Αγορές

«Φουσκώνουν» τα ελληνικά ομόλογα με το ρευστό από την ΕΚΤ


Την ώρα που η οικονομία βυθίζεται στην ύφεση και ο προϋπολογισμός σε μεγάλο έλλειμμα, τα ελληνικά ομόλογα δείχνουν να έχουν ήδη αφήσει πίσω την κρίση του κορονοϊού με τις αποδόσεις να κινούνται πολύ κοντά στα ιστορικά χαμηλά, που είχαν καταγραφεί τον Φεβρουάριο, πριν επιβληθεί το lockdown και αρχίσει η νέα μεγάλη περιπέτεια της οικονομίας.

Το φαινόμενο που περιέγραφε πρόσφατα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ως απομάκρυνση των αγορών από τα θεμελιώδη στοιχεία λόγω των τεράστιων παρεμβάσεων από τις κεντρικές τράπεζες είναι ορατό στην ελληνική αγορά ομολόγων, καθώς σήμερα η απόδοση του 10ετούς τίτλου αναφοράς υποχώρησε ένα «κλικ» υψηλότερα από το 1,10%, για να βρεθεί στο ίδιο σημείο όπου βρισκόταν στα τέλη του Φεβρουαρίου, πριν το ξέσπασμα της κρίσης του κορονοϊού.

Μάλιστα, η απόδοση βρίσκεται πλέον πολύ κοντά στο ιστορικό χαμηλό του 0,90%, που είχε καταγραφεί στα μέσα Φεβρουαρίου, ενώ μοιάζει πλέον σαν… κακό όνειρο η άνοδος της πολύ κοντά στο 4%, στις 18 Μαρτίου. Ένα επίπεδο, απαγορευτικό για νέες εκδόσεις ομολόγων, το οποίο σηματοδοτούσε τον αποκλεισμό της Ελλάδας από την αγορά ομολόγων, παραπέμποντας στις κακές μνήμες των πρώτων μηνών του 2010, πριν από το πρώτο μνημόνιο.

Κρίνοντας κανείς μόνο από την απόδοση του βασικού ομολόγου του Ελληνικού Δημοσίου, θα μπορούσε να θεωρήσει ότι οι επενδυτές θεωρούν πρακτικά ακίνδυνη μια επένδυση στα ελληνικά χρεόγραφα. Και πάντως λιγότερο επικίνδυνη από μια επένδυση στους τίτλους της Ιταλίας, που το τελευταίο διάστημα έχουν χάσει τη «μάχη» από τους ελληνικούς και έχουν σταθερά υψηλότερες αποδόσεις.

Στην πραγματικότητα, όμως, τα οικονομικά στοιχεία και οι προβλέψεις πιστοποιούν ότι οι προοπτικές των ελληνικών τίτλων σήμερα, σε σχέση με τον Φεβρουάριο, έχουν επιδεινωθεί αισθητά. Τον Φεβρουάριο, η Ελλάδα φαινόταν ότι με ευκολία θα έπιανε το στόχο για ένα πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, ενώ τώρα, σύμφωνα με τις μετριοπαθείς προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, οδεύει σε πρωτογενές έλλειμμα 2,9%. Το 2021, η κυβέρνηση εξακολουθεί να εκτιμά ότι η χώρα θα εμφανίσει πρωτογενές πλεόνασμα 2,5% του ΑΕΠ, ενώ η Κομισιόν το βλέπει πιο κοντά στο… μηδέν και το ΔΝΤ εκτιμά ότι θα καταγραφεί υψηλό πρωτογενές έλλειμμα. Σε κάθε περίπτωση, η αβεβαιότητα για τα δημοσιονομικά έχει επανέλθει στον ορίζοντα, ενώ τα προηγούμενα χρόνια είχε εξασθενήσει αισθητά.

