Η κυρίαρχη άποψη για τις εξελίξεις στην ελληνική οικονομία πάσχει σε δύο τομείς: πρώτον, υπερτονίζει τις θετικές εξελίξεις παραγνωρίζοντας τις προβληματικές πτυχές της και, δεύτερον, τείνει να εξωραϊζει το παρόν δαιμονοποιώντας το πιο πρόσφατο παρελθόν της. Μερικά παραδείγματα αρκούν για να αποδείξουν του λόγου το αληθές.
Του Κώστα Καλλωνιάτη*
Ανάπτυξη: η κυβέρνηση εκτιμά επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης το 2019-2020 όταν οι περισσότεροι διεθνείς και εγχώριοι οργανισμοί (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, ΤτΕ, ΚΕΠΕ) διαβλέπουν επιβράδυνση ή στασιμότητα στη δυναμική του ΑΕΠ. Το βασικό εργαλείο μέσω του οποίου επιδιώκεται η επιτάχυνση της ανάπτυξης είναι οι φορολογικές ελαφρύνσεις και οι μεταρρυθμίσεις που καθιερώνει το αναπτυξιακό νομοσχέδιο. Όμως, το τελευταίο δεν αποτελεί την αναγκαία τομή που θα άλλαζε τα πράγματα καθώς η βασική του προτεραιότητα είναι η απορρύθμιση της ήδη ανταγωνιστικής αγοράς εργασίας κι όχι η προώθηση κρίσιμων θεσμικών αλλαγών και η βελτίωση του ανταγωνισμού στην αγορά προϊόντων όπου παρατηρείται και η μεγάλη υστέρηση σύμφωνα με την ίδια την Τράπεζα της Ελλάδας.
Μάλιστα, η περαιτέρω απορρύθμιση της αγοράς εργασίας κινδυνεύει να επιφέρει τα αντίθετα αποτελέσματα στην ανάπτυξη, αφού και θα πιέσει πτωτικά τους μισθούς σε μία περίοδο που η επιτάχυνση της ανάκαμψης απαιτεί την τόνωση της ζήτησης, αλλά και θα επηρεάσει αποσταθεροποιητικά την οικονομία μέσω της αύξησης των απεργιών και την εξασθένιση της κοινωνικής συνοχής.
Να θυμίσουμε σχετικά πως την περίοδο της πρώτης μεγάλης απορρύθμισης της αγοράς εργασίας (2011-2014) ο αριθμός των απεργιών ήταν κατά μέσον όρο 184 ετησίως, ενώ την αμέσως επόμενη περίοδο (2015-2017) ο αριθμός αυτός έπεσε στις 104 ετησίως σημειώνοντας κάμψη 44% περίπου (βλ μελέτη ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, Δεκέμβριος 2018). Πρόκειται, βεβαίως, για εξέλιξη που συνδέεται με την σταθεροποίηση της οικονομίας και την αντίστοιχη μεταβολή του ποσοστού ανεργίας (αύξηση 17 ποσοστιαίες μονάδες την περίοδο 2009-2014, αλλά μείωση κατά 7 π.μ. το διάστημα 2014-2018) αλλά και του ποσοστού φτώχειας (αύξηση 8,4 π.μ. την πρώτη περίοδο, μείωση 4,2 π.μ. την δεύτερη).
Επιτόκια: η κυβέρνηση πανηγυρίζει για τη σημαντική μείωση των επιτοκίων στα κρατικά ομόλογα. Και ενώ έχει κάθε λόγο να είναι ευχαριστημένη για τη μείωση του κόστους δανεισμού του ελληνικού δημοσίου που συμβάλλει στην καλύτερη διαχείριση του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας, ωστόσο δεν δικαιολογείται να επιχαίρει για κάποια δυναμικά οφέλη στην ανάπτυξη της οικονομίας για δύο βασικά λόγους.
