Συγκρουσιακό κλίμα στις συζητήσεις για το ελληνικό χρέος διαμορφώνεται πριν από την κρίσιμη σημερινή συνεδρίαση του Eurogroup, καθώς οι τελευταίες πληροφορίες από τις Βρυξέλλες αναφέρουν ότι Ευρωπαίοι και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο παραμένουν σε χαοτική απόσταση, όσον αφορά τις προβλέψεις τους για τα πλεονάσματα και την ανάπτυξη της Ελλάδας, γεγονός που δεν αναμένεται να επιτρέψει σήμερα να συζητηθούν τα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους.
Προς το παρόν, οι δύο «αντιμαχόμενες» παρατάξεις συμφωνούν μόνο σε δύο πράγματα:
1. Ότι η Ελλάδα έχει ολοκληρώσει επιτυχώς τα προαπαιτούμενα που είχαν τεθεί για τη δεύτερη αξιολόγηση και για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο χρηματοδοτικό σκέλος του προγράμματος. Ακόμη και αν το compliance report (αναφορά συμμόρφωσης) των Θεσμών εντοπίσει κάποιες ατέλειες, η γενική εικόνα συμβαδίζει με αυτό που δήλωσε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος στους “Financial Times”: «Η Ελλάδα έκανε ό,τι της αναλογούσε και οι περισσότεροι θα έλεγαν ότι το έκανε με το παραπάνω».
2. Ότι αυτό που οριζόταν αόριστα ως «μεσοπρόθεσμος δημοσιονομικός στόχος», δηλαδή ο χρόνος κατά τον οποίο η Ελλάδα θα είναι υποχρεωμένη να εμφανίζει πρωτογενές πλεόνασμα τουλάχιστον 3,5%, έχει πλέον βρει ένα κοινά αποδεκτό (από Ευρωπαίους και ΔΝΤ) ορισμό: το πλεόνασμα θα διατηρηθεί στο 3,5% για τέσσερα χρόνια μετά τη λήξη του προγράμματος, δηλαδή για την περίοδο 2019-2022.
Αφού βρέθηκε κοινά αποδεκτή λύση για το δημοσιονομικό στόχο, με την Γερμανία να κατεβάζει πολύ την αρχική της απαίτηση για μια δεκαετία υψηλού πλεονάσματος,φαίνεται ότι ο δρόμος για τη συμφωνία έχει ανοίξει. Όμως, αυτό δεν είναι ακριβές. Γιατί το ΔΝΤ απαιτεί μια συμφωνία που θα καθιστά βιώσιμο το χρέος σε μακρινό ορίζοντα, δηλαδή ως το 2060. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρξει συναντίληψη Ευρωπαίων και ΔΝΤ για την προβλεπόμενη εξέλιξη πλεονασμάτων και ανάπτυξης.
Σε αυτό το σημείο, οι θέσεις με τις οποίες εισέρχονται στη διαπραγμάτευση Ευρωπαίοι και ΔΝΤ έχουν απόσταση πολλών... ετών φωτός:
- Η Κομισιόν, κατά παραγγελία από την Γερμανία, έχει σκιαγραφήσει ένα «ροζ» σενάριο για την εξέλιξη των πραγμάτων τις επόμενες δεκαετίες. Προβλέπει ότι μετά το 2022 το πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδας θα είναι κατά μέσο όρο 2% του ΑΕΠ ως και το 2060, ενώ ο μακροχρόνιος ρυθμός ανάπτυξης (long-term growth rate) θα διαμορφωθεί σε ποσοστό 1,3%. Με βάση αυτό το σενάριο, το ελληνικό χρέος πέφτει κάτω από το 50% του ΑΕΠ το 2060 και οι παρεμβάσεις που απαιτούνται για να είναι βιώσιμο είναι, προφανώς, πολύ μικρής έκτασης.
- Από την άλλη... γωνία του ρινγκ έρχονται οι προβλέψεις του ΔΝΤ για μέσο πρωτογενές πλεόνασμα μόλις 1,5% μέχρι το 2060 (η διαφορά 0,5% του ΑΕΠ φαίνεται μικρή, αλλά σε αυτό το βάθος χρόνου είναι τεράστια). Επιπλέον, το Ταμείο παραμένει πολύ απαισιόδοξο για το μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης, τον οποίο έχει κατεβάσει στο 1%. Με αυτές τις παραδοχές, το χρέος εκτοξεύεται πάνω από το 200% του ΑΕΠ το 2060 και, προφανώς, απαιτούνται δραστικές παρεμβάσεις για να καταστεί βιώσιμο. Αν το Eurogroup επιμείνει να χρησιμοποιηθούν μόνο τα μέτρα που προβλέπονται στην ανακοίνωση της 24ης Μαΐου 2016, δηλαδή να χρησιμοποιηθεί μόνο η επιμήκυνση διάρκειας και η παράταση στις πληρωμές τόκων, αυτό θα σήμαινε ότι η επιμήκυνση θα έπρεπε να φθάσει πέρα και από το έτος 2.100 (!), όπως ανέφερε στους “Financial Times” Ευρωπαίος αξιωματούχος.
Ποιος θα κάνει πίσω;
Στη σημερινή συνεδρίαση του Eurogroup τα... τρένα των Ευρωπαίων και του ΔΝΤ μπαίνουν σε τροχιά σύγκρουσης με μεγάλη ταχύτητα και είναι δύσκολο να απαντηθεί το ερώτημα αν μπορούν να γίνουν οι συμβιβασμοί, που θα επέτρεπαν να ταυτισθούν οι προβλέψεις των δύο πλευρών, από τις οποίες θα εξαρτηθεί ποια μέτρα θα χρησιμοποιηθούν για την ελάφρυνση του χρέους.
Το Ταμείο δεν έχει πολλά περιθώρια υποχώρησης, χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η αξιοπιστία του, ενώ και ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόφγκανγκ Σόιμπλε, θέλει πάση θυσία να αποφύγει μια ελάφρυνση χρέους που θα ερμηνευθεί στην Γερμανία σαν υπερβολική παραχώρηση στην Ελλάδα.
Αναπόφευκτα, τον τελευταίο λόγο θα πρέπει να έχει η Άνγκελα Μέρκελ, που όπως αγνόησε τις υποδείξεις Σόιμπλε για Grexit το 2015, θα πρέπει να «γειώσει» και τη σημερινή αδιαλλαξία του υπουργού της, παρουσιάζοντας την υποχώρηση σαν μια νίκη της Ευρώπης.