Επανέρχεται στο προσκήνιο ο προβληματισμός για τη δημοσιονομική πολιτική της χώρας, καθώς το υπουργείο Οικονομικών καλείται να καταρτίσει το νέο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα που θα κατατεθεί τον επόμενο μήνα στις Βρυξέλλες και θα πρέπει να ενσωματώνει τους νέους κανόνες για το Σύμφωνο Σταθερότητας που συμφωνήθηκαν στο Ecofin, οι οποίοι συνθέτουν μια μαγική εικόνα: από τη μια δημιουργούν μια εικόνα χαλάρωσης των προηγούμενων κανόνων, από την άλλη όμως ενσωματώνουν και ρυθμίσεις που θα αποτελέσουν στενό κορσέ για πολλές κυβερνήσεις οι οποίες επιβλήθηκαν από τη Γερμανία.
Στο οικονομικό επιτελείο φοβούνται ότι το «πάγωμα» των δημοσιονομικών κανόνων λόγω της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης, σε συνδυασμό με την έκτακτη αύξηση των κρατικών εσόδων από τον πληθωρισμό, δημιουργούν ένα κλίμα χαλάρωσης και αυξάνουν τις απαιτήσεις των πολιτών για όλο και περισσότερες παροχές, την ώρα που απαιτείται κίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση, ώστε να εφαρμοσθούν χωρίς εμπλοκές και προβλήματα οι νέοι ευρωπαϊκοί κανόνες.
Ενδεικτικά είναι όσα τόνισε σήμερα ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης για την ανάγκη «να συνεχιστθεί η προσπάθεια και κυρίως η δημοσιονομική σοβαρότητα». Όπως είπε, «οι προοπτικές είναι μοναδικές, γιατί η χώρα βγαίνει από την κρίση, άρα υπάρχει το φαινόμενο του ελατηρίου. Ταυτόχρονα έχουμε το σωστό μείγμα οικονομικής πολιτικής το οποίο συνδυάζεται με την πολιτική σταθερότητα. Αυτός ο συνδυασμός σπάνια συμβαίνει, θα είμαστε αδικαιολόγητοι αν δεν τα καταφέρουμε. Ο κίνδυνος είναι η αυταρέσκεια. Οι ποδηλάτες που δεν ποδηλατούν, πέφτουν και γι’ αυτό η προσπάθεια συνεχίζεται.
Τη βούληση της κυβέρνησης να συνεχιστεί η πορεία της σοβαρότητας σηματοδοτεί φέτος το νομοσχέδιο για το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο με βάση τους νέους κανόνες που εγκρίθηκαν από το Συμβούλιο και πρόκειται να εγκριθούν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Δεν υπάρχει κανένας εφησυχασμός». Όπως πρόσθεσε χαρακτηριστικά, «Όταν με ρωτούν τι θα δώσετε, απαντώ: όσα αντέχουμε. Γιατί αν ξεπεράσουμε κάποια όρια κινδυνεύουμε να γυρίσουμε πίσω και αυτό θα ήταν σε βάρος πρώτα απ΄ όλα της ίδιας της κοινωνίας».
Ο γερμανικός κορσές
Στο αναθεωρημένο Σύμφωνο Σταθερότητας, υπάρχουν ρυθμίσεις που ευνοούν την Ελλάδα. Η σημαντικότερη από αυτές είναι η απάλειψη της εντελώς παράλογης υποχρέωσης των χωρών με υψηλό χρέος να το μειώνουν κατά το 1/20 κάθε χρόνο. Σημειώνεται, όμως, ότι η Γερμανία επέμεινε και πέτυχε τελικά να υπάρχει ένα ποσοτικό, ελάχιστο όριο μείωσης του χρέους, που συμφωνήθηκε στο 1% του ΑΕΠ.
Από την άλλη, υπάρχουν και ευνοϊκές ρυθμίσεις που προβλήθηκαν έντονα στην Ελλάδα, αλλά στην πραγματικότητα δεν θα έχουν πρακτική αξία. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, η αντιμετώπιση των αμυντικών δαπανών με το νέο πλαίσιο: Δεν θα λαμβάνονται μεν υπόψη, αλλά αυτό θα γίνεται μόνο στην περίπτωση όπου μια χώρα βρίσκεται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Έτσι, η ρύθμιση αυτή έχει μικρή αξία, εκτός αν πάνε όλα τόσο στραβά, ώστε να επιστρέψει η Ελλάδα στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος.
Μια ρύθμιση που συμφωνήθηκε κατόπιν επιμονής της Γερμανίας και αποτελεί το «δηλητηριώδες χάπι» των νέων κανόνων είναι αυτή που ορίζει ότι οι χώρες οφείλουν να φθάσουν σε ορίζοντα τετραετίας σε δημοσιονομικά ελλείμματα χαμηλότερα από το ανώτερο όριο του 3%, με την απόσταση αυτή να έχει συμφωνηθεί στο 1,5% του ΑΕΠ. Πρακτικά, δηλαδή, το ανώτατο όριο για το έλλειμμα μειώνεται από το 3% στο 1,5% και πολλές χώρες θα χρειασθεί να κάνουν πρόσθετη δημοσιονομική προσπάθεια.
Το νέο Μεσοπρόθεσμο
Στο νέο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα, όπως τόνισε και ο κ. Χατζηδάκης, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη αυτοί οι νέοι κανόνες, που αναμένεται να οδηγήσουν σε εντονότερη δημοσιονομική προσαρμογή από αυτήν που ήδη έχει κάνει η κυβέρνηση ήδη από το 2023, χωρίς ακόμη να έχει επανέλθει σε ισχύ το Σύμφωνο Σταθερότητας.
Μάλιστα, αυτή η προσαρμογή θα πρέπει να γίνει σε δυσμενέστερες δημοσιονομικές συνθήκες, καθώς δεν θα υπάρχει τα επόμενα χρόνια το «μπόνους» που έδωσε στα κρατικά έσοδα ο πληθωρισμός. Όπως σημείωνε σε πρόσφατη ανάλυση το ΚΕΠΕ, τα έσοδα εκτινάχθηκαν το 2023 στα 67 δισ. από 55 δισ. το 2021, κυρίως λόγω της επίδρασης που άσκησε ο πληθωρισμός. Έτσι, το γεγονός ότι το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης μειώθηκε κάτω από 1% του ΑΕΠ το 2023 δεν παρέχει στην πραγματικότητα πολλά περιθώρια εφησυχασμού για την κατάρτιση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, αφού θα σταματήσει αυτή η εκρηκτική αύξηση των εσόδων.
Αναλυτές εκτιμούν ότι η Ελλάδα θα είναι ανάμεσα στις χώρες που θα χρειασθεί να κάνουν τη μεγαλύτερη δημοσιονομική προσπάθεια για να προσαρμοσθούν στους νέους κανόνες. Σύμφωνα με ανάλυση του Ινστιτούτου Bruegel (πίνακας) και μόνο με την προσαρμογή στον κανόνα για χαμηλότερο έλλειμμα (από 3% σε 1,5%) η Ελλάδα θα απαιτηθεί να αυξήσει το πρωτογενές διαρθρωτικό πλεόνασμα (SPB) από 1,7% σε 3,2% του ΑΕΠ για μια περίοδο προσαρμογής εντός τεσσάρων ετών, ενώ θα απαιτηθεί μια πρόσθετη, μέση δημοσιονομική προσαρμογή κατά 0,29% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση.