Παρά το γεγονός ότι η σχέση του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί ακόμη αντικείμενο συζήτησης, τα επόμενα χρόνια αδιαμφισβήτητα θα αποτελέσουν μια περίοδο νομικής αβεβαιότητας όσον αφορά την ερμηνεία των νομικών συμβάσεων. Οι επιχειρήσεις οφείλουν να ελέγξουν τις βασικές εμπορικές τους συμβάσεις (όταν υπόκεινται στο Αγγλικό δίκαιο) έτσι ώστε να υπολογίσουν τις πιθανές επιπτώσεις που θα επιφέρει το Brexit, λαμβάνοντας υπόψιν τα ακόλουθα:
Αναφορικά με τις ήδη υπάρχουσες συμβάσεις:
Οι επιχειρήσεις πρέπει να διαπιστώσουν εάν θα επηρεαστεί η βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε η συμφωνία. Παραδείγματος χάριν, εάν η σύμβαση βασίζεται σε ειδικές διατάξεις της Ε.Ε., όπως η ελεύθερη διακίνηση αγαθών και οι διατάξεις αυτές είναι στοιχειώδεις για την εκτέλεση της συμφωνίας, τότε πιθανόν η σύμβαση να μην είναι δυνατόν να εφαρμοστεί με τον τρόπο που εξαρχής αναμενόταν.
Ενδεχομένως, η δυνατότητα ακύρωσης μιας σύμβασης να γίνει εφικτή κατά την περίοδο της εφαρμογής του Brexit, είτε και νωρίτερα, μόλις αποσαφηνιστούν οι όροι των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μολονότι υπάρχει περιορισμένο πλαίσιο σχετικά με την ενεργοποίηση αυτής της δυνατότητας ακύρωσης, μια πιθανή εξαίρεση θα ήταν εφαρμόσιμη στις περιπτώσεις που είναι αθέμιτη η συνέχιση των δεσμεύσεων χωρίς εξουσιοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Να σημειώσουμε ότι η εν λόγω εξουσιοδότηση της Ε.Ε. δεν είναι δυνατόν να ληφθεί και να εφαρμοστεί εφόσον μια τέτοια κατάσταση δεν είχε προβλεφθεί από τα συμβαλλόμενα μέρη κατά τη διάρκεια δημιουργίας της σύμβασης.
Αν και μπορεί να είναι δύσκολη η διαπραγμάτευση των όρων υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, καλό θα ήταν να ελεγχθούν οι συνέπειες νομικών όρων, όπως οι εξής:
- Το πλαίσιο ενεργοποίησης οποιασδήποτε ρήτρας «ανωτέρας βίας», η οποία να επιτρέπει την αναστολή της εφαρμογής και προοδευτικά την οριστική λήξη της σύμβασης. Ας εξετασθεί η έννοια και οι συνέπειες της ανωτέρας βίας ή οποιουδήποτε γεγονότος που να θεωρείται ικανό να επιφέρει λήξη της σύμβασης
- Εάν υπάρχει κάποια ρήτρα αρνητικής μεταβολής που να ενεργοποιείται με το Brexit, και αν ναι τι την ενεργοποιεί;
- Εάν υπάρχει το δικαίωμα της λήξης της σύμβασης με προειδοποίηση, είτε το δικαίωμα της επαναδιαπραγμάτευσης της. Κάτι τέτοιο θα ίσχυε στην περίπτωση που προκύψει οτιδήποτε από τα ακόλουθα: νέοι νόμοι, νέοι φραγμοί, δασμοί, πιστωτικοί κίνδυνοι, ασφαλιστικοί όροι ή εάν αυξηθεί το κόστος υλοποίησης
- Εάν υπάρχουν στη σύμβαση έννοιες ή ορισμοί της Ε.Ε. που χρήζουν επανεξέτασης ή ανανέωσης, όπως για παράδειγμα οι εκπροσωπήσεις και οι εγγυήσεις σε ζητήματα όπως η πολιτική απασχόλησης. Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψιν εάν είναι πιο δόκιμο να αναφέρεστε σε «Αγγλία», «Ουαλία», «Σκωτία», «Βόρεια Ιρλανδία» και όχι σε «Ηνωμένο Βασίλειο» και «Μεγάλη Βρετανία»
Αναφορικά με τις νέες συμβάσεις:
Εφεξής για οποιαδήποτε νέα σύμβαση, θα ήταν σωστό να συμπεριλαμβάνεται μια «ρήτρα Brexit», η οποία να συγκεκριμενοποιεί τι θα συμβεί στην περίπτωση του Brexit. Τα συμβαλλόμενα μέρη οφείλουν να δείχνουν ιδιαίτερη προσοχή κατά τη διατύπωση στην περίπτωση που βασίζονται σε τοπικούς νόμους ενός συγκεκριμένου κράτους μέλους. Βραχυπρόθεσμα, τέτοιου είδους ρήτρες φαίνονται πιο σίγουρες, ωστόσο μακροπρόθεσμα είναι πιθανόν να έχουν ανεπιθύμητες συνέπειες, οι οποίες να αποκλείουν τα συμβαλλόμενα μέρη από ευνοϊκότερα συστήματα εφαρμογών και συμφωνίες που ενδεχομένως επιβληθούν ως συμβιβασμοί μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Ε.Ε. μετά το Brexit.
