Επιφυλάξεις για τη βιωσιμότητα της κερδοφορίας των τραπεζών στην ευρωζώνη και στην Ελλάδα διατηρεί ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δεδομένου ότι τα κέρδη ενισχύθηκαν υπερβολικά από τα υψηλά επιτόκια και, κυρίως, από την καθυστερημένη μετάδοση της αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ στους καταθέτες. Ο SSM τονίζει ότι παραμένει σε εγρήγορση για στοχευμένες αξιολογήσεις και επιτόπιες επιθεωρήσεις στις τράπεζες.
Η επικεφαλής του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, Κλαούντια Μπουχ, απαντώντας σε σχετική γραπτή ερώτηση του ευρωβουλευτή, Δημήτρη Παπαδημούλη, ξεκαθαρίζει εξαρχής, αναφερόμενη στα επιτόκια καταθέσεων και τις δυνατότητες βελτίωσής τους, ότι «οι εποπτικές
αρχές δεν αξιολογούν την καταλληλότητα των επιτοκίων καταθέσεων που παρέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα» και σημειώνει ότι σε αυτά τα θέματα αρμοδιότητα έχουν οι εθνικές αρχές, πρωτίστως για να διασφαλίσουν την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού.
«Εναπόκειται στις αρχές ανταγωνισμού και προστασίας του καταναλωτή να διασφαλίσουν ότι ο ανταγωνισμός δεν παρακωλύεται από τεχνητά εμπόδια σε σχέση με την είσοδο στην τραπεζική αγορά ή την αποχώρηση από αυτήν και ότι οι πελάτες μπορούν να επιλέγουν ελεύθερα μεταξύ εναλλακτικών προσφορών», τονίζει χαρακτηριστικά.
Σχολιάζοντας θέματα που άπτονται των αρμοδιοτήτων της εποπτικής αρχής, η επικεφαλής του SSM αφήνει σαφώς να εννοηθεί ότι οι τράπεζες επωφελήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την καθυστερημένη αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων, που συνέβαλε στη διατήρηση πολύ υψηλών περιθωρίων επιτοκίου, όμως η εποπτική αρχή παρακολουθεί στενά την εξέλιξη της κερδοφορίας τους, καθώς είναι αμφίβολο αν είναι βιώσιμη η αύξησή της μέσω των χαμηλών επιτοκίων στις καταθέσεις.
Ειδικότερα, όπως σημειώνει η κ. Μπουχ,
- «Η ταχύτητα μετάδοσης των επιτοκίων έχει σημασία καθώς επηρεάζει τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια των τραπεζών. Γενικά, το επιτόκιο των καταθέσεων τείνει να αποκρίνεται στις αυξήσεις των επιτοκίων πολιτικής με κάποια χρονική υστέρηση. Αυτή η τάση ενίσχυσε τους τελευταίους μήνες την κερδοφορία και την ανθεκτικότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών, καθώς τα επιτόκια των δανείων προσαρμόστηκαν ταχύτερα από ό,τι τα επιτόκια των καταθέσεων.
- Ωστόσο, από προληπτική σκοπιά, αυτό το φαινόμενο μπορεί να έχει συνέπειες για τη βιωσιμότητα των κερδών των τραπεζών, τη ρευστότητα και τα προφίλ χρηματοδότησής τους, καθώς και για τη διαχείριση των κινδύνων επιτοκίου στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο.
- Στο πλαίσιο αυτό, και όπως τονίστηκε στις εποπτικές προτεραιότητες του ΕΕΜ, οι εποπτικές αρχές διενεργούν στοχευμένες αξιολογήσεις και επιτόπιες επιθεωρήσεις όσον αφορά τα σχέδια των τραπεζών για τη ρευστότητα και τη χρηματοδότησή τους, καθώς και τις πρακτικές διαχείρισης των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού τους».
ΤτΕ: «Μπόνους» 2,5 δισ. στην κερδοφορία των τραπεζών
Σύμφωνα με στοιχεία που καταγράφει η Τράπεζα της Ελλάδος στο τελευταίο σημείωμά της για την ελληνική οικονομία, όπου λαμβάνει υπόψη τα δημοσιευμένα αποτελέσματα των τεσσάρων συστημικών τραπεζών για το 2023, ήταν εκρηκτική τον περασμένο χρόνο η αύξηση των καθαρών επιτοκιακών εσόδων των τραπεζών, ως αποτέλεσμα της διατήρησης πολύ υψηλών περιθωρίων επιτοκίου.
Τα καθαρά έσοδα από τόκους εκτινάχθηκαν κατά 2,5 δισ.. ευρώ ή κατά 45% και ανήλθαν σε 8,1 δισ. ευρώ, αντισταθμίζοντας τη μεγάλη μείωση των εσόδων από χρηματοοικονομικές πράξεις (από 2,8 δισ. σε 300 εκατ. ευρώ) και τη μέτρια αύξηση των εσόδων από προμήθειες (αυξήθηκαν από 1,6 σε 1,8 δισ.). Έτσι, όπως αναφέρει η ΤτΕ, τα καθαρά κέρδη των τεσσάρων συστημικών ελληνικών τραπεζών μειώθηκαν συγκρατημένα.
Επίσης,
- Ο συνολικός δείκτης ΜΕΑ των συστημικών ελληνικών τραπεζών υποχώρησε περαιτέρω στο τέλος του 2023 σε 4,1% από 6,0% στο τέλος του 2022.
- Το συνολικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας των συστημικών ελληνικών τραπεζών αυξήθηκε στο τέλος του 2023 σε σύγκριση με το τέλος του 2022, καθώς το κεφάλαιο CET1 αυξήθηκε σχετικά περισσότερο από τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού.
- Οι ελληνικές συστημικές τράπεζες έχουν εκδώσει ομόλογα προκειμένου να εκπληρώσουν σταδιακά τις απαιτήσεις MREL. Οι δείκτες MREL των συστημικών τραπεζών το 2023 πέτυχαν τους ενδιάμεσους στόχους MREL, οι οποίοι ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2024, σημειώνοντας έτσι περαιτέρω πρόοδο προς την επίτευξη των τελικών στόχων MREL. Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, οι αποδόσεις των ομολόγων που εκδόθηκαν από ελληνικές τράπεζες μειώθηκαν (μεταβολή της σταθμισμένης μέσης απόδοσης από τις 29.2.2024: ομόλογα υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας -17 bps, ομόλογα μειωμένης εξασφάλισης Tier 2: -38 bps).