Τους τελευταίους δύο μήνες, η μετάδοση του κορονοϊού και η επακόλουθη προσπάθεια των κυβερνήσεων να διαμορφώσουν δημόσιες πολιτικές στο εσωτερικό των χωρών τους σε απάντηση προς την πανδημία, κυριάρχησαν στο δημόσιο και ιδιωτικό λόγο. Παρ’ όλα αυτά η κυρίαρχη πολιτική προσέγγιση της καραντίνας (lockdown) και της κοινωνικής αποστασιοποίησης (social distancing) ουσιαστικά έχει «σταματήσει» την παγκόσμια οικονομία, κατακρημνίζοντας την παγκόσμια αγορά ενέργειας, εξαλείφοντας κάθε ψευδή αίσθηση σταθερότητας και επιταχύνοντας το γεωπολιτικό παίγνιο.
Του Πέτρου Βαμβακά*
Τους τελευταίους δύο μήνες, η μετάδοση του κορονοϊού και η επακόλουθη προσπάθεια των κυβερνήσεων να διαμορφώσουν δημόσιες πολιτικές στο εσωτερικό των χωρών τους σε απάντηση προς την πανδημία, κυριάρχησαν στο δημόσιο και ιδιωτικό λόγο. Παρ’ όλα αυτά η κυρίαρχη πολιτική προσέγγιση της καραντίνας (lockdown) και της κοινωνικής αποστασιοποίησης (social distancing) ουσιαστικά έχει «σταματήσει» την παγκόσμια οικονομία, κατακρημνίζοντας την παγκόσμια αγορά ενέργειας, εξαλείφοντας κάθε ψευδή αίσθηση σταθερότητας και επιταχύνοντας το γεωπολιτικό παίγνιο. Αυτή η εξέλιξη είναι εξαιρετικά εμφανής στην Ανατολική Μεσόγειο, η οποία την τελευταία δεκαετία έχει υπάρξει σημείο αναφοράς της παγκόσμιας προσφυγικής κρίσης, της οικονομικής αναταραχής, της πολιτικής αστάθειας, εμφυλίου πολέμου και πολέμου των περιφερειακών παικτών δι’ αντιπροσώπων.
Φαίνεται ότι τα τελευταία γεγονότα μετατόπισαν το γεωπολιτικό πλεονέκτημα προς τους περιφερειακούς δρώντες που είναι καθαροί εισαγωγείς ενέργειας, σε σχέση με το πλεονέκτημα που απολάμβαναν εδώ και δεκαετίες οι εξαγωγείς ενέργειας. Παρά το ότι, η κατάσταση αυτή μπορεί να είναι προσωρινή, καθώς η παγκόσμια αγορά θα επανενεργοποιηθεί και οι εξαγωγείς ενέργειας θα ανακάμψουν, η περίοδος αυτή καθίσταται ιδιαίτερα επικίνδυνη. Υπάρχει ένα προσωρινό τακτικό πλεονέκτημα για ένα κράτος όπως η Τουρκία, που φιλοδοξεί να υλοποιήσει τη φιλόδοξη και τολμηρή της ατζέντα στην περιοχή που εκτείνεται από τη Συρία ως τη Λιβύη.
Εν μέσω αυτής της κρίσης, τα κράτη της Ανατολικής Μεσογείου αναγκάστηκαν να στρέψουν την προσοχή τους στην αντιμετώπιση της κρίσης της δημόσιας υγείας στο εσωτερικό τους, εκθέτοντας, έτσι, την ευθραυστότητα κάθε χώρας και τους περιορισμούς στην εξισορρόπηση των γεωπολιτικών φιλοδοξιών με τις εσωτερικές ανησυχίες. Η ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη στρατηγική της Σαουδικής Αραβίας, με την έναρξη πολέμου για τις πετρελαϊκές τιμές με τη Ρωσία -ο οποίος είχε καταστροφικές συνέπειες για το Ριάντ σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο-, μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως τέτοια.
