Με Άποψη

Φορολογική πολιτική και δικαιοσύνη


Με αφορμή τη δημόσια συζήτηση και τους έντονους διαξιφισμούς των κομμάτων για τη φορολογική πολιτική, πρέπει να επισημανθούν απαραιτήτως τα εξής:

πρώτον η Ελλάδα είναι η χώρα όπου οι έμμεσοι φόροι αποτελούν τη βασική πηγή των φορολογικών εσόδων, τα οποία υπεραποδίδουν εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα, ευνοώντας προφανώς τα δημοσιονομικά της χώρας. Υπάρχει μεγάλη αναντιστοιχία μεταξύ άμεσων και έμμεσων φόρων στη χώρα μας με την πλάστιγγα να γέρνει προς τους δεύτερους, οι οποίοι είναι κατ΄εξοχήν άδικοι, καθώς τους πληρώνει αναλογικά τόσο ο άνεργος, ο φτωχός όσο και ο εκατομμυριούχος επιχειρηματίας.

Δεύτερον και εξαιρετικά ουσιώδες είναι ότι η διαμάχη που έχει στηθεί γύρω από ένα ζήτημα όπως αυτό της φορολογίας, είναι μάλλον προσχηματική και άνευ ουσίας. Αυτό συμβαίνει διότι δεν είναι αποσαφηνισμένο και αρκούντως τεκμηριωμένο από το πολιτικό σύστημα, ποιοι πολίτες είναι ανήκουν στη περιβόητη μεσαία τάξη και αναλόγως πρέπει να φορολογηθούν, ποιοι πρέπει να λογίζονται ως πλούσιοι και ποιοι ως μη έχοντες. Δεν υπάρχει μια «ανόθευτη» εικόνα για τα εισοδήματα και τις περιουσίες, καθώς η φοροδιαφυγή παραμένει εκτεταμένη και λειτουργεί ως «γάγγραινα» για τη χώρα, προκαλώντας απώλειες δισεκατομμυρίων. 

Φοροδιαφυγή και παραοικονομία

Στην ιεραρχία αυτού που ονομάζεται «αποκατάσταση της κοινωνικής αδικίας» και την οποία επικαλούνται τα κόμματα, η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής θα πρέπει να αποτελεί κορυφαίο ζήτημα.  Στη χώρα μας η παραοικονομία έχει εξελιχθεί σε μηχανή πλουτισμού για συγκεκριμένες κατηγορίες  και εν πολλοίς αποτελεί κύριο συστατικό της οικονομικής δραστηριότητας.  Αυτό ισχύει εδώ και δεκαετίες αλλά κανείς δεν ακουμπάει τον «ελέφαντα στο δωμάτιο».

Η φορολογική δικαιοσύνη συνίσταται στην υιοθέτηση ενός δίκαιου συστήματος το οποίο θα βασίζεται σε αληθινά στοιχεία και δεδομένα που θα επεξεργάζεται και χρησιμοποιεί το κράτος. 

Πρέπει, πάντως, να καταγραφεί ότι είναι θετικό πως ένα τόσο σημαντικό θέμα όπως αυτό των φορολογικών, βρίσκεται στο επίκεντρο της προεκλογικής ατζέντας και  η δημόσια συζήτηση δεν αναλώνεται σε ανούσια και δευτερευούσης σημασίας ζητήματα. Δόθηκε η δυνατότητα στα κόμματα να θέσουν τις διαχωριστικές γραμμές τους με «πυξίδα» τα προγράμματα και την ιδεολογία τους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι διαθέτουν πειστικές απαντήσεις για όλα τα μείζονα ερωτήματα επί των φορολογικών.

Σαφώς προτιμότερη αυτή η συζήτηση, έστω υπό τη συνθήκη που γίνεται, από τις ανερμάτιστες και άνευ πολιτικής ουσίας διαμάχες για θέματα, όπως για παράδειγμα οι θεματικές ενότητες του ντιμπέιτ…

Νώντας Βλάχος