Η ¨Ενωση Ιδιοκτητών Τηλεοπτικών Σταθμών υποδέχεται θετικά τον νέο διαγωνισμό για τις άδειες, ωστόσο θεωρεί πως δεν καλύπτονται βασικές κι αυτονόητες προϋποθέσεις.
Η ανακοίνωση που εξέδωσε η ΕΙΤΗΣΕΕ αναφέρει:
Ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες προφανώς είναι καλοδεχούμενος και επιβεβλημένος. Ωστόσο πρέπει να διασφαλισθούν δύο αυτονόητες προυποθέσεις:
• Βασική παράμετρος είναι ο διαγωνισμός να είναι σύμφωνος με το ισχύον Σύνταγμα ώστε να μην έχουμε τα φαινόμενα όχι μόνο του πολύ πρόσφατου αλλά και του απώτερου παρελθόντος, όπου με ευθύνη των εκάστοτε κυβερνώντων οι διαγωνισμοί κατέπιπταν στο Ανώτατο Δικαστήριο. Άλλωστε νωπές είναι οι μνήμες στον Ελληνικό λαό για το πως συστηματικά κάποιοι κώφευαν το 2016, με τα γνωστά αποτελέσματα και την απόφαση του ΣτΕ.
• Πρέπει να τηρούνται απαρεγκλίτως οι κανόνες διαφάνειας, υγιούς ανταγωνισμού και ισονομίας έναντι όλων.
Δυστυχώς, όμως, υπάρχουν πολλες δεσμεύσεις που απορρέουν απο το νόμο 4339, για αρκετές εκ των οποίων και το ίδιο το ΕΣΡ έχει αποφανθεί αρνητικά τόσο κατα την ψήφιση του νόμου όσο και πολύ πρόσφατα. Πέραν των κρίσιμων ζητημάτων του αναιτιολόγητα περιορισμένου αριθμού των αδειών και της υιοθέτησης του συστήματος δημοπρασίας που ουδεμία λογική σχέση έχουν με τη σύγχρονη ψηφιακή τηλεοπτική εποχή, διαπιστώνεται ότι η νέα προκήρυξη εν πολλοίς αναπαράγει αυτολεξεί την προκήρυξη του διαγωνισμού 2016 που ακυρώθηκε ενώ δεν προβλέπονται αυτονόητες ασφαλιστικές δικλείδες που θα ενισχύσουν την διαφάνεια και τον υγιή ανταγωνισμό δίνοντας λύση στα καίρια γνωστά προβλήματα σχετικά με τον τρόπο που έγινε ο διαγωνισμός το 2016.
Πρώτο και βασικό θέμα είναι πως δεν προβλέπεται ο ουσιαστικός έλεγχος πόθεν εσχες πριν τον διαγωνισμο. Αυτό που προβλέπεται είναι απλά ο έλεγχος της ύπαρξης χρημάτων με την επίδειξη εγγυητικής επιστολής. Ουσιαστικά, δεν προβλέπεται ο έλεγχος του «πόθεν», δηλαδή της προέλευσης των χρημάτων κάτι που είναι και η ορθή πρακτική. Συνεπώς για ακόμη μια φορά δεν διασφαλίζεται πως θα αποφύγουμε τα τραγελαφικά γεγονότα τύπου «βοσκοτόπων» που κάποιος μπορεί να επαναλάβει και να αποδειχθεί κατόπιν εορτής.
Το δεύτερο θέμα είναι πως η νέα διαδικασία δεν διασφαλίζει τον υγιή ανταγωνισμό και την ισότιμη συμμετοχή των ενδιαφερόντων καθώς δεν προβλέπεται αντιμετώπιση του φαινομένου ενός δήθεν επενδυτή ο οποίος έχει σκοπό μόνο να ανεβάσει την τιμή του διαγωνισμού, χωρίς να έχει τον κίνδυνο να χάσει το ποσό της Ε/Ε συμμετοχής, λειτουργώντας ως «λαγός».Το φαινόμενο αυτό το είδαμε στον διαγωνισμό του 2016, κατά δήλωση συμμετέχοντος, και με έκπληξη διαπιστώσαμε ότι η τεχνική δυνατότητα επανάληψης της ίδιας πρακτικής υφίσταται και στην νέα προκήρυξη.
Το τρίτο θέμα είναι πως ο κάθε νέος επενδυτής, εάν λάβει άδεια, είναι υποχρεωμένος να αναλάβει συγκεκριμένες υποχρεώσεις. Αυτές περιλαμβάνουν το τίμημα τουλάχιστον 35 εκ. ευρώ, την υποχρέωση εντός 6 μηνών να έχει 400 εργαζόμενους, να διαθέτει πλήρη υλικοτεχνική υποδομή, studios και εγκαταστάσεις και ασφαλώς προγράμμα και περιεχόμενο. Παράλληλα έχει την υποχρέωση να διαθέτει μετοχικό κεφάλαιο 8 εκ. ευρώ. Σημειώνεται ότι τα παραπάνω προβλέπονται απo το νόμο. Ως εκ τούτου ο κάθε επενδυτής που συμμετέχει στον διαγωνισμό θα πρέπει να διαθέτει την οικονομική δυνατότητα να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις που θα αναλάβει. Είναι προς όφελος του δημοσίου και του υγιούς ανταγωνισμού να ζητηθεί μια εγγυητική επιστολη καλής εκτέλεσης (όπως γίνεται σε δημόσια έργα ή σε μεγάλες κρατικές προμήθειες)για τους υποψηφίους που κατά το χρόνο της υποβολής της αίτησης δεν λειτουργούν ως τηλεοπτικοί σταθμοί και επομένως δεν διαθέτουν υποδομές, εγκαταστάσεις και προσωπικό ώστε να αποδεικνύεται η αξιοπιστία και η φερεγγυότητα κάθε ενδιαφερόμενου.
Αυτές οι προϋποθέσεις προφανώς και όχι μόνο δεν αποτελούν εμπόδιο για την είσοδο της υγιούς επιχειρηματικότητας στον χώρο, αλλά λειτουργούν υπέρ των υγιών νεοεισερχομένων, καθώς απλά αποκλείουν την παρουσία τυχάρπαστων και «λαγών» που ζημιώνουν την αξιοπιστία της διαδικασίας και το τελικό αποτέλεσμα. Ελπίζουμε οι αρμόδιοι να κινηθούν στην κατεύθυνση καθαρών και αδιάβλητων διαδικασιών στο πλαίσιο του υγιούς ανταγωνισμού.