Παρά την περί του αντιθέτου αντίληψη της κοινής γνώμης για το ενδιαφέρον των ξένων τραπεζών για την Ελλάδα, εκατοντάδες στελέχη μεγάλων επενδυτικών τραπεζών και διεθνών οίκων έχουν καταλύσει σε μεγάλα ξενοδοχεία της Αθήνας, έχοντας αναλάβει έργο συμβούλων για ιδιωτικές και δημόσιες επιχειρήσεις, το κράτος αλλά και τις ελληνικές τράπεζες.
Μια βόλτα στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» ένα απόγευμα Παρασκευής ή πρωί Δευτέρας αρκεί για να διαπιστώσει κανείς από το κλασικό, γκρι σκούρο κοστούμι και το γενικότερο dress code την αναχώρηση ή την άφιξη δεκάδων ξένων τραπεζιτών πριν και μετά από κάθε Σαββατοκύριακο, οπότε και επιστρέφουν στις χώρες τους. Και για όσους το αεροδρόμιο φαντάζει μακριά, δεν έχουν παρά να επισκεφτούν τα ξενοδοχεία-ορόσημα της πρωτεύουσας, όπως το Hilton, το Intercontinental και το Divani Caravel, ώρα σερβιρίσματος πρωινού, για να παρατηρήσει την έγερση για δουλειά. Στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ του υπουργείου Οικονομικών, των ελληνικών τραπεζών και των ΔΕΚΟ όλα αυτά δεν είναι άγνωστα.
Τους τελευταίους μήνες οι προσδοκίες για επίσπευση των αποκρατικοποιήσεων, οι αναμενόμενες συγχωνεύσεις και εξαγορές (M&A) σε επιχειρηματικό επίπεδο και οι αναδιαρθρώσεις των υποχρεώσεων μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων δημιουργούν business δεκάδων εκατομμυρίων για τους investment bankers της Φρανκφούρτης, του Λονδίνου, της Γενεύης και της Ζυρίχης και για τα αμερικανικά γραφεία στην Ευρώπη.
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σχεδόν το σύνολο των ισχυρών διεθνών οίκων προσδοκούν να αναλάβουν σημαντικές δουλειές στην Ελλάδα και, παράλληλα, αφουγκράζονται το επενδυτικό και επιχειρηματικό κλίμα, έτοιμοι να το μεταδώσουν και στις επενδυτικές μονάδες τους.
Τράπεζες
Οι δουλειές πολλές και μεγάλες. Τρανταχτό παράδειγμα η ελβετική Credit Suisse Securities, που ήταν ο χρηματοοικονομικός σύμβουλος της Coca-Cola 3E στη «μετακόμιση» της μετοχής της στη χρηματιστηριακή αγορά του Λονδίνου και στη μετεγκατάσταση της έδρας της ελληνικής εμφιαλώτριας στην Ελβετία.
Επίσης ήταν σύμβουλος του Δημοσίου στην ιδιωτικοποίηση των Ελληνικών Λαχείων.
Η εμβληματική στη διεθνή βιομηχανία αμερικανική Goldman Sachs ασφαλώς αλλά και δεκάδες ακόμα ξένοι οίκοι, όχι απαραίτητα τραπεζικοί και με μονιμότερη παρουσία, όπως η Allianz, η BlackRock, η Alvarez & Marsal, η Bain Capital, η Deloitte και η PWC, επιθυμούν να αναλάβουν κομβικούς ρόλους στην αναμόρφωση του ελληνικού επιχειρηματικού χάρτη. Και αναμένεται να παραμείνουν εδώ επί μακρόν, καθώς το παιχνίδι μόλις άρχισε…
Πώς λειτουργούν
Σπάνια αναλαμβάνει ένα deal μόνο μία τράπεζα και σχεδόν πάντα δημιουργούνται κοινοπρακτικά σχήματα τα οποία περιλαμβάνουν και μία ελληνική τράπεζα που θα βοηθήσει στη διαδικασία. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επιλογής, επισκέπτονται την κυβέρνηση και πολύ υψηλά ιστάμενα στελέχη επενδυτικών τραπεζών.
Στην τελική επιλογή για κάθε κρατική δουλειά, εκτός απο το τίμημα, καίριο ρόλο παίζει η ποιότητα της σχέσης κάθε τράπεζας με τον πωλητή (το ελληνικό δημόσιο). Γι' αυτό, ο ρόλος του στελέχους της επενδυτικής που αποτελεί τον «σύνδεσμο» με το δημόσιο είναι αναβαθμισμένος. Ο κλάδος που δραστηριοποιείται η προς πώληση εταιρεία επίσης παίζει ρόλο στην επιλογή επενδυτικής τράπεζας. Στον χώρο π.χ. της ενέργειας ή των ακινήτων υπάρχουν εξειδικευμένες τράπεζες.
