Με Άποψη

Γερμανική περιδίνηση


Με την σφραγίδα του Σουλτς, αλλά χωρίς την παρουσία του μετά την αιφνιδιαστική απόσυρσή του και από τη ηγεσία του SPD και από τη επόμενη κυβέρνηση,   χάριν εξευμενισμού της δυσφορούσας κομματικής βάσης, η συμφωνία Χριστιανοδημοκρατών–Σοσιαλδημοκρατών προβλέπει ενισχυμένη, σχεδόν ισότιμη, συμμετοχή των δευτέρων που αναλαμβάνουν τα κρίσιμα υπουργεία Οικονομικών, Εξωτερικών και Εργασίας, μεταξύ άλλων.

Το υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας, όπου η σκιά της οκταετούς θητείας του Β. Σόιμπλε είναι αισθητή, προσφέρθηκε από την Α. Μέρκελ αρχικά στον ηγέτη των Φιλελευθέρων Κ. Λίντνερ ως κίνητρο για τη συγκρότηση τρικομματικού συνασπισμού. Τελικά θα καταλήξει, απ’ ό,τι φαίνεται, στον σοσιαλδημοκράτη δήμαρχο του Αμβούργου, Όλαφ Σολτς.

Η συμφωνία συγκυβέρνησης, αν ληφθεί υπόψη κατά γράμμα, επιτρέπει διορθωτικές κινήσεις στη γραμμή πλεύσης της διακρατικής-διακυβερνητικής διαχείρισης της Ευρωζώνης που χάραξε το Βερολίνο την περίοδο 2008-2010.

Όμως το «pacta sunt servant», μια αγαπημένη φράση του Σόιμπλε, είναι περισσότερο προτροπή παρά εγγύηση υλοποίησης: Το τι αλλαγές μπορεί να επιφέρει το SPD στη διαχείριση της Ευρωζώνης θα κριθεί πιο πολύ από τη γερμανική και την ευρωπαϊκή συγκυρία και τους συσχετισμούς, παρά από το κείμενο της συμφωνίας συγκυβέρνησης.

Μια νέα ταύτιση των Σοσιαλδημοκρατών με τη Μέρκελ θα οδηγούσε ταυτόχρονα σε εσωκομματική εξέγερση, αλλά και σε περαιτέρω καθοδική πορεία των ποσοστών του κόμματος, σε δημοσκοπήσεις και τοπικές εκλογές.

Σε απευθείας μετάδοση, η ψηφοφορία στο συνέδριο των Σοσιαλδημοκρατών στη Βόννη αποτύπωνε την αβεβαιότητα για το μέλλον και τους οριακούς εσωκομματικούς συσχετισμούς: Η ψηφοφορία με ανάταση των χεριών δεν έδινε στο προεδρείο εικόνα για το αν εγκρίθηκε ή απορρίφθηκε η πρόταση του Σουλτς και της κομματικής ηγεσίας για έναρξη διαπραγματεύσεων με τους Χριστιανοδημοκράτες για τη συγκρότηση κυβέρνησης «μεγάλου συνασπισμού» υπό τη Μέρκελ.

Η καταμέτρηση των ψήφων που ακολούθησε έδωσε ποσοστό 56% υπέρ της συγκυβέρνησης, ποσοστό πολιτικά ανεπαρκές, αν συγκριθεί με το 100% που είχε λάβει έναν χρόνο πριν, από το ίδιο σώμα, ο Μ. Σουλτς για να αναλάβει την κομματική ηγεσία και να είναι υποψήφιος για την Καγκελαρία.

Η συμφωνία σε πρόγραμμα συγκυβέρνησης έχει,  δηλαδή, προσημειωμένη μια σοβαρή υποθήκη: Ουδείς θα διακινδύνευε να προεξοφλήσει την έγκριση της όποιας συμφωνίας στο εσωκομματικό δημοψήφισμα, παρά το γεγονός ότι η ανθρωπογεωγραφία της κομματικής βάσης δεν ευνοεί το σενάριο της ανατροπής.

Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, που κατέγραψε ιστορικά χαμηλό ποσοστό στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, συνεχίζει τη δημοσκοπική του πτώση, με πιο πρόσφατο ποσοστό το 18%. Περαιτέρω πτώση στις δημοσκοπήσεις εμπεριέχει μη αντιστρέψιμη δυναμική συρρίκνωσης.