Ενίσχυση θέσεων Τουρκίας και Ρωσίας στη Συρία
Η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, χώρες οι οποίες την τελευταία δεκαετία υποστήριξαν ενεργά περιφερειακούς «αντιπροσώπους», όπως η Υεμένη, η Συρία και η Λιβύη την επαύριο της Αραβικής Άνοιξης, αναγκάστηκαν τώρα να υποχωρήσουν ώστε να διαχειριστούν εσωτερικά ζητήματα. Κατά συνέπεια, αυτή η τακτική υποχώρηση μετατόπισε την ισορροπία με όρους στρατηγικού πλεονεκτήματος και στα τρία μέτωπα αντιπαράθεσης. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στο Ιράν να αποκομίσει οφέλη στην Υεμένη και ενίσχυσε τις θέσεις Ρωσίας και Τουρκίας ως διεκδικητών στη Συρία. Παρά το ότι το Ιράν υπέφερε από τον κορονοϊό, η κατάρρευση της ενεργειακής ζήτησης δεν θα έχει απαραίτητα τα ίδια καταστροφικά αποτελέσματα. Κατά ειρωνικό τρόπο, το εμπάργκο που υφίσταται ήδη και οι συνδέσεις με τις ασιατικές αγορές θα «προστατεύσουν», κατά κάποιο τρόπο, μία οικονομία που βρίσκεται σε δεινή θέση. Παρ’ όλα αυτά, το Ιράν θα αγωνιστεί να διατηρήσει την εμπλοκή του στο Ιράκ, στη Συρία και στο Λίβανο καθώς θα αντιμετωπίσει νέες προκλήσεις τόσο στον Κόλπο όσο και με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στο άλλο άκρο, Λίβανος, Ιορδανία και Ισραήλ, θα ωφεληθούν από τους περιορισμούς που έχει επιφέρει ο κορονοϊός και από την κατάρρευση στην αγορά ενέργειας. Ο Λίβανος βρισκόταν και βρίσκεται εν μέσω μίας οικονομικής κρίσης, αντιμετωπίζοντας το δύσκολο δίλημμα μεταξύ των σκληρών πολιτικών του ΔΝΤ και της στήριξης από το Ιράν μέσω της Χεζμπολάχ. Αυτή η περίοδος επέτρεψε μία αναβολή των εξελίξεων, αφού ο αριθμός των χωρών που ζητούν βοήθεια από το ΔΝΤ αυξάνεται εκθετικά. Για την Ιορδανία, μία χώρα-εισαγωγέα ενέργειας, τα μειωμένα ενεργειακά κόστη είναι αρκετά σημαντικά ώστε να αντισταθμίσουν τα μειωμένα τουριστικά έσοδα.
Πρόκειται για μία σπάνια περίσταση κατά την οποία Λίβανος, Ιορδανία και Ισραήλ θα ήταν στο ίδιο στρατόπεδο· όμως και το Ισραήλ κερδίζει από την καταρρέουσα αγορά ενέργειας και την επέκταση της μετάδοσης, καθώς προκάλεσε τον κατάλληλο φόβο στα δύο μεγάλα κόμματα ώστε να συμφωνήσουν στη δημιουργία μιας κυβέρνησης συνασπισμού, ώστε να αποφευχθεί μία τέταρτη εκλογική αναμέτρηση σε λιγότερο από έναν χρόνο, την ώρα που η πανδημία και η ενεργειακή κρίση θεωρήθηκαν ως γενικότερο ζήτημα ασφαλείας.
Οι επιπτώσεις της κρίσης στην ενέργεια στη Β. Αφρική
Στη Βόρεια Αφρική, η Τυνησία, η Αίγυπτος και η Λιβύη θα επηρεαστούν σε διαφορετικό βαθμό από το μεταβαλλόμενο τοπίο που έχει φέρει η πανδημία και η κατάρρευση της αγοράς ενέργειας. Η Τυνησία, η πιο επιτυχημένη «επιζήσασα» της Αραβικής Άνοιξης το 2010, έπειτα από μήνες αβεβαιότητας, σχημάτισε μία αδύναμη κυβέρνηση συνασπισμού. Δυστυχώς η κυβέρνηση του Φαχφάχ στερείται της πολιτικής βούλησης και ισχύος να ελιχθεί αποτελεσματικά στις οικονομικές δυσκολίες που ακολουθούν, αφού οι κρίσεις της πανδημίας και της ενέργειας θα θέσουν σκληρά διλήμματα για τη χώρα που εξαρτάται από τον τουρισμό, τη γεωργία και την ενέργεια. Είναι βέβαιο ότι η χώρα θα προστεθεί στη μακρά λίστα των χωρών που θα αναζητήσουν τη βοήθεια του ΔΝΤ στο κοντινό μέλλον.
Η Αίγυπτος, η οποία υπήρξε σημαντικά ωφελημένη από τη «γενναιοδωρία» της Σαουδικής Αραβίας και των Εμιράτων τα τελευταία χρόνια, ειδικά με την κυβέρνηση του Προέδρου, Σίσι που επέλεξε μία πιο κοσμική κυβερνητική πορεία σε σχέση με αυτήν της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, σύντομα πρόκειται να αντικρίσει το τέλος της βοήθειας αυτής, μετά την κατάρρευση της αγοράς ενέργειας. Η κατάσταση στην Αίγυπτο περιπλέκεται περαιτέρω από τη συνεχιζόμενη διαμάχη της χώρας με την Αιθιοπία και το Σουδάν, εξαιτίας της φραγής του ποταμού Νείλου από την πρώτη.
