Στις αγορές έχει δημιουργηθεί από καιρό η εντύπωση ότι ο τρέχων κύκλος ανόδου των επιτοκίων ολοκληρώνεται και ότι μετά από μιά σύντομη περίοδο σταθεροποίησης μπορεί να αρχίσει η αποκλιμάκωση. Ομως τα μηνύματα από τις κεντρικές τράπεζες είναι διαφορετικά και δεν συνηγορούν σ' αυτή την εκτίμηση.
Στους κόλπους της Fed και της ΕΚΤ υπάρχει διάσταση απόψεων και εκφράζονται έντονες διαφωνίες επί του πρακτέου – αν πρέπει να συνεχιστεί η αύξηση του κόστους χρήματος, πόσο και σε ποιόν χρονικό ορίζοντα. Κοινός παρονομαστής των προτάσεων που διατυπώνονται είναι βέβαια ο πληθωρισμός, αλλά οι συμμετέχοντες στη λήψη των αποφάσεων διαφωνούν ως προς τη χρήση του βασικού εργαλείου που διαθέτουν οι κεντρικές τράπεζες στη μάχη για την ανάσχεση των πληθωριστικών πιέσεων.
Η αμερικανική κεντρική τράπεζα που έχει ανεβάσει τα βασικά επιτόκια της στο 5%-5,25% μετά από 10 αυξήσεις σε διάστημα 14 μηνών, δεν έχει βέβαια μεγάλα περιθώρια περαιτέρω κινήσεων και ετσι δεν υπάρχει έδαφος για σοβαρές εσωτερικές διαφωνίες.
Η προχθεσινή αύξηση των επιτοκίων της κατά 0,25% μπορεί να είναι η τελευταία. Οι αναλυτές επισημαίνουν ότι πρώτη φορά στην ανακοίνωσή της η Fed δεν ανέφερε ότι αναμένονται νέες κινήσεις, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο στη συνεδρίαση του Ιουνίου να αλλάξει σελίδα στην πολιτική της.
Η Λαγκάρντ και οι... άλλοι
Τα πράγματα είναι δυσκολότερα στην ΕΚΤ, η οποία πέρα από τις καθαρά οικονομικές και νομισματικές παραμέτρους, πρέπει να λάβει υπόψη και να συγκεράσει απόψεις υπαγορευόμενες από κυβερνήσεις χωρών-μελών της Ευρωζώνης. Η Κριστίν Λαγκάρντ ξεκαθάρισε ότι θα ακολουθήσουν και άλλες αυξήσεις, αλλά το γεγονός ότι η ΕΚΤ “έκοψε ταχύτητα” αρκούμενη στο 0,25%, δημιούργησε στις αγορές την εντύπωση ότι βρισκόμαστε στην τελική φάση σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής.
Ενώ η κεντρική τραπεζίτης της Ευρωζώνης δείχνει μετριοπάθεια και προσπαθεί ν επιτύχει συναινέσεις σε μιά ήπια πολιτική, τα «γεράκια» της ΕΚΤ επιμένουν για νέες, μεγαλύτερες αυξήσεις, ανεβάζοντας μάλιστα τον πήχυ πάνω από το 5%.
«Απαιτούνται επιπλέον αυξήσεις επιτοκίων, έχουμε κι άλλο έδαφος να καλύψουμε», τόνισε σε χθεσινές δηλώσεις του ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Ολλανδίας Κλάας Κνοτ, που μετέχει στο ΔΣ της ΕΚΤ. Μιλώντας στην ολλανδική τηλεόραση είπε ότι στη συνεδρίαση της Πέμπτης συμφώνησε μεν για μικρή αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης, ξεκαθάρισε όμως στο Συμβούλιο ότι απαιτούνται κι άλλες αυξήσεις προκειμένου να τιθασευτεί ο πληθωρισμός. «Το πραγματικό μας πρόβλημα για την ώρα είναι ο δομικός πληθωρισμός, ο οποίος παρά την επιβράδυνση του παραμένει υπερβολικά υψηλός», είπε.
Την άποψη αυτή συμμερίζονται o Γιοάχιμ Νάγκελ της Bundesbank και οι κεντρικοί τραπεζίτες άλλων χωρών της Ευρωζώνης (Αυστρίας, Σλοβακίας, Φινλανδίας κλπ) που συμπαρατάσσονται συνήθως τμε τους Γερμανούς
Ακριβότερο χρήμα
Ούτως ή άλλως η ΕΚΤ δεν είχε σκοπό να βάλει φρένο στα επιτόκια – το αντίθετο μάλιστα προανήγγειλε προχθές η Λαγκάρντ. Το ερώτημα είναι πόσο θα τα αυξήσει τελικά και σε ποιό βάθος χρόνου. Ο Ολλανδός κεντρικός τραπεζίτης είπε χθες ότι θεωρεί σκόπιμο και αναγκαίο να ανεβεί το βασικό επιτόκιο στο 5%. Αποσαφήνισε μάλιστα ότι “δεν θα είχε αντίρρηση να αυξηθεί και περισσότερο, αν ο πληθωρισμός αποδειχτεί ανθεκτικότερος απ' ό,τι εκτιμάται...”.
Θα συνεχιστεί λοιπόν η μάχη στους κόλπους της ΕΚΤ, καθώς τα “γεράκια” επιμένουν για “τολμηρότερη, επιθετική πολιτική” επιτοκίων και ανεβάζουν τον πήχυ στο 5% με 5,25%. Το βέβαιο είναι ότι τον Σεπτέμβριο θα βρίσκονται πολύ υψηλότερα από τα τωρινά επίπεδα: Το επιτόκιο αναχρηματοδότησης τραπεζών που είναι τώρα 3,75% θα πάει τουλάχιστον 4,50% και του αποδοχής καταθέσεων από 3,25% τώρα θα φθάσει 4%.
Οι αγορές – και οι δανειολήπτες – πρέπει λοιπόν να ετοιμάζονται για υψηλότερο κόστος χρήματος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στα χρηματιστήρια, στις αγορές ομολόγων και στο κόστος εξυπηρέτησης δανείων.