Πολιτική

Γρηγόρης Γρηγοριάδης: Kαι τα τζιτζίκια ακόμα τραγουδάνε


Ένα καταξιωμένος καθηγητής και ένα εξαιρετικό λογοτεχνικό αποτύπωμα. Ο καθηγητής Γρηγόρης Γρηγοριάδης ένας ερευνητής που επικεντρώθηκε πάνω στη βελτιστοποίηση της δράσης των φαρμάκων και των εμβολίων στο σώμα, ένας άνθρωπος με δεκάδες βραβεία και έπαθλα, μιλά στο www.sofokleousin.gr για την επιστροφή του στην παλιά του αγάπη, τη λογοτεχνική συγγραφή.

Πόσο εύκολα αποτυπώνεται η επιστήμη σε ένα βιβλίο κύριε καθηγητά;

Υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά μεταξύ της συγγραφής μιας επιστημονικής πραγματείας και ενός μυθιστορήματος. Αυτό που είναι κοινό και στις δύο δραστηριότητες πιστεύω πως είναι η ανάγκη για καλή χρήση της γλώσσας και η διαύγεια στην απόδοση των νοημάτων. Κατά την επιστημονική συγγραφή είναι σημαντική η ακριβής καταγραφή και απόδοση των πορισμάτων της έρευνας χωρίς υπερβολές ή τη χρήση «ποιητικής αδείας». Το μόνοπου έχει σημασία είναι τα γεγονότα και η λογική ερμηνεία τους. Ωστόσο, η καλή χρήση της γλώσσας (π.χ. πλούσιο λεξιλόγιο, σωστή γραμματική, αποφυγή επανάληψης λέξεων ή προτάσεων και η γλαφυρότητα στην έκφραση των ιδεών) βοηθά στο να καταστεί μια επιστημονική πραγματεία ανάγνωσμα ευχάριστο και καλύτερα κατανοητό. Καθώς η επιστημονική έρευνα εν όλω στις μέρες μας δημοσιεύεται και συζητείται διεθνώς στα αγγλικά, η άριστη γνώση της εν λόγω γλώσσας είναι πολύ σημαντική. Οι επιστήμονες δεν μπορούν να προοδεύσουν στη διεθνή αρένα, αν δεν μιλούν και δεν γράφουν καλά την αγγλική. Είναι ευτυχές γεγονός ότι η αγγλική στις επιστήμες βρίθει λέξεων και όρων που προέρχονται από την ελληνική. Αν είχα τη δυνατότητα, θα έκανα τη διδασκαλία της λεγόμενης «βασικής επιστήμης» στα αγγλικά υποχρεωτική τόσο στα σχολεία όσο και στα πανεπιστήμια με την πάροδο του χρόνου. Αυτό, όχι για να υποβαθμίσω την όμορφη ελληνική μας γλώσσα η οποία πρέπει και θα συνεχίσει να δεσπόζει στην καθημερινή μας ζωή, στην πρόζα και στην ποίησή μας. Κατά προτίμηση δε, χωρίς παρασιτικές ξένες λέξεις και εκφράσεις. 

Σε αντίθεση με την επιστημονική, η λογοτεχνική συγγραφή δεν δεσμεύεται από την πραγματικότητα και τα γεγονότα. Εδώ, η φαντασία, η μυθοπλασία, η ελεύθερη έκφραση του εσώτερου εαυτού κυριαρχούν. 

Πως ξεκινήσατε τη συγγραφή. Τι ήταν το έναυσμα γι αυτό;

 Άρχισα να γράφω ιστορίες από πολύ νεαρή ηλικία. Ήθελα να γίνω συγγραφέας από παιδί. Ωστόσο, με προέτρεψαν να ακολουθήσω μια σταδιοδρομία στον χώρο των επιστημών. Οι συγγραφείς, μου είπαν, σπανίως κερδίζουν αρκετά χρήματα για να ζήσουν μια άνετη ζωή. Καθώς δεν ήμουν ανεξάρτητος οικονομικά, πήγα στο πανεπιστήμιο και σπούδασα Χημεία. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια των φοιτητικών μου χρόνων, κατόρθωσα να γράψω δύο σύντομα μυθιστορήματα. Ύστερα από μια μακρά, πολυάσχολη σταδιοδρομία στην επιστήμη, κυρίως στο εξωτερικό, και αφότου συνταξιοδοτήθηκα από τη θέση μου ως καθηγητής, βρήκα τον χρόνο να αφιερωθώ στη μεγάλη μου αγάπη: τη λογοτεχνική συγγραφή. Επιθυμούσα έντονα να γράψω ένα μυθιστόρημα και το θέμα που επέλεξα ήταν οι παιδικές μου αναμνήσεις. Αυτές δεν ήταν απλώς πολλές· εξακολουθούσαν να είναι και εξαιρετικά ζωντανές μέσα μου. Σκέφτηκα τον πόλεμό μας με τον Μουσολίνι, τις νίκες μας, την αντίστασή μας στον γερμανικό στρατό, την Κατοχή και τον λιμό, τις εκτελέσεις και, τέλος, τα Δεκεμβριανά. Όλα αυτά ήταν γεγονότα που θα έπρεπε να γίνουν γνωστά στους ανθρώπους του εξωτερικού, όχι όμως υπό τη μορφή ενός πιθανόν βαρετού ιστορικού βιβλίου, αλλά υπό τη μορφή ενός μυθιστορήματος με ημιαυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Συνέθεσα την πλοκή και άρχισα τη συγγραφή. Το βιβλίο εκδόθηκε στα αγγλικά (StilltheCicadasSing) το 2015 και στα ελληνικά το 2016 από τις Εκδόσεις Παρισιάνου υπό τον τίτλο «Και τα τζιτζίκια ακόμα τραγουδάνε».

Ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο σας και τι πραγματευόταν;

Το πρώτο μου βιβλίο γράφτηκε το 1953. Πρόκειται για ένα σχετικά σύντομο μυθιστόρημα που τιτλοφορείται «Ο δειλός». Έχω ακόμη το χειρόγραφο και ήδη δουλεύω πάνω σε αυτό με σκοπό να το αναπτύξω σε ένα πολύ μεγαλύτερο και πλουσιότερο μυθιστόρημα. Η ιστορία αφορά ένα νεαρό άντρα που είναι δυσαρεστημένος με την προσωπικότητά του και επιθυμεί να την αλλάξει εκ βάθρων, να την αναδομήσει. Όμως για να επιτύχει κάτι τέτοιο, ξέρει ότι πρέπει να εγκαταλείψει το περιβάλλον του, να απομακρυνθεί από τους ανθρώπους που τον γνωρίζουν. Κάνει λοιπόν ακριβώς αυτό και εν συνεχεία ξεκινά έναν έντονο διάλογο με τον εαυτό του μπροστά στον καθρέφτη. Εντέλει καταφέρνει να μεταμορφωθεί, ή τουλάχιστον έτσι πιστεύει, σε ένα διαφορετικό πρόσωπο. Η ζωή του διαμορφώνεται κατά τον τρόπο που επιθυμούσε, αλλά στο τέλος ενσκήπτει η τραγωδία και χάνονται τα πάντα. Στο βιβλίο υπάρχουν ελπίδα και αισιοδοξία, καθώς και κάποια ηθικά τρόπον τινά διδάγματα.

Κύριε καθηγητά εν μέσω οικονομικής κρίσης η Ελλάδα και συγκεκριμένα ο έλληνας αναγνώστης αγκαλιάζει το βιβλίο;

Ξέρω πως η ζωή στην Ελλάδα για πολλούς από εμάς είναι δύσκολη επί του παρόντος. Όλοι μου οι φίλοι και οι συγγενείς, όλοι όσοι γνωρίζω, είναι πλέον φτωχότεροι. Οι μισθοί τους ή οι συντάξεις τους μειώθηκαν σημαντικά. Εντούτοις, έχουν διατηρήσει την αξιοπρέπειά τους. Και παρά τη σχετική τους ένδεια, εξακολουθούν να αγοράζουν βιβλία. Η τροφή του πνεύματος είναι πολύ σημαντικό ζήτημα.

Επιπλέον η νέες τεχνολογίες κατά τη γνώμη σας είναι σε θέση να αντικαταστήσουν το βιβλίο; Δεδομένου ότι οι άνθρωποι που αγαπούν την ανάγνωση βιβλίων θέλουν να μυρίζουν, να αγγίζουν και να ξεφυλλίζουν ένα βιβλίο.

Προσωπικά μιλώντας πάντα, δεν είμαι φίλοςτου ψηφιακού βιβλίου. Αγαπώ να κρατώ στο χέρια μου ένα βιβλίο, να το αισθάνομαι, να το βλέπω να γερνάει μαζί μου. Αγαπώ τις βιβλιοθήκες που είναι γεμάτες με βιβλία διαφορετικών μεγεθών και χρωμάτων. Δεν μπορείς να έχεις μια βιβλιοθήκη από ψηφιακά βιβλία. Υπάρχουν ωστόσοκαι καταστάσεις όπου οι συσκευές ανάγνωσης ψηφιακών βιβλίων (π.χ. Kindle) μπορεί να φανούν χρήσιμες. Για παράδειγμα, σε ανθρώπους με προβλήματα όρασης ή σε κάποιον που ταξιδεύει με το αεροπλάνο ή χαλαρώνει σε μια παραλία. 