Πρόκειται για μία κατάσταση, η οποία φαινόταν να οδηγούσε αναπόφευκτα προς αντιπαράθεση, ωστόσο τις τελευταίες δύο εβδομάδες παραμερίστηκε, αφού η προσοχή της αιγυπτιακής κυβέρνησης στράφηκε στον κορονοϊό. Η χώρα στην οποία διακυβεύονται τα περισσότερα είναι η Λιβύη, καθώς θα μπορούσε να βιώσει μία ειρηνευτική διαίρεση στο πρότυπο της Υεμένης από την αποχώρηση ΗΑΕ/Σ. Αραβίας, με τον Εθνικό Στρατό της Λιβύης (LNA) του Χαλίφα Χαφτάρ να λαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της στήριξής του από τις χώρες του Κόλπου. Η υφιστάμενη Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας (GNA), η οποία είναι εχθρική απέναντι στον Χαφτάρ στηρίζεται κυρίως από την Τουρκία και αποκομίζει οφέλη παίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στη Λιβύη στη μετά τη σύγκρουση εποχή. Η Τουρκία στη Λιβύη, όπως και το Ιράν στην Υεμένη έχουν πολλά να κερδίσουν και η υποχώρηση των χωρών του Κόλπου προσφέρει μία μοναδική στιγμή.
Η πιο σημαντική υφιστάμενη τάση στην Ανατολική Μεσόγειο την τελευταία δεκαετία ήταν η υποχώρηση ή η έλλειψη ικανότητας των Ηνωμένων Πολιτειών και των ευρωπαϊκών δυνάμεων να παίξουν το ρόλο που είχαν στην περιοχή τις περασμένες δεκαετίες και αιώνες.
Απροθυμία από την ΕΕ-νέα ισορροπία γύρω από την Τουρκία
Η τρέχουσα πανδημία κατέδειξε περαιτέρω την απροθυμία της ΕΕ να αντιμετωπίσει συλλογικά προκλήσεις, καθώς τα κράτη υιοθέτησαν την ίδια στενή εθνικιστική προσέγγιση που ακολούθησαν τόσο στο ζήτημα της μεταναστευτικής/προσφυγικής κρίσης όσο και της χρηματοπιστωτικής του 2009. Η Ιταλία και η Μάλτα έκλεισαν τελείως τα σύνορα και τα αυτιά τους στο προσφυγικό με τις καταστροφικές συνέπειες της πανδημίας να μην έχουν συνειδητοποιηθεί ακόμα πλήρως. Ωστόσο, αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι παρά την ανθρωπιστική και οικονομική καταστροφή, τα χρόνια ζητήματα της αλληλεγγύης και της συνοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένουν και έχουν ενταθεί. Πρόκειται για την τρίτη κρίση μέσα σε μία δεκαετία -υπολογίζοντας την οικονομική και προσφυγική κρίση από το 2009- στην οποία ο Βορράς και ο Νότος της ΕΕ δεν έχουν καταφέρει να επιτύχουν μία κοινή προσέγγιση πολιτικής.
Καθώς κινούμαστε γύρω από την Ανατολική Μεσόγειο, καθίσταται σαφές ότι τα δεδομένα για κάθε χώρα θα είναι διαφορετικά και θα περιλαμβάνουν προκλήσεις, «ανοικτό» το ενδεχόμενο να βρισκόμαστε ενώπιον μιας νέας περιφερειακής ισορροπίας. Τις μεγαλύτερες προοπτικές για σύγκρουση συγκεντρώνει πιθανώς η μάχη για μία νέα ισορροπία στην περιοχή γύρω από την Τουρκία, καθώς και η σταθερά αναπτυσσόμενη και φιλόδοξη περιφερειακή ατζέντα της Άγκυρας.
Το ξαφνικό γεωπολιτικό πλεονέκτημά της στην Αν. Μεσόγειο, καθώς η μειωμένη παρουσία της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, σε συνδυασμό με την «απουσία» ΗΠΑ και ΕΕ, έχει απομακρύνει όλους τους αντιπάλους και ανταγωνιστές της για περιφερειακή κυριαρχία. Το modus vivendi που εγκαθιδρύθηκε με τη Ρωσία στη Συρία και η ενεργός συμμετοχή στη Λιβύη με περιορισμένη ώθηση, ενδυνάμωσαν την κυβέρνηση Ερντογάν σε δύο μέτωπα, στις αξιώσεις της εξωτερικής πολιτικής σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο καθώς και στην εδραίωση ενός εθνικιστικού λαϊκισμού στο εσωτερικό της Τουρκίας, πιθανώς προστατεύοντας την κυβέρνηση από την επικείμενη οικονομική κατάρρευση. Η ασαφής οικονομική κατάσταση στο εσωτερικό και οι φιλοδοξίες της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, οι οποίες εμφανίζονται εφικτές, καθιστούν τη χώρα ως την πιο επικίνδυνη στην περιοχή και μία αντιπαράθεση με την Ελλάδα ως πιθανή.