Εναλλακτικά, το Brexit θα μπορούσε να θιχτεί στη σύμβαση με τη διατύπωση μιας ρήτρας ανωτέρας βίας, η οποία θα αναφέρεται σε πράξεις της κυβέρνησης ή ενός ρυθμιστικού φορέα.
Δικαιοδοσία και ισχύον δίκαιο
Σήμερα, ο έλεγχος των συμβατικών διατάξεων όσον αφορά ζητήματα δικαιοδοσίας και δικαίου ορίζεται από διάφορες διεθνείς συνθήκες. Στην Ε.Ε., η συνθήκη «Ρώμη Ι» ορίζει το εφαρμοστέο δίκαιο για τους όρους των συμβάσεων, η «Ρώμη ΙΙ» σχετίζεται με τις μη συμβατικές δεσμεύσεις και η «Αναδιατύπωση του κανονισμού των Βρυξελλών» ασχολείται με την επιλογή της δικαιοδοσίας των μερών. Ως επακόλουθο του Brexit, οι ανωτέρω κανόνες πιθανόν να πάψουν να ισχύουν στην υπάρχουσα μορφή τους, για να αντικατασταθούν από κάτι, ας ελπίσουμε, παρόμοιο. Από την άλλη, εφόσον πάψουν να ισχύουν, ενδεχομένως η αντικατάσταση τους να αποτελεί κάτι το οποίο να μην έχει προβλεφθεί από τα μέρη, ειδικά εάν δεν υφίσταται γραπτή σύμβαση.
Οι νομικοί μέχρι στιγμής αναμένουν πως ένα από τα βασικά ζητήματα που θα οδηγήσει σε αντιπαραθέσεις, είναι η αβεβαιότητα της επιλογής του Αγγλικού νόμου ως ισχύοντος νόμου μιας σύμβασης. Θα ληφθεί υπόψιν ο χρόνος σύνταξης της σύμβασης, κατά τον οποίο το ευρωπαϊκό δίκαιο αποτελούσε μέρος του αγγλικού; Ή θα ληφθεί υπόψιν ο χρόνος υλοποίησης της σύμβασης, κατά τον οποίο το ευρωπαϊκό δίκαιο δεν αποτελεί πλέον μέρος του αγγλικού;
Όσον αφορά τις ήδη υπάρχουσες συμβάσεις, είναι βασικό να διασφαλιστεί πως έχει γίνει επιλογή ισχύοντος νόμου και ρήτρα δικαιοδοσίας συμπεριλαμβανομένων όλων των απαραίτητων άρσεων. Για εκείνους που ανησυχούν σχετικά με την σύναψη συμβάσεων που βασίζονται στο αγγλικό νομικό σύστημα με κάποιο άλλο κράτος μέλος, τα μέλη πρέπει να συμπεριλάβουν στη σύμβαση ρήτρα αποκλειστικής αγγλικής δικαιοδοσίας.
Ένα σημείο που θα ήταν καλό να αποσαφηνίζεται στη σύναψη μελλοντικών συμβάσεων, είναι πως η επιλογή σύναψης μια σύμβασης υπό το αγγλικό δίκαιο, σημαίνει ότι λαμβάνει υπόψη το ισχύον ανά διαφορετικά χρονικά διαστήματα αγγλικό δίκαιο, το οποίο ενδέχεται να υποστεί πιθανές αλλαγές. Με αυτόν τον τρόπο θα συμπεριληφθούν οι αλλαγές που τυχόν προκύψουν με το Brexit. Δε αποτελεί έκπληξη λοιπόν η αύξηση των ρητρών διαιτησίας.
Παρ’ όλα αυτά πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο δε θα αποτελεί πλέον μέλος των συνθηκών Ρώμη Ι και ΙΙ , τα δικαστήρια των κρατών μελών της Ε.Ε. θα συνεχίσουν να σέβονται το επιλεχθέν από τα μέρη δίκαιο στην ίδια βάση με πριν. Έτσι, θεωρητικά, η επιλογή του αγγλικού δικαίου θα είναι σεβαστή εφόσον έχει διατυπωθεί γραπτώς στη σύμβαση.