Ποια είναι η γνώμη σας για τις τιμές των βιβλίων σε σχέση με τις σημερινές συγκυρίες; και σας ερωτώ, διότι προσωπικά ξοδεύω μεγάλα ποσά κάθε μήνα για να αγοράζω βιβλία, όμως πολύς κόσμος διαμαρτύρεται ότι είναι ένα αρκετά μεγάλο κόστος.

Τα βιβλία και μάλιστα τα μυθιστορήματα δεν είναι και τόσο ακριβά. Ένα μέσο μυθιστόρημα κοστίζει όσο τρεις-τέσσερις καφέδες, τιμή που δεν είναι απαγορευτική για τον μέσο βιβλιόφιλο. 

Λίγα λόγια για το βιβλίο «Kαι τα τζιτζίκια ακόμα τραγουδάνε»

 Ένα βιβλίο που έχει ήδη γνωρίσει επιτυχία στην Αγγλία και ήταν υποψήφιο για το International Rubery Book Award το 2015. Η ιστορία έχει ως εξής: 

Στην Αθήνα του 1930, ο μικρός Αλκίνοος μεγαλώνει υπό τη δικτατορία του Μεταξά. Το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η ιταμή επίθεση των Ιταλών εναντίον της Ελλάδας και ακολούθως η εισβολή των Γερμανών ανατρέπουν βίαια τον κόσμο του μικρού αγοριού. Η ονειρεμένη ζωή του γίνεται εφιάλτης: Κατοχή, λιμός, εκτελέσεις.  Ερωτευμένος με ένα κορίτσι από τη Γερμανία, ο Αλκίνοος, παράλληλα με τον αδυσώπητο αγώνα της επιβίωσης, έρχεται αντιμέτωπος με μείζονα ηθικά διλήμματα που θέτουν υπό αίρεση τις έννοιες του πατριωτισμού, του καθήκοντος και της αγάπης. Παράτολμα εγχειρήματα κάτω από τη μύτη της Γκεστάπο, ηρωισμός, πανουργία και σοφία συνθέτουν ένα σύγχρονο δράμα που, από σελίδα σε σελίδα, προχωρά με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση μέχρι την τελική τραγωδία. 

Λίγα λόγια για το συγγραφέα

Ο Γρηγόρης Γρηγοριάδης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο 7o Γυμνάσιο Αθηνών στο Παγκράτι. Σπούδασε χημεία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και παράλληλα συνέγραψε δύο μυθιστορήματα («Ο δειλός άνθρωπος» και «Καλύτερα μόνος»). Μετά το πέρας των σπουδών του, υπηρέτησε ως αξιωματικός στην Πολεμική Αεροπορία. Έπειτα από μια υποτροφία για να εργαστεί ως ερευνητής στο Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ, στο Αμβούργο, μετανάστευσε στον Καναδά, όπου απέκτησε διδακτορικό στη βιοχημεία από το Πανεπιστήμιο ΜακΓκιλ, στο Μόντρεαλ. Εκεί γνώρισε και παντρεύτηκε τη σύζυγό του, Σου Μπάιρον-Μπράουν. Έπειτα από μεταδιδακτορικές σπουδές στο Ιατρικό Κολέγιο Άλμπερτ Αϊνστάιν, στη Νέα Υόρκη, εργάστηκε στο Λονδίνο ως ερευνητής στο Συμβούλιο Ιατρικής Έρευνας και αργότερα ως καθηγητής στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου (UCL), όπου επικεντρώθηκε πάνω στη βελτιστοποίηση της δράσης των φαρμάκων και των εμβολίων στο σώμα. Έχει δημοσιεύσει περίπου 400 ερευνητικές εργασίες και άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά και εξέδωσε 27 τόμους πάνω στη μεταφορά και στοχευμένη δράση φαρμάκων. Η έρευνά του αποτέλεσε τη βάση ενός καινοτόμου τρόπου χρήσης των φαρμάκων, οδηγώντας σε δεκάδες βραβεία κι έπαθλα κι ένα DSc από το UCL. Το 2016 τιμήθηκε μαζί με άλλους δύο Έλληνες του εξωτερικού στο Διεθνές Συνέδριο Φαρμακολογίας στο Ζάππειο για τη συνολική του προσφορά στη Φαρμακολογία. Ήταν, επίσης, ο θεμελιωτής δύο σειρών διασκέψεων του ΝΑΤΟ στο ακρωτήριο του Σουνίου και μια σειράς που ακόμα συνεχίζεται στο Λονδίνο. Το 1997 ίδρυσε την εταιρεία βιοτεχνολογίας Xenetic Biosciences, που τώρα λειτουργεί στη Βοστώνη, στις Η.Π.Α. Αποσύρθηκε από το UCL το 2002, παραμένοντας στο διοικητικό συμβούλιο της ανωτέρω εταιρείας, επιστρέφοντας παράλληλα στην παλιά του αγάπη, τη λογοτεχνική συγγραφή.