Το 56% υπέρ της συγκυβέρνησης περιλαμβάνει και μια συνιστώσα που δεν επιθυμεί «μεγάλο συνασπισμό», αλλά φοβάται ακόμη πιο βαριά πανωλεθρία σε περίπτωση νέας εκλογικής αναμέτρησης. Δίχως αμφιβολίες, ο φόβος άμεσων νέων εκλογών θα επηρεάσει και την επιλογή των ψηφοφόρων στο εσωκομματικό δημοψήφισμα.

Την ίδια στιγμή, η συγκρότηση κυβέρνησης μειοψηφίας υπό τη Μέρκελ ή –ακόμη χειρότερα– η εκ νέου προσφυγή στις κάλπες είναι ένα αδιανόητο σενάριο για τη Γαλλία του Μακρόν: Οι μεταρρυθμίσεις και διαρθρωτικές αλλαγές υψηλού πολιτικού κόστους που δρομολόγησε ο ένοικος του Μεγάρου των Ηλυσίων έχουν παρουσιασθεί στην κοινή γνώμη ως τα αναγκαία προαπαιτούμενα για να διασκεδασθούν οι φόβοι της γερμανικής πλευράς, κι έτσι το Βερολίνο να διαπραγματευθεί δημιουργικά μια μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης.

Δεν είναι, όμως, μόνο η Γαλλία του Μακρόν που δεν θα μπορεί να διαχειρισθεί το αδιανόητο σενάριο μιας ενδεχόμενης απόρριψης της συγκυβέρνησης στο εσωκομματικό δημοψήφισμα των Σοσιαλδημοκρατών.

Η συγκρότηση ή όχι κυβέρνησης «μεγάλου συνασπισμού» στη Γερμανία, στη βάση μιας προκαταρκτικής συμφωνίας το πρώτο κεφάλαιο της οποίας υπόσχεται σημαντικές αλλαγές ως προς τον εκδημοκρατισμό της Ευρωζώνης, θα επηρεάσει δίχως αμφιβολία και το αποτέλεσμα των εκλογών της 4ης Μαρτίου στην Ιταλία: προς την κατεύθυνση ανάσχεσης του αντισυστημικού αντιευρωπαϊκού λαϊκισμού ή –σε περίπτωση αρνητικής έκβασης του εσωκομματικού δημοψηφίσματος στο SPD– προς την κατεύθυνση περαιτέρω συρρίκνωσης του Δημοκρατικού Κόμματος.

Τούτων λεχθέντων, ακόμη και στην περίπτωση επικύρωσης της συμφωνίας συγκυβέρνησης στο εσωκομματικό δημοψήφισμα, παραμένει το ερώτημα αν τα συμφωνηθέντα στην προκαταρκτική και την οριστική συμφωνία για την πολιτική του Βερολίνου στην Ευρωζώνη είναι δεσμεύσεις τις οποίες δεν θα υπονομεύσουν εκ των υστέρων οι Χριστιανοδημοκράτες.

Το ερώτημα γιατί και πώς υποχώρησε σε τέτοια μεγάλη έκταση η Χριστιανοδημοκρατία σε σχέση με τη γραμμή Σόιμπλε, σε πολύ μεγάλο βαθμό μπορεί να απαντηθεί από την αγωνία της Μέρκελ να μπει τέλος στην παρατεταμένη ακυβερνησία: Με την Ευρώπη να αποτελεί βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα ένα πεδίο διαχειρίσιμων υποχωρήσεων, πρόκειται εν πολλοίς για τη συναίνεση στην έναρξη μιας μακράς και περίπλοκης διαπραγμάτευσης, το όποιο κόστος της οποίας θα εισπραχθεί μακροπρόθεσμα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι πριν από λίγες μέρες ο γερμανικός Τύπος αποτύπωνε μια υποτίμηση –έως αποσιώπηση– της ευρωπαϊκής στροφής που απηχεί η προκαταρκτική συμφωνία. Μέχρι που, πριν από δύο βδομάδες, ο Ότμαρ Ίσινγκ, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, με πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση των κανόνων που διέπουν τη λειτουργία του ευρώ, δημοσίευσε ολοσέλιδο άρθρο στη Frankfurter Allgemeine Zeitung κάνοντας λόγο για στροφή 180ο στην πολιτική του Βερολίνου στην Ευρωζώνη!

