Δύσκολη άνοιξη για τη Διατλαντική Σχέση και αβέβαιο φθινόπωρο. Επί του παρόντος, η ανακωχή που συμφώνησαν οι Τραμπ και Γιουνκέρ ώστε οι αψιμαχίες -οι οποίες άρχισαν με πρωτοβουλία της αμερικανικής πλευράς, με επιλεκτική επιβολή δασμών- να μην εξελιχθούν σε γενικευμένο εμπορικό πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ, προκαλεί αμηχανία.
του Γιώργου Καπόπουλου*
Αμηχανία γιατί μετά την επεισοδιακή Σύνοδο Κορυφής της Ομάδας των G7 στο Κεμπέκ του Καναδά αλλά και τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, το ζητούμενο ήταν μια πιο αποφασιστική στάση των Ευρωπαίων εταίρων και στα δύο μέτωπα, τόσο στην συνεισφορά στην κοινή άμυνα όσο και στο διμερές εμπόριο.
Μέχρι στιγμής, πάντως, διαψεύσθηκε η προσδοκία ή μάλλον ο ευσεβής πόθος όλων όσοι πίστευαν ότι ο σκληρός μονομερής παρεμβατισμός του Τραμπ και η εκτός ορίων κάθε μορφής πολιτικής ορθότητας ρητορική του, θα πυροδοτούσαν τη δυναμική εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που βρίσκεται σε βραχυκύκλωμα μετά την απόρριψη από το Βερολίνο της πρότασης Μακρόν για τη μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης.
Προς το παρόν, η στάση της ευρωπαϊκής πλευράς απέναντι στις επιλογές και τη σκληρή ρητορική Τραμπ τόσο στο ΝΑΤΟ όσο και για το διμερές εμπόριο με την ΕΕ ορίζεται σε καθοριστικό βαθμό από τη βούληση του Βερολίνου για αποφυγή κλιμάκωσης της διατλαντικής κακοφωνίας και πολύ περισσότερο διάρρηξης της ενότητας της Δύσης.
Αυτό που σε άλλες εποχές, συνθήκες και συσχετισμούς θα ήταν για κάποιους ευκαιρία, τώρα για την Γερμανία είναι κίνδυνος.
Έτσι, όσο κατακάθεται η σκόνη από την ανορθόδοξη ρητορική Τραμπ, προβάλλει ένα σκηνικό διατλαντικής κακοφωνίας πολύ λιγότερο δραματικό από αυτό που είχε προκύψει όταν το 1966 ο Στρατηγός Ντε Γκολ ανακοίνωσε την αποχώρηση της Γαλλίας από το Στρατιωτικό Σκέλος του ΝΑΤΟ, αλλά και μετά το 1970 όταν ο Βίλι Μπραντ ξεκινούσε την Ostpolitik.
Πιο πρόσφατη χρονικά, αλλά πιο απόμακρη σε σχέση με τη γραμμή πλεύσης που επέβαλλε η Γερμανία στην ΕΕ απέναντι στον Τραμπ, προβάλλει η ανταρσία των Σρέντερ και Σιράκ, οι οποίοι την άνοιξη του 2003 συγκρούσθηκαν με τον Τζορτζ Μπους υιό για την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ και στη συνέχεια διαμήνυσαν ότι αναζητούν χειραφετημένη από το ΝΑΤΟ μέσω της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ασπίδας αλλά και της τριμερούς Συνεργασίας Κορυφής με τη Ρωσία του Πούτιν.
Ουσιαστικά, τα όποια βήματα χειραφέτησης της ΕΕ τόσο στην άμυνα και την ασφάλεια όσο και ως προς την αναζήτηση συμμαχιών με άλλα κέντρα οικονομικής ισχύος του πλανήτη θεωρούνται, κατά κύριο λόγο, κίνδυνος και όχι ευκαιρία στη γερμανική πρωτεύουσα.
Κυρίως επειδή, αν υπήρχε κλιμάκωση των αμερικανικών μέτρων δασμολογικής προστασίας, ο επόμενος στόχος του Τραμπ είχε προεξοφληθεί ότι θα ήταν η αυτοκινητοβιομηχανία της Γερμανίας.
Όμως, ο κύριος λόγος των χαμηλών τόνων και της έκδηλης διάθεσης αναζήτησης οριοθέτησης των διαφωνιών με τις ΗΠΑ είναι ο φόβος της Γερμανίας ότι μια δυναμική χειραφέτησης της Ευρώπης θα προκαλούσε δυναμική εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η οποία αργά η γρήγορα θα οδηγούσε στη δυναμική ομοσπονδιακής μετάλλαξης της σημερινής υβριδικής αλλά κατά κύριο λόγο διακρατικής ΕΕ, αρχής γενομένης από την Ευρωζώνη.
