«Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και ο κ. Μητσοτάκης προσωπικά επέλεξαν να υποτιμήσουν την κοινοβουλευτική διαδικασία και να δυναμιτίσουν τη συναίνεση στο θέμα της επιστολικής ψήφου στις ευρωεκλογές. Από τη μία πλευρά δεν έκαναν αποδεκτές τις προτάσεις της αντιπολίτευσης που διόρθωναν ζητήματα αντισυνταγματικότητας, ζητήματα μυστικότητας και ταυτοπροσωπείας της ψήφου, και αφετέρου επέλεξαν να καταθέσουν αιφνιδιαστικά τροπολογία για επέκταση της επιστολικής ψήφου για τους απόδημους και στις εθνικές εκλογές, χωρίς καμία προηγούμενη συνεννόηση», εξήγησε ο Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Σωκράτης Φάμελλος, σε συνέντευξη που παραχώρησε χθες στο ραδιοφωνικό σταθμό City 106,1.
Ο Σ.Φάμελλος εξήγησε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είχε τοποθετηθεί αρχικά θετικά επί της αρχής, γιατί έκρινε ότι η πολιτική προτεραιότητα είναι να θεσπισθεί το δημοκρατικό εργαλείο της επιστολικής ψήφου στις ευρωεκλογές. Στη συνέχεια, ωστόσο, η κυβερνητική στάση τον υποχρέωσε να αλλάξει τη στάση του: «Θέλαμε να συμβάλλουμε ώστε να είναι αξιόπιστη μια διαδικασία που είναι στον πυρήνα της δημοκρατίας μας. Και για το λόγο αυτό καταθέσαμε τρεις τροπολογίες με συγκεκριμένες προτάσεις που θέσαμε ως προϋπόθεση για να υπερψηφίσουμε το νομοσχέδιο. Προτείναμε, μεταξύ άλλων, τη συγκρότηση πρότυπων εκλογικών τμημάτων για τα άτομα με ειδικές ανάγκες, προκειμένου να διασφαλίζεται η προσβασιμότητα, και ηλεκτρονικό εκλογικό κατάλογο για τους ψηφοφόρους εντός Ελλάδας προκειμένου να μπορούν να ψηφίσουν ανεξάρτητα από το σε ποια περιοχή της χώρας βρίσκονται. Και αυτό αφορά τους εποχικά εργαζόμενους, τους φοιτητές και πολλές ακόμη περιπτώσεις. Η κυβέρνηση επέλεξε να απορρίψει τις προτάσεις μας, παρότι συνηγορούσαν και στήριζαν την επιστολική ψήφο και τη συμμετοχή στις ευρωεκλογές, και επομένως και τη συναίνεση. Επιπλέον με την άρνησή της αυτή, η κυβέρνηση δεν επέλυσε και θέματα συνταγματικής τάξης, τα οποία είχαμε ήδη επισημάνει στην κ. Κεραμέως και στον κ. Λιβάνιο, στην ενημερωτική συνάντηση που είχαμε το Δεκέμβριο, δείχνοντας ότι υιοθέτησε μια εντελώς υποκριτική διαδικασία διαβούλευσης και συναίνεσης», υπογράμμισε.
Ο Σ.Φάμελλος στάθηκε ιδιαίτερα στο θέμα της αιφνιδιαστικής τροπολογίας που κατέθεσε η κυβέρνηση στην Ολομέλεια της Βουλής για επέκταση της επιστολικής ψήφου των αποδήμων και στις εθνικές εκλογές: «Η κυβέρνηση συνολικά με τη στάση της μας έδειξε ότι βάζει πάνω από όλα το κομματικό της συμφέρον, ιδίως επιλέγοντας να καταθέσει τη συγκεκριμένη τροπολογία όταν μάλιστα ξέρει ότι η ψήφισή της απαιτεί διευρυμένη πλειοψηφία 200 βουλευτών. Εκτός από την εντελώς αντικοινοβουλευτική πρακτική και την ακραία υποτίμηση της Βουλής, εξακολουθεί, σε ό,τι αφορά τις εθνικές εκλογές, να αρνείται να υιοθετήσει την τροπολογία του ΣΥΡΙΖΑ για τη σύσταση εκλογικών περιφερειών αποδήμων, με αποτέλεσμα να αρνείται στους απόδημους την εκλογή δικών τους εκπροσώπων στη Βουλή», τόνισε. Επεσήμανε επίσης ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έθεσε ως προτεραιότητα την κατάθεση προτάσεων για να μην υπάρχει δυνατότητα χειραγώγησης της ψήφου και να μην υπάρχουν συνταγματικά προβλήματα: «Για αυτό και καταθέσαμε την πρόταση για τον ηλεκτρονικό εκλογικό κατάλογο, και για τις εκλογικές περιφέρειες αποδήμων. Η κυβέρνηση είναι αυτή που αρνείται στους ψηφοφόρους εντός Ελλάδας τη δυνατότητα να ψηφίσουν όπου και αν βρίσκονται, και στους απόδημους το δικαίωμα εκπροσώπησης. Αυτές οι διακρίσεις δεν βοηθούν ούτε την κοινοβουλευτική συζήτηση, ούτε τη διαδικασία των εκλογών και τα δικαιώματα των πολιτών», σημείωσε.
