Δυναμικά έχουν επιστρέψει στις ελληνικές αγορές οι ισχυρές ξένες τράπεζες, ύστερα από πολλά «χαμένα» χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης, στη διάρκεια της οποίας η Ελλάδα είχε «σβηστεί» από τους χάρτες τους. Οι ξένοι τραπεζίτες επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους σε ελληνικά ομόλογα και μετοχές, επιδιώκοντας να δημιουργήσουν σίγουρα κέρδη για τους πελάτες τους, όταν η χώρα ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα και αναβαθμισθεί στις ανεπτυγμένες αγορές.
Όπως τονίζουν χρηματιστές και τραπεζικά στελέχη, το ανανεωμένο ενδιαφέρον των μεγάλων τραπεζών έγινε έντονα αισθητό με την πρώτη έκδοση ομολόγων της Ελλάδας για το 2023. Η συμμετοχή και οι προσφορές τους συνέβαλαν καθοριστικά στην επιτυχία της έκδοσης, από την οποία το υπουργείο Οικονομικών συγκέντρωσε 3,5 δισ. ευρώ, καλύπτοντας με μια κίνηση τις μισές δανειακές ανάγκες του έτους.
Το γεγονός ότι οι προσφορές που συγκεντρώθηκαν από ενδιαφερόμενους επενδυτές πλησίασαν τα 22 δισ. ευρώ και ήταν υπερδεκαπλάσιες του ελάχιστου ποσού που επιδίωκε να αντλήσει το υπ. Οικονομικών (2 δισ. ευρώ) συνδέεται με τη συμμετοχή μεγάλου αριθμού τραπεζών για μια σχετικά μικρή έκδοση. Στην κοινοπραξία συμμετείχαν έξι κορυφαίες τράπεζες από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη: Barclays, Bank of America, Commerzbank, Goldman Sachs, J.P. Morgan και Société Générale.
Επενδυτικά κεφάλαια σε μετοχές
Στο χρηματιστήριο, εν τω μεταξύ, όπου η δυναμική άνοδος από τις αρχές του έτους οδηγεί τον Γενικό Δείκτη στις 1.000 μονάδες, για πρώτη φορά από το 2014, είναι έντονα αισθητή το τελευταίο διάστημα η παρουσία ισχυρών και σοβαρών εταιρειών διαχείρισης κεφαλαίων, που προχωρούν σε επιλεκτικές μεν, αλλά μεγάλες για τα δεδομένα του ΧΑ, τοποθετήσεις σε τίτλους υψηλής κεφαλαιοποίησης.
Οι κορυφαίες επενδυτικές τράπεζες καθοδηγούν τους πελάτες τους, δηλαδή τα επενδυτικά funds, να «χτίσουν», πολλές φορές από το μηδέν, χαρτοφυλάκια ελληνικών μετοχών, βλέποντας ότι και πάλι η ελληνική αγορά θα μπορέσει να προσφέρει κέρδη στο άμεσο μέλλον, ενώ για πολλά χρόνια ήταν ένα «νεκροταφείο» επενδυτικών κεφαλαίων.
Την ίδια ώρα, οι τραπεζικές αποκρατικοποιήσεις, μέσω της πώλησης μετοχών που κατέχει το ΤΧΣ, έχουν προσελκύσει έντονο ενδιαφέρον μεγάλων τραπεζών, που εισηγούνται στην κυβέρνηση να μην χάσει χρόνο και να προχωρήσει στις πρώτες πωλήσεις πακέτων μετοχών πριν από τις εκλογές. Μεγάλη αμερικανική τράπεζα, μάλιστα, φέρεται να έχει προτείνει να γίνει άμεσα μια διάθεση μετοχών με τη μέθοδο του accelerated book building, δηλαδή με μια ανοικτή διαδικασία υποβολής προσφορών, τονίζοντας προς την κυβέρνηση ότι η ίδια μπορεί να εγγυηθεί την επιτυχία της συναλλαγής με τη συμμετοχή των funds που έχει προσεγγίσει.
Οι συνθήκες του 1998-1999 και το χρηματιστηριακό "μπουμ"
Οι παλαιότεροι συντελεστές της αγοράς σημειώνουν ότι το κλίμα που έχει δημιουργηθεί θυμίζει έντονα το 1998. Δηλαδή, την εποχή όπου, με αφετηρία την υποτίμηση της δραχμής, η Ελλάδα άρχισε να «κλειδώνει» τη συμμετοχή της στην Ευρωζώνη, με τα ελληνικά assets να περνούν από την αφάνεια και την ανυποληψία στην πρώτη γραμμή επενδυτικού ενδιαφέροντος. Με την καθοδήγηση των μεγάλων τραπεζών, τα ξένα funds μπήκαν τότε με πολύ γρήγορες κινήσεις στο χρηματιστήριο και, όταν οι Έλληνες μικροεπενδυτές άρχισαν να αντιλαμβάνονται τι έχει συμβεί και να ανακαλύπτουν το χρηματιστήριο, οι ξένοι ήδη ρευστοποιούσαν κέρδη.
Αναλογίες με το 1998 ασφαλώς υπάρχουν και στη σημερινή κατάσταση: Παρ'ότι δεν πρόκειται για μια τόσο σοβαρή ιστορική αλλαγή, όπως η είσοδος στο ευρώ, η χώρα βρίσκεται μπροστά σε μια επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα, που αναμένεται να συμβεί ακόμη και μέσα στο πρώτο εξάμηνο του έτους και πάντως πριν από το τέλος του 2023.
Αυτό σημαίνει ότι τα ελληνικά ομόλογα θα μπορούν και πάλι να αγοράζονται από τα σοβαρά funds των ανεπτυγμένων αγορών, που διακινούν καθημερινά τεράστια ποσά στις αγορές. Τηρουμένων των αναλογιών με το 1998, το χρηματιστήριο μπορεί να βρίσκεται στο προοίμιο ενός "μπουμ".
Αμέσως μετά την αναβάθμιση του αξιόχρεου, αναμένεται ότι θα έλθει και η επιστροφή του ελληνικού χρηματιστηρίου στους δείκτες ανεπτυγμένων αγορών της MSCI από τους οποίους η Ελλάδα είχε αποβληθεί προ δεκαετίας. Τα κεφάλαια που διακινούνται στα ώριμα χρηματιστήρια είναι υπερδεκαπλάσια αυτών που τοποθετούνται στις αναδυόμενες αγορές, κάτι που σημαίνει ότι σχεδόν με αυτόματο τρόπο η ελληνική αγορά θα δεχθεί μεγάλου ύψους εισροές κεφαλαίων.