Μείζον θέμα της πολιτικής επικαιρότητας έγινε το ξεχασμένο σκάνδαλο Καρούζου, μετά από δηλώσεις του βασικού μάρτυρα και καταγγέλλοντος του σκανδάλου, Ιωσήφ Λιβανού, ο οποίος κατήγγειλε μέσω των «Παραπολιτικών» ότι σύμβουλος του υπουργού Οικονομικών του ζήτησε «μίζα», για να λάβει τα λύτρα για την αποκάλυψη της φοροδιαφυγής.
Ωστόσο το θέμα αυτό, το έχει αποκαλύψει το Σin από τις 12 Φεβρουαρίου 2018, στο οποίο παρατίθετο εξήγηση της αρμόδιας υφυπουργού Οικονομικών Αικατερίνης Πανανάτσιου, για τους λόγους, για τους οποίους δεν καταβλήθηκε η αμοιβή για την καταγγελία.
Την υπόθεση είχε φέρει στη Βουλή ο ανεξάρτητος βουλευτής Νίκος Νικολόπουλος, με ερώτηση στην οποία επισύναψε και ανοιχτή επιστολή του Ιωσήφ Λιβανού, (Βλέπε συνημμένα αρχεία). Μεταξύ άλλων, ο κ. Λιβανός αναφέρεται στις καθυστερήσεις της εκδίκασης της υπόθεσης, ότι από τις καταγγελίες του αποκαλύφθηκε φοροδιαφυγή ύψους 622.500.000 ευρώ, ενώ στην επιστολή, που παρατίθεται αυτούσια, κάνει λόγο και για «κουτιά με γλυκά, που είχαν διπλό πάτο, τα οποία πήγαιναν σε υπουργό Εθνικής Άμυνας».
Η αμοιβή που δεν δόθηκε
Σε ότι αφορά στην αμοιβή που ζητεί ο κ. Λιβανός, η υφυπουργός Οικονομικών απαντά ότι αυτή δεν καταβλήθηκε, επειδή η διάταξη του νόμου του 2007 είναι ανενεργή λόγω φόβου διαρροής προσωπικών δεδομένων και του φορολογικού απορρήτου.
Αναλυτικότερα το πλήρες κείμενο της απάντησης (Αρ. Πρωτ.: ΑΤΚΕ 0000685 ΕΞ 2018/563) της κας. Παπανάτσιου είναι το ακόλουθο:
«Σε απάντηση της υπ΄ αριθμ. πρωτ. 2779/153/19.1.2018 Ερώτησης και Αίτησης Κατάθεσης Εγγράφων του Βουλευτή κ. Ν. Νικολόπουλου και σε ό,τι αφορά στα θέματα αρμοδιότητάς μας, σας γνωρίζουμε ότι με το άρθρο 7β του νόμου 3610/2007, όπως ισχύει, προβλέφθηκε ότι όποιος καταγγείλει και πιστοποιηθεί φορολογική ή τελωνειακή παράβαση δικαιούται από το Δημόσιο αμοιβής.
Η αμοιβή αυτή ισούται με το 1/10 των προστίμων που εισπράχθηκαν για την παράβαση και καταβάλλεται μετά την είσπραξή τους στον δικαιούχο, με ευθύνη της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών.
Στο πλαίσιο της ρύθμισης αυτής και κατόπιν σχετικού αιτήματος της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου μας, προωθήθηκε από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε. σχετικό ενημερωτικό σημείωμα, στο οποίο περιλαμβάνεται η άποψη ότι προκειμένου για την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης, θα πρέπει τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, μεταξύ αυτών και η πράξη επιβολής προστίμου κατά του καταγγελλόμενου να υποβάλλονται προς το Ελεγκτικό Συνέδριο, γεγονός από το οποίο προκύπτει προβληματισμός περί ενδεχόμενης παραβίασης τόσο των διατάξεων περί φορολογικού απορρήτου όσο και των διατάξεων περί προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων.
Περαιτέρω, εφόσον η αμοιβή που προβλέπεται για τον καταγγέλλοντα συνδέεται με το ποσό των προστίμων που εισπράχθηκαν για την παράβαση, ο καταγγέλλων θα λαμβάνει γνώση του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στον καταγγελλόμενο, με αποτέλεσμα να θίγεται το φορολογικό απόρρητο. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο των ανωτέρω, το Υπουργείο Οικονομικών εξετάζει το βέλτιστο τρόπο για την εφαρμογή της σχετικής νομοθετικής ρύθμισης».
Το επίμαχο «άρθρο 7β του Ν. 3610/2007
Το άρθρο 7β του ν. 3610/2007, αναφέρει τα ακόλουθα:
«Αμοιβή για την αποκάλυψη φαινομένων παραβατικής συμπεριφοράς σε φορολογικές και τελωνειακές υποθέσεις
1. Στις υποθέσεις παθητικής δωροδοκίας υπαλλήλου φορολογικής ή τελωνειακής αρχής κατά το άρθρο 235 του Π.Κ., εκτός από τη στερητική της ελευθερίας ποινή, επιβάλλεται υποχρεωτικά και χρηματική ποινή η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ ούτε ανώτερη από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.
2. Όποιος καταγγείλει και πιστοποιηθεί σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 δωροδοκία υπαλλήλου φορολογικής ή τελωνειακής αρχής, δικαιούται από το Δημόσιο αμοιβής. Η αμοιβή ισούται με το 1/4 της χρηματικής ποινής που επιβάλλεται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο και καταβάλλεται μετά την είσπραξη της στον δικαιούχο, με ευθύνη της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών.
3. Όποιος καταγγείλει και πιστοποιηθεί φορολογική ή τελωνειακή παράβαση δικαιούται από το Δημόσιο αμοιβής. Η αμοιβή ισούται με το 1/10 των προστίμων που εισπράχθηκαν για την παράβαση και καταβάλλεται μετά την είσπραξη τους στον δικαιούχο, με ευθύνη της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών.
4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζονται οι ειδικότερες προϋποθέσεις, η αρμόδια υπηρεσία και η διαδικασία καταβολής στους δικαιούχους της αμοιβής που προβλέπεται στις προηγούμενες παραγράφους του άρθρου αυτού.»
Η απόφαση του υπουργού Οικονομικών που προβλέπει ο νόμος, δεν έχει εκδοθεί ακόμη, 11 χρόνια μετά την ψήφισή του.