Οι επενδυτικές τράπεζες εκπροσωπούν τον πωλητή, είτε ως ανάδοχοι είτε ως διαμεσολαβητές για εξεύρεση αγοραστή. Οσες αποτύχουν να λάβουν μία απο τις παραπάνω εντολές από τον πωλητή, θα επιχειρήσουν να εκπροσωπήσουν πιθανούς αγοραστές. Εκτός από τα οικονομικά οφέλη, οι τράπεζες με την ανάληψη μιας δουλειάς ανεβαίνουν στην κατάταξη της λίστας αναδόχων (league tables), έλκοντας έτσι περισσότερες νέες δουλειές στο μέλλον.
Για κάθε deal δημιουργούνται ομάδες σε κάθε τράπεζα, που αποτελούνται απο τραπεζίτες που διατηρούν τη σχέση με τον πωλητή και συνήθως είναι Ελληνες. Η ομάδα περιλαμβάνει ειδικούς σε αναδοχές ή διαμεσολαβήσεις, όπως και ειδικούς σε θέματα που αφορούν το είδος τής προς πώληση επιχείρησης. Εκτός από τους διαμεσολαβητές, έχουν αρχίσει να εκδηλώνουν ενδιαφέρον και οι υποψήφιοι επενδυτές-επιχειρήσεις ανά τον κόσμο. Στον παγκόσμιο επιχειρηματικό χάρτη, εταιρείες που έχουν έδρα την Ευρώπη, τις ΗΠΑ και χώρες από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ήδη σταθμίζουν τα υπέρ και τα κατά μίας άμεσης επένδυσης στη χώρα μας.
Οι φόβοι τους σχετίζονται με καθετί που θα μπορούσε να οδηγήσει σε εμπλοκή στην υλοποίηση των όρων του μνημονίου και σε ακραία περίπτωση να έχουν να αντιμετωπίσουν συναλλαγματικό κίνδυνο. Δευτερεύον, άλλα μείζονος σημασίας, ζήτημα για τους ξένους επενδυτές που θέλουν να έρθουν στην Ελλάδα για άμεσες επενδύσεις αποτελεί η αβεβαιότητα του εγχώριου θεσμικού πλαισίου, όπως είναι το σύστημα δικαιοσύνης, η εφαρμογή των νόμων, τη λειτουργία του δημόσιου τομέα, αλλά και η σταθερότητα και συνέχεια του ελληνικού φορολογικού συστήματος.
Η πίτα των 100 δισ. ευρώ
Πέραν, όμως, των δουλειών με το Δημόσιο, τις ΔΕΚΟ και τις τράπεζες, στο παιχνίδι έχει μπει, και μάλιστα από καιρό, η ελληνική αγορά του asset management μεγάλων Ελλήνων καταθετών, καθώς ξένες τράπεζες επιδιώκουν να αποσπάσουν μερίδια και νέους πελάτες από μια πίτα η αξία της οποίας είναι αδιευκρίνιστη μεν επισήμως, πλην όμως υπολογίζεται αγοραία ότι ξεπερνά ενδεχομένως και τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ.
Στο επίκεντρο παραδοσιακές ελληνικές οικογένειες, που διακρατούν εδώ και πολλά χρόνια σωρευμένη ρευστότητα και οι οποίες ψάχνουν αδιάκοπα για ασφαλείς τοποθετήσεις σε μια συγκυρία αυξημένης επενδυτικής αβεβαιότητας. Αβεβαιότητα που συνθέτουν το διαρκώς μεταβαλλόμενο φορολογικό καθεστώς, η μόνιμη ανησυχία για την πορεία της χώρας και η διαχρονική αναζήτηση υψηλών αποδόσεων.
Στη «μάχη» αυτή για την προσέλκυση των ελληνικών κεφαλαίων πρωταγωνιστούν οι ελβετικές Credit Suisse και UBS, αλλά και η γερμανική Deutsche Bank (τόσο η ίδια όσο και η θυγατρική της Sal. Oppenheim), η βρετανική Coots και οι ομοεθνείς της Royal Bank of Scotland και Barclays, η αμερικανική JP Mοrgan Chase Manhattan και η γαλλική Credit Agricole. Τρία είναι τα βασικά προϊόντα που κοιτά το ελληνικό μεγάλο διεθνοποιημένο κεφάλαιο: fiduciary τοποθετήσεις (προθεσμιακές που αποδίδουν μεταξύ 0,5% και 2%), dual currency (arbitrage σε δύο νομίσματα, με τυπικές αποδόσεις μεταξύ 2% και 5%) και τα structured προϊόντα (δομημένα με κατά παραγγελία, στοχευμένες αποδόσεις συχνά έως και 10%, με αυξημένο όμως ρίσκο).