Οι αντιλήψεις και οι παρανοήσεις ισχύος και η ξαφνική μετατόπιση στους συσχετισμούς ισχύος είναι κλασικές συνταγές σύγκρουσης και πολέμου. Οι καταρρέουσες αγορές ενέργειας επιτρέπουν στην Τουρκία να αναζητήσει πλεονεκτήματα σε ένα γεωπολιτικό τοπίο που αποτελείται πλέον από αδύναμους ή υποχωρούντες δρώντες, ενώ την ίδια ώρα η ίδια ωφελείται ως καθαρός εισαγωγέας ενέργειας. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες οι τουρκικές φιλοδοξίες έχουν πληγεί από εγχώριες, περιφερειακές και παγκόσμιες συνθήκες, οι οποίες δεν ευθυγραμμίζονταν, καθώς οι διαδοχικές κυβερνήσεις, από την εποχή του Τουργκούτ Οζάλ -εμπνευσμένες με τις πρόσφατες αυτοκρατορικές αναμνήσεις- έπαιξαν με τις φιλοδοξίες του παντουρκισμού ή του πανοθωμανισμού. Προς το παρόν, φαίνεται ότι το επίπεδο της φιλοδοξίας αυτής μπορεί να επιτευχθεί με μία αντίληψη σκοπιμότητας, που θα οδηγούσε σε μία καταστροφή στην περιοχή.
Σταθερός ο τουρκικός επεκτατισμός
Τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς η τουρκική κυβέρνηση δυσκολεύτηκε να αντιμετωπίσει τον κορονοϊό και την κατάρρευση της λίρας αποτελεσματικά και με διαφάνεια. Ταυτόχρονα, σημειώθηκε όξυνση της εθνικιστικής ρητορικής σε σειρά ζητημάτων, από το προσφυγικό μέχρι τη Λιβύη και τις υπεράκτιες γεωτρήσεις στο Αιγαίο και στην Αν. Μεσόγειο. Ενώ τα πλοία με τα τρυπάνια της Exxon/Mobil και της Total φεύγουν από τη περιοχή, καθώς είναι απαγορευτική η περαιτέρω έρευνα σε αυτή τη φάση, η Τουρκία αξιοποιεί την ευκαιρία δημιουργώντας προηγούμενα, εγκαθιδρύοντας de facto κυριαρχικά δικαιώματα στην Ανατολική Μεσόγειο αψηφώντας τα επιχειρήματα Κύπρου και Ελλάδας.
Η επιπόλαιη προσέγγιση από τις κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου σε αυτή τη φάση μπορεί να αποδειχθούν επιζήμιες στο μέλλον. Ο κύβος έχει ριφθεί. Είναι θέμα μηνών η Τουρκία να μπορέσει να δημιουργήσει μία ζώνη στη Βόρεια Συρία, τώρα πια με την αποδοχή και συγκατάθεση της Ρωσίας, όπως υποδηλώνεται από τις κοινές περιπολίες στην περιοχή. Η Τουρκία έχει επίσης εδραιώσει με επιτυχία την παρουσία της στη Λιβύη, συμμετέχοντας αποτελεσματικά σε μια συνεχή επίθεση -από τις 4 Απριλίου- εναντίον του Χαφτάρ και έχει μετακινηθεί, χωρίς καμία αντίσταση από την Ελλάδα και την Κύπρο, στην Ανατολική Μεσόγειο, την ώρα που τα γαλλικά και αμερικανικά συμφέροντα φεύγουν από την περιοχή.
Η φράση της περιόδου φαίνεται να είναι η «επιστροφή στην κανονικότητα», μετά το πέρασμα της πανδημίας, αλλά φοβάμαι ότι χωρίς αντίσταση στον σταθερό τουρκικό επεκτατισμό, η επιστροφή στη μετα-κορονοϊού Ανατολική Μεσόγειο, μπορεί να περιλαμβάνει την Τουρκία ως κυρίαρχη περιφερειακή δύναμη· ιδιαίτερα αν η περιφερειακή κυριαρχία της Τουρκίας δεν απειλήσει τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των ΗΠΑ, αλλά αντίθετα σταθεροποιήσει την περιοχή.
* Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σπουδών του Emmanuel College της Βοστώνης. Η ανάλυση έγινε για το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών (ΕΝΑ)