Με άλλα λόγια, μια χειραφέτηση και πολύ περισσότερο αντιπαράθεση-ρήξη της ΕΕ με τις ΗΠΑ θα ήταν η «κερκόπορτα» για να μπουν οι δύο προοπτικές που το Βερολίνο έχει βραχυκυκλώσει, η αμοιβαιοποίηση του κινδύνου αλλά και η μεταφορά πόρων εντός της Ευρωζώνης.
Έτσι, το σημερινό status quo στη διατλαντική σχέση αναδεικνύεται σε προαπαιτούμενο για τη διασφάλιση της περιχαράκωσης της Γερμανίας στο σημερινό status quo-βημάτων σημειωτόν ή για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους status quo-πλήρους ακινησίας στην Ευρωζώνη.
Αν η ανακωχή Τραμπ- Γιουνκέρ έχει δρόμο μπροστά της μέχρι να προκύψει συμφωνία για το διμερές εμπόριο ΗΠΑ-ΕΕ, σε ό,τι αφορά τις επικοινωνιακές εντυπώσεις ο Τραμπ και το επιτελείο του προφανώς θεωρούν ότι κέρδισαν και προφανώς προσδοκούν εκλογικά κέρδη στις ενδιάμεσες εκλογές που διεξάγονται στις ΗΠΑ στις αρχές Νοεμβρίου, για την επανεκλογή του συνόλου της Βουλής των Αντιπροσώπων και του ενός τρίτου των μελών της Γερουσίας.
Σε σύγκριση με το διμερές εμπόριο ΗΠΑ-ΕΕ, η διαμάχη για τη συνεισφορά στο ταμείο του ΝΑΤΟ, με τον Τραμπ να στοχοποιεί σχεδόν αποκλειστικά τη Γερμανία, προβάλλει ως πολύ λιγότερο δραματική: Τόσο η επιθετική ρητορική Τραμπ απέναντι στο Βερολίνο όσο και η συνεχιζόμενη απροθυμία της κυβέρνησης Μέρκελ να αποδεχθεί σημαντική αύξηση των αμυντικών δαπανών είναι μια έμμεση αλλά σαφέστατη ομολογία της μη ύπαρξης απειλής εξ Ανατολών για την ασφάλεια της Ευρώπης.
Με τη βεβαιότητα ότι η σημερινή Ρωσία δεν συνιστά απειλή, το Βερολίνο πρώτον συνεχίζει και εμβαθύνει την ενεργειακή συνεργασία και αλληλεξάρτηση με τη Ρωσία -με αιχμή την κατασκευή του υποθαλάσσιου αγωγού Φυσικού Αερίου Nord Stream 2- και αρνείται να αυξήσει στα ποσοστά που ζητεί η Ουάσιγκτον τις αμυντικές δαπάνες για να μην επηρεαστεί η σκληρή δημοσιονομική ευταξία που κινείται στο πλαίσιο των συνταγών και παρακαταθηκών που διαμόρφωσε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στη διάρκεια της μακράς θητείας του στο Υπουργείο Οικονομικών.
Αντίστοιχα ή μάλλον συμμετρικά, πέραν της ρητορικής εσωτερικής κατανάλωσης, οι ΗΠΑ ουδέποτε -ούτε σήμερα ούτε παλιότερα μετά αλλά και πριν από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου- ήθελαν χειραφέτηση των ευρωπαίων συμμάχων, οι οποίοι προφανώς θα διεκδικούσαν, σε περίπτωση αύξησης των αμυντικών δαπανών, θέση ισότιμου πόλου στην Ατλαντική Συμμαχία. Η εξάρτηση της Ευρώπης από την Αμυντική Ασπίδα των ΗΠΑ ήταν σαφής επιλογή της Ουάσιγκτον από την ίδρυση του ΝΑΤΟ το 1949 μέχρι και σήμερα.
Τούτων λεχθέντων, η σαφής επιλογή του Βερολίνου για ανακωχή και συμβιβασμό με την επιθετική πολιτική και ρητορική Τραμπ είναι πιθανόν να περάσει μια ακόμη σκληρή δοκιμασία, στην περίπτωση που οι ΗΠΑ επιβάλλουν κυρώσεις και κλιμακώσουν τις πιέσεις στην Τουρκία και τον Ερντογάν, για να πετύχουν την απελευθέρωση του πάστορα Μπράνσον. Η Γερμανία, αλλά και η πλειοψηφία των ευρωπαίων συμμάχων, δεν θα διακινδύνευε νέες ανεξέλεγκτες προσφυγικές ροές στο όνομα της στήριξης των ΗΠΑ απέναντι στον Ερντογάν.
* Αναδημοσίευση από τo 12o Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