Η Γερμανία έχει αναδειχθεί την τελευταία δεκαετία ως η κυρίαρχη πολιτική δύναμη της Ευρώπης. Κατά συνέπεια τα εσωτερικά πολιτικά δρώμενα σε αυτήν έχουν αυξημένη σημασία για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Παρόλα αυτά η γερμανική πολιτική σκηνή παρουσίαζε όλη την προηγούμενη τρικυμιώδη δεκαετία εξαιρετική σταθερότητα καθώς σε αυτήν κυριαρχούσε η «σιδηρά κυρία» της ηπειρωτικής Ευρώπης, Άνγκελα Μέρκελ.
Του Θάνου Λιάπα*
Η απόφαση της Μέρκελ να μην ξανακατέβει στις εκλογές ως υποψήφια καγκελάριος, η οποία ελήφθη και ανακοινώθηκε πριν από την πανδημία, θα ήταν βεβαίως από μόνη της αρκετή για να προσδώσει εκ νέου ενδιαφέρον στις γερμανικές εκλογές. Ήταν όμως εντέλει το ξέσπασμα της πανδημίας που καθιστά τις γερμανικές εκλογές τις πλέον αμφίρροπες και σημαντικές των τελευταίων δεκαετιών.
Κατάρρευση του δικομματισμού
Οι γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές θα λάβουν χώρα στις 26 Σεπτεμβρίου 2021. Με βάση τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων παρατηρείται μια πρωτοφανής υποχώρηση του δικομματισμού.
Το CDU/CSU, που στις εκλογές του 2017 κατέγραψε το ιστορικά χαμηλό 32,9%, σε όλες τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις βρίσκεται σταθερά κάτω του 30%, πληρώνοντας το πολιτικό κόστος της ιδιαίτερα προβληματικής υγειονομικής διαχείρισης της πανδημίας αλλά και των σκανδάλων που συντάραξαν το συντηρητικό κόμμα τους προηγούμενους μήνες. Το πάλαι ποτέ κραταιό SPD πληρώνοντας πολιτικά και εκλογικά την οκταετή σύμπραξη του με τους Χριστιανοδημοκράτες (από 2013), το 2017 έπεσε στο ιστορικά χαμηλό 20,5%, ενώ στις δημοσκοπήσεις του Απριλίου βρίσκεται μόλις στο 15,1%. Αντίθετα, το κόμμα των Πρασίνων εμφανίζεται σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις να επωφελείται από την κατάρρευση των δύο συνεταίρων του μεγάλου συνασπισμού παρουσιάζοντας θεαματική δημοσκοπική άνοδο κατά 15% σε σχέση με το εκλογικό του ποσοστό το 2017 (8,9 %), που το φέρνει αυτήν τη στιγμή στη δεύτερη ή -και πρόσφατα- στην πρώτη θέση των προτιμήσεων του εκλογικού σώματος.
Στη δημοσκοπική κατάρρευση του CDU/CSU και στην περαιτέρω άνοδο των Πρασίνων προστέθηκε ένα ακόμη γεγονός. Η ανάδειξη στις 20 Απριλίου του πρωθυπουργού της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας και διαδόχου της Άνγκελα Μέρκελ στην ηγεσία του CDU, Άρμιν Λάσετ, ως υποψήφιου καγκελάριου για τους Χριστιανοδημοκράτες, έναντι του περισσότερο δημοφιλούς, ηγέτη του CSU και πρωθυπουργού της Βαυαρίας, Markus Söder, δεν αντιμετωπίστηκε με θέρμη από τους Γερμανούς πολίτες.
