Αντίθετο προς το διεθνές δίκαιο είναι το άνοιγμα τμημάτων των Βαρωσίων από την τουρκοκυπριακή πλευρά, εκτιμά η Επιστημονική Υπηρεσία του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου, συνδέοντας τα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ με την Συνθήκη Εγγυήσεων του 1960.
Η 23σέλιδη γνωμοδότηση ζητήθηκε από την βουλευτή της Αριστεράς Σεβίμ Νταγκντελέν, η οποία τονίζει σχετικά ότι «αυτές και άλλες συνεχείς προκλήσεις και απειλές πολέμου από τον Τούρκο Πρόεδρο δεν επιτρέπεται να παραμείνουν χωρίς συνέπειες» και ζητά από την γερμανική κυβέρνηση «να υιοθετήσει πλήρες εμπάργκο όπλων και να δρομολογήσει τον τερματισμό οικονομικής βοήθειας - και σε ευρωπαϊκό επίπεδο».
Η γνωμοδότηση αναφέρεται μεταξύ άλλων στο Ψήφισμα 550 του 1984, σύμφωνα με το οποίο το Συμβούλιο Ασφαλείας θεωρεί τις απόπειρες για εποικισμό οποιουδήποτε τμήματος των Βαρωσίων από άτομα άλλα από τους κατοίκους τους ως απαράδεκτες και ζητά τη μεταβίβαση της περιοχής αυτής στη διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών (UNFICYP).
Η Επιστημονική Υπηρεσία της Bundestag επισημαίνει ωστόσο και ότι τα ψηφίσματα του ΟΗΕ δεν αποτελούν από μόνα τους δεσμευτικές αποφάσεις βάσει του διεθνούς δικαίου, αλλά «μη δεσμευτικές συστάσεις» και «περιέχουν κατά κύριο λόγο εκκλήσεις και προτροπές προς τα εμπλεκόμενα κράτη». Τη μη νομική δεσμευτικότητά τους επικαλείται η 'Αγκυρα.
Οι νομικοί της Bundestag όμως τονίζουν ταυτόχρονα και ότι τα ψηφίσματα του ΟΗΕ δεν μπορούν να αγνοηθούν νομικά, ενώ «αντικατοπτρίζουν σε μεγάλο βαθμό τις (πολιτικές) πεποιθήσεις της διεθνούς κοινότητας». Στην προκειμένη περίπτωση, επισημαίνεται, μπορούν να αξιολογηθούν ως «συγκεκριμενοποιήσεις» της Συνθήκης του Λονδίνου, η οποία αποτελεί «διεθνώς δεσμευτικό κείμενο Συνθήκης που έχει υπογράψει και η Τουρκία» και απαγορεύει ρητά «οποιαδήποτε δραστηριότητα που στοχεύει στην άμεση ή έμμεση προώθηση της διχοτόμησης του νησιού». «Υπό αυτή την έννοια, το άνοιγμα και ο τουρκοκυπριακός εποικισμός των Βαρωσίων φαίνεται να αποτελούν ανεπιθύμητα βήματα προς την κατεύθυνση της διχοτόμησης της Κύπρου», αναφέρει η γνωμοδότηση.
«Η μη τήρηση μη δεσμευτικών ψηφισμάτων καθίσταται νομικώς σημαντική μόνο σε συνδυασμό με την Συνθήκη Εγγυήσεων του Λονδίνου του 1960, η οποία εξακολουθεί να ισχύει. Τα ψηφίσματα σχετικά με τα Βαρώσια συγκεκριμενοποιούν το τι είναι πλέον υπό το φως αυτής της Συνθήκης απαράδεκτο, καθώς και μη συμβατό με την Συνθήκη. Υπό αυτή την έννοια, το άνοιγμα και ο εποικισμός των Βαρωσίων από την Τουρκία ακολουθεί έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο, προσανατολισμένο μόνο στα τουρκικά συμφέροντα - σε αντίθεση προς το να τεθεί η πόλη υπό την διεθνή διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών, όπως έχει επανειλημμένα υποδειχθεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας. Επιπλέον, το άνοιγμα των Βαρωσίων, με την δημιουργία δεδομένων μονομερώς, δυσκολεύει τη λύση του Κυπριακού μέσω διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο της ειρηνευτικής διαδικασίας υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, όπως ήταν ο σκοπός της Συνθήκης Εγγυήσεων και όπως επαναβεβαιώθηκε από τη δήλωση της Προεδρίας του Συμβουλίου Ασφαλείας καθώς και από τον ΓΓ των Ηνωμένων Εθνών», καταλήγει το κείμενο της Bundestag.
Για «νέο επιχείρημα που δεν είχε ξανακουστεί και έχει διεθνείς επιπτώσεις», κάνει λόγο, μιλώντας στην Frankfurter Rundschau, ο πολιτικός επιστήμονας του Πανεπιστημίου της Λευκωσίας Χούμπερτ Φάουστμαν, επιβεβαιώνοντας την ερμηνεία της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Bundestag. «Σύμφωνα με την γνωμοδότηση, το άνοιγμα των Βαρωσίων παραβιάζει τη Συνθήκη Εγγυήσεων και γι' αυτό είναι αντίθετο προς το Διεθνές Δίκαιο. Μέσω της Συνθήκης καθίστανται νομικά δεσμευτικά τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και η περιφρόνησή τους αποτελεί παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου», δηλώνει ο κ. Φάουστμαν. Ο καθηγητής Διεθνούς Δικαίου του Πανεπιστημίου του Αμβούργου Νόρμαν Πάεχ εκτιμά από την πλευρά του ότι η γνωμοδότηση, επικαλούμενη την Συνθήκη Εγγυήσεων, «καταδεικνύει ότι ο διαχωρισμός των τμημάτων στο νησί της Κύπρου είναι αντίθετος προς το διεθνές δίκαιο, κάτι το οποίο υπογραμμίζουν και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ».