Οικονομία

«Παράθυρο» για πρωτογενές πλεόνασμα το 2022! Ποια είναι τα αγκάθια για την οικονομία


Ανοιχτό παράθυρο για πρωτογενές πλεόνασμα από το τέταρτο τρίμηνο του 2022, αφήνει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής. Πρόκειται για μια εκτίμηση πάνω από τις επίσημες προβλέψεις του υπουργείου Οικονομικών και των λοιπών θεσμικών φορέων, που υποστηρίζουν ότι η χώρα θα επανέλθει σε πρωτογενή πλεονάσματα εντός του 2023.

Την ίδια στιγμή, όμως, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την αύξηση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών και τον επίμονο πληθωρισμό, που αποτελούν αγκάθια για την πορεία της οικονομίας.

Σε κάθε περίπτωση, όπως επισημαίνεται με ξεκάθαρο τρόπο στην έκθεση του ΓΠΒ, η δημοσιονομική εικόνα της χώρας είναι σημαντικά καλύτερη από τις προβλέψεις του προϋπολογισμού για το 2022. Η εκτίμηση του Γραφείου είναι το πρωτογενές έλλειμμα θα διαμορφωθεί ίσως και κάτω από 1% του ΑΕΠ, ενώ η «αναβάθμιση» σε πλεόνασμα είναι πιθανή και θα εξαρτηθεί από το εξής: αν ο συνυπολογιστούν τεχνικά στο 2022, οι δύο δόσεις του προηγούμενου έτους από τον ESM, αξίας περίπου 1,5 δισ. ευρώ.

Αυτή η εξέλιξη, όπως επισημαίνει ο επικεφαλής του Γραφείου κ. Φραγκίσκος Κουτεντάκης, θα έχει ως αποτέλεσμα ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ για το 2023, να αποδειχθεί πιο εύκολος σε σχέση με την πρόβλεψη του προϋπολογισμού (έλλειμμα 1,5%). Αυτό θα συμβεί διότι η δημοσιονομική προσαρμογή που θα απαιτηθεί θα είναι αισθητά πολύ μικρότερη.

Σύμφωνα με το ΓΠΒ η θετική δημοσιονομική επίδοση οφείλεται εν μέρει στον υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης αλλά κυρίως στον υψηλό πληθωρισμό και την ισχυρή επίδρασή του στα δημόσια έσοδα. Για τον ίδιο λόγο αναμένεται να καταγραφεί και σημαντική μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, καθώς η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ υπερβαίνει την αύξηση του ονομαστικού χρέους.

Οι κίνδυνοι για την οικονομία

Οι δύο μεγάλοι κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία είναι η σοβαρή επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και ο επίμονος πληθωρισμός. Το ισοζύγιο παρουσιάζει έλλειμμα 20,1 δις ευρώ το 2022 (έναντι 12,3 δις το 2021 και μόλις 2,7 δις το 2019) ενώ ο εναρμονισμένος πληθωρισμός, παρά την αποκλιμάκωσή του από τον Οκτώβριο του προηγούμενου έτους, παραμένει υψηλός, στο 6,5%, αν και χαμηλότερος από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (8,5%).

Παρά τις θετικές δημοσιονομικές του επιδράσεις, ο πληθωρισμός συρρικνώνει το πραγματικό εισόδημα μεγάλου μέρους των νοικοκυριών, ειδικά των πιο ευάλωτων, με αποτέλεσμα την αύξηση της κοινωνικής ανισότητας και των κοινωνικών εντάσεων. Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στις τιμές των τροφίμων που παρά τη σχετική αποκλιμάκωση του γενικού δείκτη πληθωρισμού, εμφανίζουν υψηλό ρυθμό αύξησης. Επιπλέον, η πίεση στα ευάλωτα νοικοκυριά και επιχειρήσεις εντείνεται από την αύξηση των επιτοκίων που επιβαρύνει την εξυπηρέτηση των χρεών τους.

Ο αντίκτυπος της αύξησης των επιτοκίων

Αναφορικά με το αντίκτυπο της αύξησης των επιτοκίων, το ΓΠΒ αναφέρει ότι «αρότι η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής κρίνεται απαραίτητη για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, εντούτοις θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι αρνητικές παρενέργειές της κατά την λήψη των αποφάσεων για ενδεχόμενη περαιτέρω αυστηροποίησή της. Παράλληλα, η νομισματική πολιτική θα πρέπει να ιδωθεί συνδυαστικά με την αναμενόμενη αναθεώρηση του δημοσιονομικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με τις τελευταίες προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το 2023 θα είναι το τελευταίο έτος εφαρμογής της ρήτρας διαφυγής και το 2024 θα είναι μεταβατικό μέχρι την οριστικοποίηση του νέου πλαισίου. 

Στους επόμενους μήνες αναμένεται να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις για την τελική μορφή του οριστικού πλαισίου που θα τεθεί σε ισχύ από το 2025 και στις προβλέψεις του οποίου θα πρέπει να προσαρμοστεί η δημοσιονομική πολιτική της χώρας μας. Συνεπώς, στο προσεχές διάστημα η νομισματική και η δημοσιονομική πολιτική θα έχουν περιοριστική κατεύθυνση, γεγονός που αναμένεται να οδηγήσει στην υποχώρηση του πληθωρισμού αλλά, ταυτόχρονα, θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα


 

Διαβαστε επισης