Ενόψει των Χριστουγέννων και μετά την πρόσφατη επίθεση στο Παρίσι, το ζήτημα της εσωτερικής ασφάλειας και της απειλής επιθέσεων τζιχαντιστών επανέρχεται στην ημερήσια διάταξη, με τις αρχές να βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο ετοιμότητας.
Το περασμένο Σάββατο η αστυνομία του Γκέπινγκεν, μιας πόλης 60.000 κατοίκων στα ανατολικά της Στουτγάρδης, εκκένωσε την κεντρική υπαίθρια χριστουγεννιάτικη αγορά, έπειτα από τηλεφώνημα αγνώστου για απειλή επίθεσης. Ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις απέκλεισαν άμεσα την περιοχή, ενώ στην επιχείρηση συμμετείχε και ελικόπτερο της αστυνομίας, αλλά δεν βρέθηκε οτιδήποτε ύποπτο. Η αστυνομία αναζητά τώρα τον δράστη του τηλεφωνήματος. Τις τελευταίες εβδομάδες δεκάδες ανάλογα τηλεφωνήματα έχουν οδηγήσει στην εκκένωση σχολείων και συναγωγών σε όλη τη Γερμανία. Σε πολλές περιπτώσεις οι φαρσέρ έχουν εντοπιστεί και συλληφθεί και κινδυνεύουν με βαριές ποινές, όχι μόνο ποινικές, αλλά και οικονομικές. Στην περίπτωση της χριστουγεννιάτικης αγοράς, ο δράστης ενδέχεται να κληθεί να καλύψει το κόστος της αστυνομικής επιχείρησης, αλλά και τα διαφυγόντα κέρδη των επιχειρηματιών.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του πρώτου καναλιού της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ARD, στο αρχηγείο της αστυνομίας και στις μυστικές υπηρεσίες επικρατεί «μεγάλη νευρικότητα», καθώς μετά την επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ στις 7 Σεπτεμβρίου διαπιστώνεται περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση ήδη βίων ριζοσπαστικοποιημένων ισλαμιστών στη Γερμανία. Ακόμη και άτομα τα οποία δεν είχαν προηγουμένως σχέση με την Χαμάς, «αισθάνονται ότι τα γεγονότα τους ωθούν και τους εμπνέουν να πολεμήσουν», αναφέρεται στο ίδιο ρεπορτάζ. Οι αρχές ασφαλείας ανησυχούν ιδιαίτερα, διότι τόσο η Αλ Κάιντα όσο και το «Ισλαμικό Κράτος» εκμεταλλεύονται τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή προκειμένου να κινητοποιήσουν οπαδούς τους και να τους καλέσουν να πραγματοποιήσουν επιθέσεις. «Ο στόχος της καταστροφής του Ισραήλ είναι κοινός και η παγκόσμια προσοχή σε περίπτωση κάποιας ενέργειας είναι πλέον πολύ πιο βέβαιη από ό,τι πριν από μερικούς μήνες», επισημαίνεται.
Από τον Οκτώβριο έως την περασμένη εβδομάδα συνελήφθησαν στη Γερμανία τέσσερα άτομα, 15, 16, 20 και 29 ετών, με την υποψία ότι σχεδίαζαν επιθέσεις σε χριστουγεννιάτικες αγορές. Οι αρχές τους εντόπισαν σε ανταλλαγή σχετικών μηνυμάτων μέσω φόρουμ ριζοσπαστικοποιημένων ισλαμιστών.
Η ισλαμιστική σκηνή γίνεται ωστόσο όλο και πιο απρόβλεπτη, προειδοποιούν οι αρχές ασφαλείας, εξηγώντας ότι δεν υπάρχουν πλέον μόνο οργανώσεις όπως το «Ισλαμικό Κράτος» και η «Αλ Κάιντα», αλλά και πολλά παρακλάδια τους και πολλά μεμονωμένα άτομα διατεθειμένα να χρησιμοποιήσουν κάποιου είδους βία. Το Ομοσπονδιακό Γραφείο Προστασίας του Συντάγματος εξέδωσε την περασμένη εβδομάδα ασυνήθιστα οξεία προειδοποίηση, μιλώντας για «πραγματικό και υψηλότερο κίνδυνο από ό,τι εδώ και καιρό» και για κίνδυνο που αφορά «μαλακούς» στόχους, όπως οι δημόσιες συγκεντρώσεις. Τα γερμανικά ΜΜΕ μεταδίδουν τις τελευταίες ημέρες πληροφορίες για αυξημένα μέτρα ασφάλειας στις υπαίθριες αγορές ακόμη και μικρών επαρχιακών πόλεων.
Ο πρόεδρος της Αστυνομικής Ένωσης (GdP) Γιόχεν Κόπελκε εισηγήθηκε την παρακολούθηση των αγορών με κάμερες ασφαλείας, κάτι το οποίο μέχρι τώρα γίνεται μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, λόγω των περιορισμών της προστασίας προσωπικών δεδομένων. Ο ίδιος τονίζει ότι η αυξημένη φυσική παρουσία της αστυνομίας στις αγορές απαιτεί εκτεταμένες αλλαγές στις βάρδιες και ακύρωση προγραμματισμένων αδειών, κάτι που δεν μπορεί εύκολα να εφαρμοστεί παντού.
Το ARD επισημαίνει ακόμη ότι πολλοί από όσους συλλαμβάνονται με την υποψία του σχεδιασμού επιθέσεων, αν και εκτίουν πλήρως την ποινή τους, αφού παρακολουθήσουν πρόγραμμα αποριζοσπαστικοποίησης, αφήνονται ελεύθεροι. Η Υπηρεσία κατά του Εγκλήματος (ΒΚΑ) εκτιμά στην τελευταία έκθεσή της ότι υπάρχουν στη Γερμανία περίπου 480 άτομα που χαρακτηρίζονται «ισλαμιστική απειλή» και εκτιμάται ότι είναι έτοιμα ανά πάσα στιγμή να επιχειρήσουν βίαιες επιθέσεις. Από αυτούς ωστόσο, ελεύθεροι αυτή τη στιγμή είναι οι μισοί. Ενδεικτικός του υψηλού επιπέδου κινδύνου είναι και ο αριθμός των ερευνών που διενεργούνται από την Ομοσπονδιακή Εισαγγελία: από την αρχή του τρέχοντος έτους έως το τέλος Σεπτεμβρίου έχουν διαταχθεί περισσότερες από 356 τέτοιες έρευνες, διπλάσιες από ό,τι κατά την αντίστοιχη περίοδο του 2022.
ΠΗΓΉ: ΑΠΕ