτή την οπτική, αλλά βλέπουν μία διμερή συμφωνία που αποτελεί λανθασμένη απάντηση στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν Ευρωπαϊκή Ένωση και Ευρωζώνη. Εκτιμούν ότι οι δύο ισχυρότερες δυνάμεις της Ευρώπης υπέγραψαν μία Συνθήκη για το δικό τους όφελος, αποκλείοντας επί της ουσίας τις υπόλοιπες χώρες-μέλη από τις αποφάσεις που θα κρίνουν το κοινό ευρωπαϊκό μέλλον, με τη γαλλογερμανική συμφωνία να μην αποτελεί κάλεσμα περαιτέρω ευρωπαϊκής ενοποίησης, εμβάθυνσης και ολοκλήρωσης, αλλά μια επιβεβαίωση της Ευρώπης πολλαπλών ταχυτήτων. Παράλληλα, εκτιμάται ότι πρόκειται για μία «συντηρητική» συνθήκη, η οποία δεν διανοίγει προοπτικές για άμεσα αποτελέσματα στα ζητήματα που απειλούν την ΕΕ και τα οποία αναδείχθηκαν από τις δομικές αδυναμίες της.
Στο 16σέλιδο κείμενο της Συνθήκης του Άαχεν γίνεται αναφορά για ενίσχυση της οικονομικής συνεργασίας Γερμανίας και Γαλλίας μέσω ενός γερμανογαλλικού οικονομικού χώρου, ωστόσο, δεν εμπεριέχονται απαντήσεις για την ημιτελή Ευρωζώνη, που αποτελεί νομισματική ένωση αλλά όχι και δημοσιονομική ένωση.
Η αναπάντητη ανασφάλεια της Ευρώπης
Γερμανία και Γαλλία ανανέωσαν τη συνεργασία τους σε μια περίοδο έντονης πολιτικής ανασφάλειας και για τις δύο. Από τη μία πλευρά, το τέλος εποχής για την Καγκελάριο Μέρκελ πλησιάζει, μετά την αποχώρησή της από την ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, με την πολιτική κληρονομιά της να είναι αμφίβολη εξαιτίας της ανόδου του ακροδεξιού λαϊκισμού στη Γερμανία. Από την άλλη πλευρά, ο Γάλλος Πρόεδρος Μακρόν αντιμετωπίζει σφοδρές αντιδράσεις για την πολιτική του τόσο στο εσωτερικό, με το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων», μεταξύ άλλων, όσο και στο εξωτερικό, βλέποντας το όραμα που διατύπωσε στη Σορβόννη το Σεπτέμβριο του 2017 για την επανεκκίνηση και μεταρρύθμιση ΕΕ και Ευρωζώνης να βρίσκει σε βορειοευρωπαϊκό «μπλόκο» και να εξακολουθεί να αποτελεί κενό γράμμα.
Γερμανία και Γαλλία, με τη νέα Συνθήκη που υπέγραψαν, ουσιαστικά δεν χτυπούν τη ρίζα των ευρωπαϊκών προβλημάτων, δηλαδή, την έλλειψη συλλογικών ευθυνών, συλλογικών βαρών, κοινών απαντήσεων. Οι δύο ισχυρότερες χώρες της ΕΕ, λίγους μήνες πριν από τις ευρωεκλογές, στις οποίες ελλοχεύει ο κίνδυνος μεγάλων πολιτικών κερδών των ακροδεξιών δυνάμεων, απαντούν στην ανασφάλεια της Ευρώπης με μια διμερή συμφωνία-διασφάλιση, αποτυπώνοντας επί της ουσίας τις δική τους ανασφάλεια ενόψει της αντιμετώπισης των προκλήσεων του 21ου αιώνα.
* Αναδημοσίευση από το 17ο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ (www.enainstitute.org)