Πλαίσιο με δύο σκέλη, τόσο, δηλαδή, για τις νόμιμες παρακολουθήσεις όσο, όμως, και για τα παράνομα λογισμικά, θα φέρει η κυβέρνηση, όπως δεσμεύθηκε ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, σε συνέντευξή του στον ραδιοφωνικό σταθμό RealFm. Μιλώντας δε, στην ίδια συνέντευξη, για τις πολιτικές συνεργασιών, ανέπτυξε τον τρόπο με τον οποίο θα κινηθεί η Νέα Δημοκρατία, στην περίπτωση κατά την οποία δεν θα επιτευχθεί αυτοδυναμία. Αναφέρθηκε, όμως, και στις επιπτώσεις της παρακολούθησης του κινητού του προέδρου του ΠΑΣΟΚ - Κινήματος Αλλαγής. Σε κάθε περίπτωση, το πιο ρεαλιστικό σενάριο είναι «να κερδίσει τις εκλογές η Νέα Δημοκρατία με ισχυρό ποσοστό», πρόσθεσε.
Η συνέντευξη ξεκίνησε από τη διαπίστωση του υπουργού Επικρατείας, ότι «η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών διαχειρίζεται έναν πυρήνα ύλης, που οπωσδήποτε θα πρέπει να μένει εκτός της δημόσιας σφαίρας. Δεν αμφισβητεί κανείς ότι μπορούν να γίνονται δημοσίως συζητήσεις σε ζητήματα που ανάγονται στην εθνική άμυνα, στην ασφάλεια του κράτους, στην κυριαρχία».
Και, συνεχίζοντας με το νομικό ζήτημα, «η νομοθεσία είναι σαφής: διαμορφώνει ένα πλαίσιο απορρήτου το οποίο μπορούν να επικαλούνται ο Διοικητής και το προσωπικό της ΕΥΠ. Δεν είναι θέμα ούτε δικό μου ούτε της επιτροπής να το αποφασίσει, είναι θέμα των ιδίων των προσώπων που το επικαλούνται και δεσμεύονται από αυτό». Μάλιστα, συνέχισε, το πλαίσιο αυτό «δεν τίθεται για να δημιουργήσει ένα πλέγμα αδιαφάνειας και έλλειψης λογοδοσίας», αλλά είναι ένα πλαίσιο για την προστασία της χώρας.
Συμπερασματικώς, «αυτή τη στιγμή, όπως είναι διαμορφωμένος ο νόμος, το απόρρητο καλύπτει τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την εθνική ασφάλεια. Εφόσον εκτιμά ο οποιοσδήποτε διοικητής - ο νόμος προβλέπει ότι το απόρρητο αυτό είναι δια βίου και όχι για το χρόνο υπηρεσίας - μπορεί να το επικαλείται».
Ερωτηθείς για τις επιπτώσεις της υπόθεσης στις πολιτικές συνεργασίες, ο υπουργός Επικρατείας αναγνώρισε ότι «το κλίμα το οποίο δημιουργείται, δεν βοηθά να υπάρχουν αρκετές εναλλακτικές επιλογές σε ό,τι αφορά τη διακυβέρνηση της επόμενης ημέρας. Και, για αυτό το λόγο αναδεικνύεται πολύ περισσότερο το ζήτημα της σταθερότητας και της ανάγκης να έχουμε μια βιώσιμη και ισχυρή κυβέρνηση λόγω και των συνθηκών που υφίστανται. Όμως, αυτή η γέφυρα (σ.σ. μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής) είχε ήδη ραγίσει πολύ πριν από το χρόνο που ανέκυψε το ζήτημα της παρακολούθησης του κ. Ανδρουλάκη. Διότι ο ίδιος ο αρχηγός του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ είχε βγει δημοσίως και είχε πει ότι με κανέναν τρόπο δεν αποδέχεται κυβέρνηση συνεργασίας στην οποία πρωθυπουργός θα είναι ο κ. Μητσοτάκης», υπενθύμισε ο Γ. Γεραπετρίτης.
Ενώ στη δημοσιογραφική παρατήρηση ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης είχε αποκλείσει κυβέρνηση συνεργασίας και με τον Αλέξη Τσίπρα επικεφαλής, ο υπουργός Επικρατείας αντέδρασε λέγοντας: «Η κυβέρνηση Τσίπρα κείται αυτήν τη στιγμή στην σφαίρα της φαντασίας, το πιο ρεαλιστικό σενάριο είναι, με οποιαδήποτε διαφορά, σε οποιοδήποτε ποσοστό - αυτό αποτυπώνεται σήμερα, δεν ξέρω πώς θα είναι οι συσχετισμοί πολιτικών δυνάμεων όταν θα έχουμε τις εκλογές - να κερδίσει τις εκλογές η Νέα Δημοκρατία με ισχυρό ποσοστό ανεξαρτήτως του αν θα φθάσει στο ποσοστό των εκλογών του 2019, δεν είναι ασήμαντο το ποσοστό που κυμαίνεται εκεί κοντά».