Η εκτόξευση των Πρασίνων
Αντίθετα η υποψηφιότητα της Αναλένα Μπέρμποκ από τη μεριά των Πρασίνων, αντί του συναρχηγού της στο κόμμα Ρόμπερτ Χάμπεκ, εκτόξευσε δημοσκοπικά το κόμμα των Πρασίνων, το οποίο μάλιστα σε πρόσφατη δημοσκόπηση της Bild am Sonntag αναδεικνύεται σε πρώτη δύναμη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι σύμφωνα με δημοσκόπηση της Civey που έλαβε χώρα στις 20/21 Απρίλη, η υποψηφιότητα Μπέρμποκ έχει με 26,5% την προτίμηση της πλειοψηφίας των CEOs και στελεχών της δημόσιας διοίκησης έναντι του 14,3% που παίρνει ο Λάσετ και του 10,5% που παίρνει ο υποψήφιος του SPD Σολτς. Απρόσμενη στήριξη στην υποψηφιότητα Μπέρμποκ έδωσε μάλιστα πρόσφατα και η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, δίνοντας έμφαση στην σημασία της πράσινης ανάπτυξης που εκπροσωπεί η Πράσινη υποψήφια καγκελάριος[2].
Ο δρόμος όμως των Πρασίνων προς την καγκελαρία κάθε άλλο παρά ανέφελος θα είναι. Ήδη ο σύνδεσμος Γερμανών Βιομηχάνων (BDI) σε πρόσφατη πολυσέλιδη δημοσίευση του, στην οποία αναλύει το σχέδιο προγράμματος των Πράσινων, καταλήγει ότι αυτό «διέπεται από αξιακή δυσπιστία προς τους μηχανισμούς και τους παράγοντες της αγοράς, των οποίων το πράττειν θα πρέπει να οριοθετείται από τον καθοδηγητικό ρόλο του κράτους… το πρόγραμμα επιδιώκει να αντικαταστήσει βασικές αρχές της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς με έννοιες όπως ο κρατικός έλεγχος και η αναδιανομή πλούτου».
Η παρέμβαση τον συνδέσμου εργοδοτών πρέπει να ιδωθεί στο πλαίσιο της πολυεπίπεδης διαπραγμάτευσης που θα λάβει χώρα το επόμενο διάστημα ως προς το οριστικό πρόγραμμα των Πρασίνων. Είναι περισσότερο από σαφές ότι όποιο εκ των CDU/CSU και Πρασίνων έρθει πρώτο θα χρειαστεί να συμμαχήσει είτε με το άλλο είτε με άλλα δύο μικρότερα κόμματα για να μπορέσει να εξασφαλίσει την δεδηλωμένη. Μια μαυρο-πράσινη συμμαχία τυγχάνει μεγάλης αποδοχής τόσο από την κοινή γνώμη όσο και από τον επιχειρηματικό κόσμο της Γερμανίας. Κατά συνέπεια είναι σημαντικό να εξομαλυνθούν εκ των προτέρων στο μέτρο του δυνατού τα όποια προγραμματικά «αγκάθια».
Αύξηση φορολογίας των πλουσίων
Οι Πράσινοι προτείνουν αύξηση της φορολογίας εισοδήματος από 42% στο 45% για τα εισοδήματα άνω των 100.000 ευρώ και στo 48% από 250.000 έως 500.000 ευρώ, καθώς και την εισαγωγή φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας. H ηγεσία του CDU αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό μια τέτοια πρόταση δίνοντας έμφαση στις δυνάμεις της αγοράς και όχι στην ισχυρή κρατική παρέμβαση. Πεδίο αντιπαράθεσης αποτελεί και το περιβάλλον, με τους Πράσινους να θέλουν να αυξήσουν τον στόχο μείωσης διοξειδίου του άνθρακα μέχρι το 2030 από 55% -σε σχέση με τις εκπομπές το 1990- σε 70%, πράγμα που βεβαίως σημαίνει περισσότερους περιορισμούς και οικονομικές επιβαρύνσεις για τη γερμανική βαριά βιομηχανία. Αντίθετα ο Λάσετ -προερχόμενος και από ένα κρατίδιο με ισχυρή βιομηχανία- έχει μία πολύ πιο μετριοπαθή προσέγγιση λέγοντας ότι «οι περιβαλλοντικοί στόχοι θα πρέπει να υλοποιούνται αλλά πρέπει επίσης να γίνεται λόγος και για τις θέσεις εργασίας στην βιομηχανία».
Ξεχωριστή σημασία θα έχει και η αντιπαράθεση για το μέλλον της Ευρώπης μιας και η πανδημία το άνοιξε μετ’ επιτάσεως για μια ακόμη φορά. Ζητήματα τα οποία ετέθησαν από ποικίλους κοινωνικούς και πολιτικούς δρώντες -και ιδίως την Αριστερά- την περίοδο της κρίσης του ευρώ όπως η αμοιβαιοποίηση του χρέους, η υιοθέτηση ευρωπαϊκών αναπτυξιακών πολιτικών αλλά και η χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης τέθηκαν ήδη από τον Μάρτιο του 2020 ξανά στο τραπέζι. Οι αποφάσεις που μέχρις στιγμής έχουν ληφθεί είχαν την σφραγίδα της καγκελαρίου Μέρκελ και θύμισαν την τακτική που ακολουθήθηκε την περίοδο 2010-2015. Ελήφθησαν ύστερα από σημαντική χρονοκαθυστέρηση, ήταν δυσανάλογες του μεγέθους του προβλήματος, ενώ δεν είχαν μακρόπνοο χαρακτήρα, επιτείνοντας την αβεβαιότητα.
Ως προς το θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ, οι Πράσινοι θέλουν ενίσχυση του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ώστε σταδιακά να γίνει ισότιμο με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Ως προς την οικονομική πολιτική θεωρούν, ερχόμενοι σε αντίθεση με το CDU, ότι το Ταμείο Ανάκαμψης και οι ευρωπαϊκές αναπτυξιακές πολιτικές θα πρέπει να συνεχιστούν και μετά το τέλος της πανδημίας[5]. Πρόκειται για ζητήματα τα οποία διχάζουν τη γερμανική κοινή γνώμη καθώς επίσης και την γερμανική αστική τάξη. Η τελευταία έχει αφενός μία τάση περισσότερο «φίλο-ευρωπαϊκή» (αλλά και αυστηρά νεοφιλελεύθερη συνάμα) που εκπροσωπείται από τον σύνδεσμο Γερμανών Βιομηχάνων, ο οποίος έχει ως μέλη τις μεγάλες γερμανικές πολυεθνικές, και μία τάση περισσότερο γερμανοκεντρική που εκπροσωπείται από τον σύνδεσμο Γερμανών εργοδοτών και από τον σύνδεσμο οικογενειακών επιχειρήσεων. Σε κάθε πάντως περίπτωση το σύνολο του γερμανικού επιχειρηματικού κατεστημένου απορρίπτει μία λογική «ευρωομολόγων» και μόνιμων μηχανισμών μεταφοράς πόρων από τον Βορρά προς τον Νότο.
Η προεκλογική εκστρατεία στην Γερμανία που ουσιαστικά ξεκινά τώρα θα είναι μακράν η πλέον ενδιαφέρουσα των τελευταίων δεκαετιών, ενώ λαμβάνει χώρα μέσα σε εξαιρετικά πρωτότυπες και συνάμα οξυμένες συνθήκες. Εκτός απροόπτου το αποτέλεσμα θα είναι αμφίρροπο μέχρι τελευταία στιγμή. Αυτό πάντως που με βεβαιότητα μπορεί να προβλέψει κανείς είναι ότι προκειμένου να σχηματιστεί κυβέρνηση συνεργασίας θα χρειαστούν σημαντικές, αμοιβαίες υποχωρήσεις.
* Υποψήφιος Διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης, European University Viadrina – Το κείμενο περιλαμβάνεται στο 38o Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του ΕΝΑ