Επιχειρήσεις

Η ακρίβεια τρώει τον τζίρο από τους «μικρούς» της αγοράς


Ισχυρό πλήγμα στον τζίρο των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων έχει προκληθεί από τις σφοδρές ανατιμήσεις σε είδη και προϊόντα, που λειτουργούν ως αντικίνητρο για τους καταναλωτές, περιορίζοντας αισθητά τη ζήτηση.  Οι «μικροί» της αγοράς εκπέμπουν SOS, καθώς αδυνατούν να ανταποκριθούν στη ραγδαία αύξηση του ενεργειακού και εν γένει λειτουργικού κόστους, ενώ από την άλλη εξαιτίας του πληθωρισμού και αλλεπάλληλων ανατιμήσεων, τα ταμεία τους δεν γεμίζουν.

Τα ευρήματα που προκύπτουν από την έρευνα του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ (αφορά την περίοδο 15 Φεβρουαρίου-4 Μαρτίου) είναι δεόντως αποκαλυπτικά, για τη δυσχερή θέση που έχουν περιέλθει οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Tο γεγονός, μάλιστα, ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της έρευνας διενεργήθηκε πριν την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία και έτσι δεν έχει ενσωματώσει τις πρώτες αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία και στο επιχειρείν, ίσως να υποδηλώνει ότι τα χειρότερα έπονται.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι η ακρίβεια έχει συρρικνώσει σημαντικά τον τζίρο των «μικρών». Συγκεκριμένα το 77,3% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσε ότι οι ανατιμήσεις έχουν επηρεάσει πολύ ή/και αρκετά τη ζήτηση, έναντι του 22,1% που δήλωσε ότι έχουν επηρεάσει τη ζήτηση λίγο ή/και καθόλου.

Επιπλέον, το 77,5% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσε ότι οι ανατιμήσεις έχουν επηρεάσει πολύ ή/και αρκετά τη λειτουργία της επιχείρησής του, έναντι του 21,6% που δήλωσε ότι την έχει επηρεάσει λίγο ή/και καθόλου.

Τεράστιος «πονοκέφαλος» για τις επιχειρήσεις αποτελεί φυσικά η αύξηση στα κόστη λειτουργίας, με την ενεργειακή ακρίβεια να έχει τη μερίδα του λέοντος… 

Ειδικότερα η άνοδος στο κόστος λειτουργίας οφείλεται στα εξής:

  • στην αύξηση των λογαριασμών ενέργειας για το 61,5% των επιχειρήσεων,
  • στην αύξηση του κόστους προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων για το 26,9% των επιχειρήσεων,
  • στην αύξηση του κόστους καυσίμων οχημάτων για το 4,7% των επιχειρήσεων,
  • στην αύξηση του κόστους προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων για το 0,6% των επιχειρήσεων.

Από την ανάλυση των επιμέρους στοιχείων της έρευνας προέκυψαν για το δεύτερο εξάμηνο του 2021 τα εξής:

  • το κόστος ενέργειας αυξήθηκε μεσοσταθμικά για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις κατά 89,8%,
  • το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων αυξήθηκε μεσοσταθμικά κατά 48,2%,
  • το κόστος καυσίμων οχημάτων αυξήθηκε μεσοσταθμικά κατά 70,3%,
  • το κόστος προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων αυξήθηκε μεσοσταθμικά κατά 35%.

Όσον αφορά τα μέτρα που θεωρούν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις ως τα πλέον κατάλληλα για την αντιμετώπιση των συνεπειών της αύξησης των τιμών, από τα ευρήματα της έρευνας προέκυψε ότι τα δυο σημαντικότερα είναι:

  • η μείωση των ειδικών φόρων στην ενέργεια και τα καύσιμα (62,1%) και
  • η μείωση του ΦΠΑ (57,5%).

Επιπλέον, από τα επιμέρους στοιχεία, προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις που έχουν επηρεαστεί περισσότερο αρνητικά παρατηρούνται στο εμπόριο (80,9%) και οι μικρότερες επιχειρήσεις (το 83,2% των επιχειρήσεων με ετήσιο κύκλο εργασιών έως 50.000 ευρώ και το 81,4% των επιχειρήσεων χωρίς προσωπικό).
 
Αύξηση τιμών

 
Όσον αφορά το πρώτο εξάμηνο του 2022, οι εκτιμήσεις των επιχειρήσεων αντιστοιχούσαν σε σημαντικά μεγάλη αύξηση του αριθμού όσων δήλωσαν ότι θα προχωρούσαν σε αύξηση των τιμών τους. Συγκεκριμένα, το 48,9% των επιχειρήσεων εκτιμούσε ότι θα αυξήσει τις τιμές του, έναντι μόλις του 4,4% που δήλωσε ότι θα τις μειώσει και του 43,6% που δήλωσε ότι θα τις διατηρήσει σταθερές.

Οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις επιχειρήσεων που δήλωσαν ότι θα αυξήσουν τις τιμές τους το πρώτο εξάμηνο του 2022 παρατηρήθηκαν στις εμπορικές επιχειρήσεις (61,5%) και τις μεταποιητικές επιχειρήσεις (56%). Επιπλέον, το 31,8% των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα των υπηρεσιών δήλωσε ότι θα προχωρήσει σε αύξηση των τιμών το πρώτο εξάμηνο του 2022.
 