Σε ερώτημα για τα σενάρια συνεργασίας του κυβερνώντος κόμματος με την Ελληνική Λύση, απάντησε ότι «δεν υφίσταται το σενάριο, ο πρωθυπουργός ήταν πάρα πολύ σαφής ότι εμείς θα διεκδικήσουμε την αυτοδυναμία, έχουμε εμπιστοσύνη στον ελληνικό λαό. Η λογική είναι ότι θα μπορούσαμε πράγματι να πάμε σε συνεργασίες με συγγενείς χώρους στο πλαίσιο των κοινοβουλευτικών διαδικασιών. Ευτυχώς έχουμε ένα Σύνταγμα, το οποίο είναι αρκετά αναλυτικό στο δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε. Εμείς σεβόμαστε τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, το έχει αποδείξει πολλαπλά ο πρωθυπουργός. Θα πάει στο τέλος της τετραετίας, θα πάει με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο, θα σεβαστούμε όλους τους πολιτικούς θεσμούς. Εάν μας κατατάξει το εκλογικό σώμα σε θέση μη αυτοδυναμίας, θα αναζητήσουμε τους συγγενικούς χώρους στη βάση προγραμματικών συγκλίσεων. Εάν οι συγγενείς αυτοί χώροι δεν επιθυμούν τέτοια συνεργασία, αυτό προφανώς δεν είναι καλό για τη χώρα», ξεκαθάρισε και πρόσθεσε:
«Είμαι πάντοτε της άποψης ότι είναι καλό να υπάρχουν εναλλακτικές δυνατότητες ισχυρής διακυβέρνησης για τη χώρα, αλλά όχι συγκλίσεις που είναι ετερόκλιτες. Τις ετερόκλιτες συγκλίσεις τις ζήσαμε την περίοδο 2015-19 και δεν ήταν καθόλου ευχάριστες. Άρα, εμείς είμαστε υπέρ των διευρύνσεων, υπέρ των συνεργασιών, εξ άλλου η ίδια η κυβέρνησή μας, αν μη τι άλλο, είναι η πιο πολυσυλλεκτική της Μεταπολίτευσης. Θα απευθύνουμε, όπως πρέπει να το κάνουμε και όπως το έχει ήδη κάνει ο πρωθυπουργός, αυτήν την πολιτική πρόσκληση και θα αναμένουμε τέτοιου τύπου συγκλίσεις. Θα λειτουργήσουμε θεσμικά, δεν θα πάμε όμως σε χώρους που δεν είναι απολύτως συγγενείς και δεν έχουν τέτοιου τύπου προγραμματικό σχεδιασμό».
Η συνέντευξη έκλεισε με το διπλό ερώτημα εάν θα γίνουν αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας του ΕΥΠ και εάν η κυβέρνηση θα ζητήσει συναινέσεις επί του συγκεκριμένου πεδίου. «Ήταν και η δική μου τοποθέτηση το προηγούμενο διήμερο στη Βουλή, στην Διαρκή Επιτροπή και στην Ολομέλεια χθες, σε μια πολύ μακρά συνεδρίαση. Θα κατατεθούν προτάσεις, ήδη κατατέθηκαν, υπήρξε ένας, κατά το μάλλον ή ήττον, δημιουργικός διάλογος χθες στη Βουλή, ιδίως από την πλευρά του ΚΙΝΑΛ για να είμαι απολύτως ειλικρινής. Η αξιωματική αντιπολίτευση κινήθηκε στο γνωστό πλαίσιο της υπερβολής και σε ορισμένες περιπτώσεις, της αήθειας νομίζω».
Και, στο «δια ταύτα», «εμείς θα συγκεντρώσουμε όλες τις προτάσεις που ήδη κατατέθηκαν και που θα εξαχθούν από την εξεταστική επιτροπή, οι οποίες αναμένουμε ότι θα είναι αρκετά δημιουργικές. Δεσμεύτηκα και δεσμεύομαι ότι θα φέρουμε ένα συνολικό πλαίσιο με δύο σκέλη. Το ένα θα είναι η ενίσχυση των ασφαλιστικών δικλείδων όσον αφορά τις νόμιμες παρακολουθήσεις. Δηλαδή τα οργανωτικά ζητήματα της ΕΥΠ, ο τρόπος με τον οποίον ενεργοποιείται μία παρακολούθηση, η πρόσβαση στα σχετικά στοιχεία, όλο το πλαίσιο θα εκσυγχρονισθεί. Ένα δεύτερο σκέλος είναι τα παράνομα λογισμικά, τα οποία προφανώς δεν έχουν καμία σχέση ούτε με την κυβέρνηση ούτε με την ελληνική Πολιτεία, είναι ένα πρόβλημα οικουμενικό και καμία χώρα δεν έχει καταφέρει να το διαχειρισθεί δυστυχώς. Βρίσκεται σε εξέλιξη αυτή τη στιγμή μία προσπάθεια νομοθετικής πρωτοβουλίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εμείς δεσμευτήκαμε ότι θα πάμε όχι απλώς σε ένα πλαίσιο ρύθμισης αλλά, ακόμη ακόμη, και σε ένα πάρα πολύ αυστηρό πλαίσιο καθολικών απαγορεύσεων σε ό,τι αφορά την κυκλοφορία, το εμπόριο αυτών των λογισμικών».