- Πρώτον, γιατί μολονότι η μείωση των σπρεντ αντανακλά βελτίωση της ελληνικής αξιοπιστίας, ωστόσο η μείωση των επιτοκίων ακόμη και σε αρνητικά επίπεδα στα κρατικά ομόλογα αποτελεί γενικότερο φαινόμενο που παρατηρείται τελευταία στις αναπτυγμένες οικονομίες και καθρεφτίζει το έλλειμμα κερδοφόρων επενδυτικών ευκαιριών, την αποστροφή στο ρίσκο και την αναζήτηση ασφάλειας των επενδυτών σε βάρος των αποδόσεων. Υποδηλώνει, δηλαδή, μία κατάσταση στην οικονομία διεθνώς που δεν ευνοεί την ανάληψη παραγωγικών επενδύσεων για τις οποίες καίγεται η χώρα και η νέα κυβέρνηση.
- Δεύτερον, γιατί τα οφέλη στην ιδιωτική οικονομία καρπώνονται μόνον οι πολύ μεγάλες επιχειρήσεις που μπορούν να εκδώσουν αντίστοιχα στη διεθνή αγορά εταιρικά ομόλογα με επιτόκιο χαμηλότερο (επηρεάζεται από αυτό του κρατικού ομολόγου). Το 99% των επιχειρήσεων που είναι μικρομεσαίες και αναγκαστικά προσφεύγουν στον τραπεζικό δανεισμό ελάχιστη μείωση έχουν δει ως τώρα στα τραπεζικά επιτόκια δανεισμού (βλ Δελτίο ΙΝΕ-ΓΣΕΕ Οκτωβρίου 2019).
Καταθέσεις: επειδή στο ζήτημα των καταθέσεων έχει γίνει πολύ μεγάλη πολιτική εκμετάλλευση για το ποιος τις έδιωξε και ποιος τις φέρνει πίσω, καλό είναι να θυμίσουμε τα ακριβή νούμερα και τις ευθύνες ενός εκάστου σχετικά. Έτσι, οι καταθέσεις ιδιωτικών επιχειρήσεων και νοικοκυριών άρχισαν να μειώνονται από το 2009 όταν ήταν 237,5 δις ευρώ, με συνέπεια το 2011 να έχουν πέσει στα 174,2 δις και το 2014 στα 160,3 δις, ενώ τον Ιανουάριο του 2015 πριν αναλάβει ακόμη τη διακυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ είχαν υποχωρήσει στα 148 δις και τον Ιούνιο του 2019 που ο ΣΥΡΙΖΑ παρέδωσε τη κυβέρνηση στη ΝΔ είχαν καμφθεί στα 140 δις (αφού ενδιάμεσα το 2016 σημείωσαν χαμηλό στα 122,2 δις).
Με άλλα λόγια, ο μεγάλος όγκος της μείωσης των ιδιωτικών καταθέσεων στις τράπεζες έγινε επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ-ΝΔ (-90 δις), όταν επί ΣΥΡΙΖΑ οι καταθέσεις μειώθηκαν μόλις κατά 8,4 δις. Πρόκειται για μία αναλογία 10,7 φορές προς 1 που βαραίνει τις προ του ΣΥΡΙΖΑ κυβερνήσεις στη διάρκεια της κρίσης.
Ηλεκτρονικές πληρωμές: η κυβέρνηση έχει προτάξει την αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών ως μέσο καταπολέμησης της φοροδιαφυγής τονίζοντας πως η προηγούμενη κυβέρνηση δεν έπραξε τίποτα στον τομέα αυτόν. Πρόκειται για μία ακόμη αναλήθεια, αφού βάσει των επίσημων στοιχείων (Eurostat) η αξία των ηλεκτρονικών πληρωμών με κάρτες αυξήθηκε στην Ελλάδα από 6,1 δις το 2014 σε 23,1 δις το 2018, δηλαδή περίπου με ετήσιο ρυθμό αύξησης 40%! Το ίδιο διάστημα ο κατά κεφαλήν αριθμός πληρωμών με κάρτες αυξήθηκε από 8,1 σε 58,8 με συνέπεια το μερίδιο της Ελλάδας στην ΕΕ για πληρωμές με κάρτες να αυξηθεί πάνω από 5 φορές (από 0,2% το 2014 σε 1,1% το 2018)..
*Επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