Ερωτώμενος για τις πρόσφατες κυβερνητικές ανακοινώσεις για αύξηση του επιδόματος γέννησης, Ο Σ.Φάμελλος σημείωσε ότι χρειάζονται περισσότερα και πιο αποτελεσματικά μέτρα για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος: «Πάγια θέση μας είναι ότι υποστηρίζουμε τα μέτρα που ενισχύουν την κοινωνία, αλλά θέλουμε να υπάρχουν πραγματικές αλλαγές που κάνουν τη διαφορά. Υπάρχουν ζητήματα που αφορούν τη διαβίωση των νέων ζευγαριών και των οικογενειών, όπως με την ακρίβεια και τους μισθούς, με τις καλές και σωστές εργασιακές σχέσεις, και με το κόστος στέγης. Το επίδομα τέκνου, οι άδειες τοκετού και οι γονικές άδειες ιδιαίτερα στους γονείς που ασκούν ελεύθερο επάγγελμα, η πρόσβαση στους παιδικούς σταθμούς και γενικά στη στήριξη της εργαζόμενης μητέρας, αποτελούν επίσης απαραίτητα εργαλεία, και αυτά δεν γίνονται», τόνισε.
Αναφερόμενος ευρύτερα στο θέμα της ακρίβειας, ο Σ.Φάμελλος επανέλαβε ότι η κυβέρνηση εξακολουθεί να κάνει τον παρατηρητή αντί να παίρνει ουσιαστικά μέτρα ειδικά σε ό,τι αφορά προϊόντα και υπηρεσίες που χρησιμοποιούν όλοι: «Στο ρεύμα, στα καύσιμα, στις τραπεζικές υπηρεσίες, στις τηλεπικοινωνίες έχει επιτραπεί εδώ και τέσσερα χρόνια μια ακραία ακρίβεια, στην οποία συμμετέχει και η ίδια η κυβέρνηση. Η πολιτεία είναι βασικός μέτοχος και στη ΔΕΗ και στα ΕΛΠΕ, δύο εταιρείες με δεσπόζουσα θέση στους κλάδους τους. Αν η κυβέρνηση ήθελε πραγματικά να αντιμετωπίσει το ζήτημα, τότε όφειλε να επενδύσει σημαντικά περισσότερο στους ελεγκτικούς μηχανισμούς, που είναι έχουν αφυδατωθεί, και να περιορίσει τα υπερκέρδη στους κλάδους αυτούς. Πρέπει να μειωθούν οι προμήθειες των τραπεζών, η ψαλίδα των επιτοκίων, τα κέρδη στην ηλεκτροπαραγωγή και στην προμήθεια ρεύματος, το περιθώριο διύλισης στα καύσιμα. Αυτά περιλαμβάνονται στις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Τα πρόστιμα είναι σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στο μέγεθος του προβλήματος της αισχροκέρδειας και του εγχώριου πληθωρισμού απληστίας, όπου συμμετέχει και η ίδια η κυβέρνηση, εκ της θέσεως του μετόχου στη ΔΕΗ και στα ΕΛΠΕ, αλλά και μέσω της υπεραπόδοσης των εσόδων από το ΦΠΑ», σημείωσε.
Τέλος, αναφερόμενος στα χρονοδιαγράμματα για την ολοκλήρωση του μετρό Θεσσαλονίκης και της προμήθειας ηλεκτρικών λεωφορείων στον ΟΑΣΘ, στα οποία εκ νέου δεσμεύεται η κυβέρνηση, ο Σ.Φάμελλος δήλωσε δύσπιστος: «Μακάρι να υλοποιηθούν έστω και αυτές οι δεσμεύσεις. Εδώ και δύο χρόνια, κάθε εξάμηνο, η κυβέρνηση ανακοινώνει καθυστέρηση και νέο χρονοδιάγραμμα για την έναρξη λειτουργίας του μετρό, ενώ για τα ηλεκτρικά λεωφορεία ο διαγωνισμός είχε ξεκινήσει το 2019, από το ΣΥΡΙΖΑ, και ακυρώθηκε με αποτέλεσμα να καθυστερούμε τεσσεράμισι χρόνια. Και με το flyover, η κυβέρνηση έχει αποδειχθεί απόλυτα ανεπαρκής ξεκινώντας ένα έργο χωρίς κυκλοφοριακό σχεδιασμό για τις επιπτώσεις του, με αποτέλεσμα για τα επόμενα τέσσερα χρόνια οι κάτοικοι της πόλης να υποχρεώνονται να χάνουν μία με μιάμιση ώρα καθημερινά στον περιφερειακό», σημείωσε. Στάθηκε ιδιαίτερα στην αλαζονική στάση και στην αδράνεια της κυβέρνησης: «Ακόμα δεν έχει γίνει απολύτως τίποτα, και ακόμα και η τοποθέτηση των τροχονόμων δεν προκύπτει από κάποια μελέτη κρίσιμων σημείων σε όρους κυκλοφοριακού φόρτου. Είναι σαφές ότι το flyover δεν έπρεπε να ξεκινήσει πριν να ολοκληρωθεί το μετρό, το οποίο θα μείωνε τον κυκλοφοριακό φόρτο τουλάχιστον κατά 15%. Οι δυσκολίες διαχείρισης των επιπτώσεων κατά την κατασκευή της fly over, δημιουργήθηκαν από την ίδια την κυβέρνηση με τις αδικαιολόγητες και ατεκμηρίωτες επιλογές που έκανε και όχι από τους φορείς της πόλης τους οποίους εγκαλεί για τη σημερινή κατάσταση στους δρόμους της πόλης. Σήμερα έχουμε ένα πρόβλημα που χρειάζεται άμεσες λύσεις: κατ’ ελάχιστο κυκλοφοριακή μελέτη, κέντρο Διοίκησης και πρωτόκολλο αντιμετώπισης για έκτακτα συμβάντα. Πάντως αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί».