Πολιτική

Γραφείο της Βουλής: Υφεσιακός ο προϋπολογισμός


«Ο προϋπολογισμός 2017 όπως προετοιμάζεται έχει βραχυπρόθεσμα έντονα υφεσιακό χαρακτήρα. Ομως η υφεσιακή επίπτωση μπορεί εν μέρει να εξουδετερωθεί με την αλλαγή του οικονομικού κλίματος, λόγω ολοκλήρωσης των αξιολογήσεων», επισημαίνει μεταξύ άλλων το Γραφείο  Προϋπολογισμού του Κράτους στην έκθεσή του επί του προσχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού. Οι συντάκτες της έκθεσης προτείνουν αφενός αναθεώρηση προς τα κάτω των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα αφετέρου αλλαγή της σχέσης φόρων/δαπανών.

Ειδικότερα στην έκθεση τονίζεται η ανάγκη μείωσης των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα ως το 2018 και μετά.

«Τους επόμενους μήνες θα αποκτά ολοένα  μεγαλύτερη σημασία η αναθεώρηση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα και η οριστική διευθέτηση του χρέους. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση μάλλον συμφωνούν στον στόχο αυτόν και έχουν σύμμαχο το ΔΝΤ», σημειώνεται χαρακτηριστικά στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού.

Σύμφωνα με την έκθεση το Προσχέδιο Κρατικού Προϋπολογισμού 2017 χαρακτηρίζεται από φοροκεντρική λιτότητα προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, προβλέπεται για το 2017 οριακή μείωση δαπανών κατά  78,8 εκατ. εκατ. ευρώ και πολλαπλάσια αύξηση εσόδων κατά  2,513 δισ. ευρώ.

Επισημαίνεται στην έκθεση ότι  συντριπτική υπεροχή της στάθμισης των παρεμβάσεων στα έσοδα σε σχέση με τις συνολικές δημοσιονομικές παρεμβάσεις (και εν γένει οι δημοσιονομικές προσαρμογές που βασίζονται κυρίως σε αυξήσεις εσόδων παρά σε μόνιμες περικοπές πρωτογενών δαπανών), δημιουργεί ασφυκτικό περιβάλλον στην υπό ανάκαμψη οικονομία, επιτείνοντας την ύφεση ή περιορίζοντας τις προοπτικές ανάκαμψής της. Μολονότι τυχόν μειώσεις δαπανών αντί αυξήσεων φόρων θα είχαν πιθανόν μικρότερη άμεση υφεσιακή επίπτωση, το σημαντικότερο είναι ότι οι αυξήσεις φόρων αποθαρρύνουν την εργασία και την επιχειρηματικότητα (από την πλευρά της προσφοράς) και επομένως θολώνουν τις προοπτικές ανάκαμψης.

Η υπερφορολόγηση θα εξακολουθεί να λειτουργεί ιδιαιτέρως στρεβλωτικά στο οικονομικό περιβάλλον αποτελώντας εμπόδιο στην επίτευξη θετικών ρυθμών ανάπτυξης και τελικά θα οδηγήσει σε μείωση των εσόδων από άμεσους και έμμεσους φόρους τόσο σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη όσο και με τους στόχους που έχουν τεθεί στα πλαίσια των συγκεκριμένων παρεμβάσεων. Η απόλυτη πολιτική και οικονομική προτεραιότητα θα πρέπει αδιαμφισβήτητα να δοθεί στη κατεύθυνση της βελτίωσης του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και της αντιμετώπισης της παραοικονομίας στο πλαίσιο του ισχύοντος φορολογικού καθεστώτος.

Χαρακτηρίζονται «αρκετά αισιόδοξες» οι βασικές προβλέψεις του προϋπολογισμού για αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 1,8%, των  επενδύσεων κατά 9,1% και των εξαγωγών κατά 5,3% που αναμένεται να οδηγήσουν σε άνοδο του ΑΕΠ κατά 2,7% την επόμενη χρονιά.

Με δεδομένη την εφαρμογή επιπλέον μέτρων από 1/1/2017, (αυξήσεις σε έμμεσους όρους, περιορισμός των δικαιούχων του ΕΚΑΣ, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών κ.α.) η προβλεπόμενη αύξηση της Ιδιωτικής Κατανάλωσης κατά 1,8% κρίνεται επίσης αρκετά αισιόδοξη. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το χαμηλό επίπεδο της Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος.

Επίσης, η προβλεπόμενη αύξηση των Επενδύσεων κατά 9,1% μπορεί να θεωρηθεί εφικτή λόγω της χαμηλής βάσης του 2016 και εφόσον γίνει ορθή χρήση των ευρωπαϊκών «εργα-λείων» (ΕΣΠΑ, Πακέτο «Γιούνκερ κ.α.), ολοκληρωθούν σημαντικές αποκρατικοποιήσεις στις υποδομές που συνδέονται με νέες επενδύσεις, αποδώσει ο νέος Αναπτυξιακός Νόμος κ.ά. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να καταβληθούν σημαντικές περαιτέρω προσπάθειες για τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος -πραγματικά- φιλικού για τις επιχειρήσεις, με παρεμβά-σεις για μείωση της γραφειοκρατίας (π.χ. νέο πλαίσιο αδειοδότησης), την εξασφάλιση συνέχειας στις εφαρμοζόμενες πολιτικές, τη δυνατότητα χρηματοδότησης, καθώς τα τελευταία στοιχεία για τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά.

Σύμφωνα με την έκθεση η πραγματοποίηση των στόχων για ανάκαμψη το 2017 προϋποθέτει πλήρη και αποτελεσματική εφαρμογή του προγράμματος, αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, έγκαιρη αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων του Δημοσίου (χωρίς τη μαζική δημιουργία νέων), κυβερνητική σταθερότητα και κοινωνική ομαλότητα.

Θα πρέπει επίσης να υποστηριχθεί με μέτρα για την ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους και κατόπιν συμμετοχή στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Αν όλες αυτές οι προϋποθέσεις συντρέξουν, είναι πιθανό οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας να ξεπεράσουν ακόμα και αυτές τις αισιόδοξες προβλέψεις, όπως προβλέπει π.χ. το Δ.Ν.Τ (2,8% άνοδος του ΑΕΠ).