Λίγες μέρες μετά το άρθρο του Ίσινγκ, με αποχή Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών και αρνητική ψήφο των Πρασίνων και της Αριστεράς, εξελέγη με στήριξη του κόμματός του και των Φιλελευθέρων στο αξίωμα του Προέδρου της Επιτροπής Προϋπολογισμού της Bundestag ο Πέτερ Μπέρινγκερ, ηγετικό στέλεχος της Εναλλακτικής για τη Γερμανία, στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής παράδοσης που δίνει στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης την προεδρία κάποιων επιτροπών της Ομοσπονδιακής Βουλής. Σε κάθε περίπτωση, η εκλογή του Μπέρινγκερ, που βρίσκει «χαλαρή» την πολιτική Σόιμπλε στην Ευρωζώνη, δεν μπορεί παρά να χαρακτηρισθεί ως αρνητική εξέλιξη σε μια ήδη βεβαρυμένη εσωτερική συγκυρία στη Γερμανία.

Χωρίς κανείς να υποβαθμίζει τη διαφορετική θεώρηση του μέλλοντος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από τους Σοσιαλδημοκράτες, η συγκυριακή ανάδειξη της μεταρρύθμισης ΕΕ και Ευρωζώνης δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Οι Σοσιαλδημοκράτες και ο Σουλτς, που σχεδόν αποσιώπησαν τα ευρωπαϊκά θέματα στην κορύφωση της προεκλογικής εκστρατείας, τους έδωσαν μετεκλογικά πρωτεύουσα θέση όταν οι Φιλελεύθεροι τορπίλισαν τη συγκρότηση τρικομματικής κυβέρνησης συνασπισμού («Τζαμάικα») με τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Πράσινους.

ΕΕ και Ευρωζώνη, η προώθηση των προτάσεων Μακρόν ήταν και είναι για τους Σοσιαλδημοκράτες της Γερμανίας το κατεξοχήν πεδίο όπου –τουλάχιστον σε επικοινωνιακό επίπεδο– υπάρχει αίσθηση διόρθωσης, αλλαγής, μέχρι και ανατροπής.

Το παραπάνω δεδομένο αποκτά βαρύνουσα σημασία όταν προσπαθείς να πείσεις μια εκλογική και κομματική βάση που αποδοκίμασε στις κάλπες τον απερχόμενο «μεγάλο συνασπισμό» ότι ένας νέος συνασπισμός, με τους ίδιους εταίρους και κυρίως με την ίδια Καγκελάριο, θα είναι διαφορετικός, θα συνιστά τομή –αν όχι ρήξη– με τη μέχρι τώρα γραμμή πλεύσης.

Ας το υπενθυμίσουμε για μία ακόμη φορά: Όταν τον Σεπτέμβριο του 2008 ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, η Γερμανία, υπό την κυβέρνηση του πρώτου «μεγάλου συνασπισμού» υπό τη Μέρκελ, απέρριψε χωρίς περιστροφές την πρόταση Σαρκοζί για κοινή θωράκιση του τραπεζικού συστήματος της Ευρωζώνης, με την Καγκελάριο να απειλεί να μην παραστεί στη πρώτη στην ιστορία της ΟΝΕ Σύνοδο Κορυφής της Ευρωζώνης, που συγκάλεσε ο Γάλλος Πρόεδρος στις αρχές Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς στο Παρίσι. Τότε υπουργός Οικονομικών της συγκυβέρνησης δεν ήταν ο Σόιμπλε αλλά ο Σοσιαλδημοκράτης Στάινμπρουκ, υποψήφιος για την Καγκελαρία του SPD στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2013.

Να συνοψίσουμε με την επισήμανση ότι, ακόμη και στο καλύτερο δυνατό σενάριο εξελίξεων, η επιστροφή της Γερμανίας στη μέχρι πρόσφατα σταθερή και προβλέψιμη διακυβέρνηση όχι μόνο δεν φαίνεται πιθανή, αλλά αντίθετα προβάλλει ως αδύνατη.

Με τον Ίσινγκ να μιλά για διολίσθηση προς μια χαλαρή διαχείριση του Ευρώ και την Εναλλακτική για τη Γερμανία να έχει την προεδρία της επιτροπής Προϋπολογισμού της Ομοσπονδιακής Βουλής, μια μερίδα Χριστιανοδημοκρατών βουλευτών είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει προβλήματα στην Καγκελάριο, στον «μεγάλο συνασπισμό» και κυρίως στην ευρωπαϊκή αξιοπιστία της Γερμανίας.

* Το ΕΝΑ http://www.enainstitute.org/ είναι ένα ανεξάρτητο, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ερευνητικό κέντρο. Αποτελεί ένα βήμα ελεύθερου διαλόγου και ένα χώρο δημιουργίας και διάδοσης εναλλακτικών ιδεών με τελικό στόχο το μετασχηματισμό τους σε εφαρμόσιμες θεωρίες και πολιτικές τόσο στην Ελλάδα όσο και σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.