Όλα αυτά, όμως, φαίνεται ότι είναι… ψιλά γράμματα για τους επενδυτές και τις τράπεζες που κινούν τα νήματα στην αγορά ομολόγων. Αυτοί βλέπουν κυρίως τα τεράστια ποσά ρευστότητας που απελευθερώνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και κατευθύνονται, εν μέρει, στα ελληνικά ομόλογα:

  • Μετά την ένταξη των ελληνικών τίτλων, για πρώτη φορά, σε πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, το ειδικό πρόγραμμα για την πανδημία (PEPP), που υπήρξε η κύρια αιτία αποκλιμάκωσης των αποδόσεων από τα τέλη Μαρτίου και μετά, η κεντρική τράπεζα έχει προχωρήσει σε μεγάλου ύψους αγορές ελληνικών ομολόγων, συμπιέζοντας τις αποδόσεις τους. Σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών, ήδη η ΕΚΤ έχει σχεδόν καλύψει το όριο αγοράς ελληνικών τίτλων που τίθεται με βάση το «κλειδί» συμμετοχής της Τράπεζας της Ελλάδος στο κεφάλαιο της ΕΚΤ και απομένουν αγορές μόνο 0,6 δισ. ευρώ για να εξαντληθεί το όριο, το οποίο πάντως έχει πάψει να δεσμεύει με απόλυτο τρόπο την κεντρική τράπεζα, που επιδιώκει να έχει «λυμένα χέρια», κυρίως για να υποστηρίζει με αγορές ομολόγων την Ιταλία. Το ποσό που έχει ρίξει η ΕΚΤ στη «ρηχή» ελληνική αγορά ομολόγων πλησιάζει τα 15 δισ. ευρώ και είναι αρκετό για να… καταστείλει οποιαδήποτε ανοδική κίνηση των αποδόσεων.
  • Η ΕΚΤ έχει χορηγήσει τεράστια ποσά ρευστότητας με αρνητικό επιτόκιο έως -1% στις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες εκτιμάται ότι έχουν ήδη δανεισθεί από αυτή την πηγή περισσότερα από 30 δισ. ευρώ. Παράλληλα, έχουν αρθεί οι περιορισμοί στις τοποθετήσεις σε ελληνικά ομόλογα. Έτσι, οι ελληνικές τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να ανακυκλώνουν σε κρατικούς τίτλους -κάτι που, βεβαίως, κάνουν και άλλες τράπεζες της ευρωζώνης- μεγάλα ποσά από τα μακροπρόθεσμα (τριετούς διάρκειας) δάνεια της ΕΚΤ. Έτσι, η ρευστότητα που κατευθύνεται στη δευτερογενή αγορά των ελληνικών ομολόγων είναι τόσο μεγάλη και με τόσο χαμηλό κόστος για τις τράπεζες, που θεωρητικά ακόμη και αν έπεφτε στο μηδέν η απόδοση των ομολόγων, πάλι θα κέρδιζαν από τη διαφορά επιτοκίου.

Προς το παρόν, όλες αυτές οι θετικές εξελίξεις σημαίνουν ότι, σε αντίθεση με όσα συνέβησαν το 2010, αυτή την φορά η Ελλάδα δεν διατρέχει κίνδυνο αποκλεισμού από την αγορά ομολόγων και το επιτελείο του υπουργείου Οικονομικών, ακόμη και σε πολύ δύσκολες συνθήκες για την οικονομία, μπορεί να εκδίδει τίτλους και να γίνονται… ανάρπαστοι από τους επενδυτές.

Όμως, υπάρχει και ένα μεγάλο «αλλά» για το οποίο έχει προειδοποιήσει η ΕΚΤ, στην τελευταία της έκθεση για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Αν εξελιχθούν άσχημα τα πράγματα σε αυτή τη νέα κρίση, οι επενδυτές μπορεί να αρχίσουν να επανεξετάζουν τους κινδύνους των επιμέρους οικονομιών της ευρωζώνης και να αποσύρουν κεφάλαια από τις ασθενέστερες, μεταφέροντας τα κεφάλαια στις πιο ισχυρές και ασφαλείς. Σε αυτή την περίπτωση, η θέση της Ελλάδας θα γίνει άκρως επισφαλής…