Μέτρα

 
Όσον αφορά στα μέτρα που θεωρούν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις ως τα πλέον κατάλληλα για την αντιμετώπιση των συνεπειών της αύξησης των τιμών, από τα ευρήματα της έρευνας, προέκυψαν τα εξής:

  • το 62,1% θεωρεί τη μείωση των ειδικών φόρων στην ενέργεια και τα καύσιμα,
  • το 57,5% τη μείωση του ΦΠΑ,
  • το 25,7% την περαιτέρω μείωση της φορολόγησης,
  • το 15,5% την επιδότηση των επιχειρήσεων για την κάλυψη του επιπρόσθετου κόστους ενέργειας,
  • το 15,2% την περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών,
  • το 5,5% την εφαρμογή αυστηρότερων κανόνων ανταγωνισμού.

 Υποχρεώσεις/Οφειλές
 
Ανησυχητικά χαρακτηρίζει το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ τα ευρήματα της έρευνας για την κατάσταση των υποχρεώσεων των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων και τη δυνατότητά τους να αντεπεξέλθουν σε αυτές. «Σημαντική αύξηση παρουσιάζουν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές για λογαριασμούς ενέργειας, κάτι που υποδεικνύει τη δύσκολη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ένας ιδιαίτερα υψηλός αριθμός μικρομεσαίων επιχειρήσεων, λόγω της υπέρμετρης αύξησης του ενεργειακού κόστους όπως σημειώνεται στην έρευνα.

Σε σχέση με τις εκτιμήσεις για πρώτο εξάμηνο του 2022, τα ευρήματα διαμορφώνουν την εξής εικόνα:

  • Το 21,1% δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του για τους λογαριασμούς ενέργειας.
  • Το 20% δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του προς την εφορία.
  • Το 19,8% δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του προς τον πρώην ΟΑΕΕ.
  • Το 17,6% δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του προς τους προμηθευτές.

• Το 14,7% δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του προς το πρώην ΙΚΑ. Σημειώνεται ότι από τις επιχειρήσεις που έχουν προσωπικό (το 65,3% του συνόλου των επιχειρήσεων) το ποσοστό των επιχειρήσεων που δήλωσαν ότι δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους προς το πρώην ΙΚΑ αντιστοιχεί στο 22,5%.
• Το 13,5% δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του για το ενοίκιο. Σημειώνεται ότι από τις επιχειρήσεις που έχουν ενοίκιο (το 67,7% του συνόλου των επιχειρήσεων) το ποσοστό των επιχειρήσεων που δήλωσαν ότι δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στην καταβολή του ενοικίου αντιστοιχεί στο 19,6%
• Το 10,2% δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις τραπεζικές του υποχρεώσεις. Σημειώνεται ότι από τις επιχειρήσεις που έχουν τραπεζικά δάνεια (το 49,9% του συνόλου των επιχειρήσεων), το ποσοστό των επιχειρήσεων που δήλωσαν ότι δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις τραπεζικές τους υποχρεώσεις αντιστοιχεί στο 20,5%

Σε ό,τι αφορά στα στοιχεία για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές το δεύτερο εξάμηνο του 2021, σε όλες σχεδόν τις κατηγορίες υποχρεώσεων παρουσιάζεται αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων.

Σχεδόν 1 στις 2 επιχειρήσεις (47,3%) φαίνεται πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές σε τουλάχιστον 1 από τις 8 κατηγορίες υποχρεώσεων που παρακολουθεί το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ. Ειδικότερα:

  • 1 στις 4  επιχειρήσεις (25,7%) δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τον πρώην ΟΑΕΕ (23,8% το πρώτο εξάμηνο του 2021),
  • περισσότερες από 1 στις 5 επιχειρήσεις (22,2%) δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές σε λογαριασμούς ενέργειας (15,2% το πρώτο εξάμηνο του 2021),
  • περισσότερες από 1 στις 5 επιχειρήσεις (21,7%) δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς προμηθευτές (20,1% το πρώτο εξάμηνο του 2021),
  • το 14,8% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές ενοικίου (14,3% το πρώτο εξάμηνο του 2021),
  • Το 13,8% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές σε λοιπούς λογαριασμούς (νερό, τηλεφωνία κλπ) (13,1% το πρώτο εξάμηνο του 2021),
  • Το 13,5% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες τραπεζικές οφειλές (15,4% το πρώτο εξάμηνο του 2021),
  • Το 12,1% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το πρώην ΙΚΑ (10,2% το πρώτο εξάμηνο του 2021).

Αυξητικές τάσεις καταγράφονται και στον βαθμό υπερχρέωσης των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, καθώς το δεύτερο εξάμηνο του 2021 οι επιχειρήσεις με ληξιπρόθεσμες οφειλές σε 2 από τις 8 κατηγορίες υποχρεώσεων των ερευνών του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ αντιστοιχούσαν στο 9,9% των επιχειρήσεων, έναντι του 7,7% κατά το πρώτο εξάμηνο του 2021 και του 7,2% του τελευταίου προ πανδημίας εξαμήνου.  

Επιπλέον, οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις με ληξιπρόθεσμες οφειλές σε τουλάχιστον 3 από τις 8 κατηγορίες υποχρεώσεων ανήλθαν το δεύτερο εξάμηνο του 2021 στο 24,2%, έναντι του 22,3% που ήταν το πρώτο εξάμηνο του 2021 και του 17,8% που ήταν το τελευταίο προ πανδημίας εξάμηνο.

Σημειώνεται, επίσης, ότι το 32,4% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές σε τουλάχιστον μία κατηγορία υποχρεώσεων προς το Δημόσιο (εφορία ή ασφαλιστικά ταμεία), ενώ σχεδόν 1 στις 5 (19,2%) έχει παράλληλα ληξιπρόθεσμες φορολογικές και ασφαλιστικές οφειλές.
 

Διαβαστε επισης