Μετά από μια διετία, κατά την οποία η ανάπτυξη της Ευρωζώνης βασίσθηκε σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση των καταναλωτικών δαπανών, οι κεφαλαιακές επενδύσεις αναμένεται να δώσουν μεσοπρόθεσμη ώθηση στην ανάπτυξη, σύμφωνα με τη χειμερινή έκδοση της τριμηνιαίας έρευνας της ΕΥ Eurozone Forecast (EEF). Η έρευνα προβλέπει ότι το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της Ευρωζώνης θα αυξηθεί κατά 1,5% το 2015, και στη συνέχεια κατά 1,8% το 2016 και το 2017.
Λόγω της αύξησης των εξαγωγών και της ανάκαμψης της εγχώριας ζήτησης, μία σειρά από τομείς της οικονομίας, όπως οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, οι επαγγελματικές υπηρεσίες, ο τουρισμός και η αναψυχή, θα κινηθούν στα όρια των παραγωγικών τους δυνατοτήτων. Επιπλέον, η βελτιωμένη πρόσβαση σε πιστώσεις και τα χαμηλά επιτόκια για το άμεσο μέλλον θα οδηγήσουν σε αυξημένη ζήτηση δανείων.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι συνολικές επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου θα αυξηθούν κατά 2,4% το 2016 – ο υψηλότερος ρυθμός από το 2007 – φθάνοντας στο 3,1% το 2017 και υποχωρώντας στο 2,5% το 2018 και το 2019. Ενώ η αύξηση αυτή των επενδύσεων υπολείπεται αυτής που σημειώθηκε κατά τη δεκαετία πριν το 2007, ένα μεγάλο μέρος της συσσώρευσης κεφαλαίου, που έλαβε χώρα κατά το διάστημα εκείνο, αφορούσε στον τομέα της στέγασης, πράγμα που σημαίνει ότι η επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των επενδύσεων δεν σημαίνει κατ' ανάγκη χαμηλότερες αναπτυξιακές προοπτικές.
Οι προοπτικές των εξαγωγών επηρεάζονται από την επιβράδυνση των αναδυόμενων αγορών
Οι πρόσθετες επενδύσεις κεφαλαίου αναμένεται να λειτουργήσουν συμπληρωματικά προς τις μεταρρυθμίσεις που ενίσχυσαν την ανταγωνιστικότητα και αύξησαν σημαντικά τις εξαγωγές ορισμένων οικονομιών της Ευρωζώνης τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, η επιβράδυνση στις αναδυόμενες αγορές θα μετριάσει τις προοπτικές. Παρά την ανάκαμψη των προηγμένων οικονομιών και τη χαμηλότερη συναλλαγματική ισοτιμία, η οποία βοηθήθηκε από τις αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ και την αναμενόμενη αυστηρότερη νομισματική πολιτική των ΗΠΑ, η EEF αναμένει ότι η αύξηση των εξαγωγών θα υποχωρήσει από 4,5% το 2015 στο 3,7% το 2016 και στο 3,4% μεταξύ 2017 και 2019.
Τα εισοδήματα από την εργασία θα δώσουν ώθηση στις καταναλωτικές δαπάνες
Ενισχυμένες από τη μείωση των τιμών του πετρελαίου, οι καταναλωτικές δαπάνες αποτέλεσαν τη βασική κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη το τελευταίο διάστημα. Στο επόμενο διάστημα, αν και η έκθεση αναμένει μία πιο ισορροπημένη ανάκαμψη με ισόρροπη συμβολή των επενδυτικών δαπανών και της κατανάλωσης, οι δαπάνες των νοικοκυριών θα παραμείνουν ζωτικής σημασίας. Η ανάκαμψη του εισοδήματος από την εργασία θα είναι η βασική κινητήρια δύναμη των καταναλωτικών δαπανών, κυρίως λόγω της ανάκαμψης του ρυθμού αύξησης των μισθών. Σύμφωνα με την έκθεση, οι καταναλωτικές δαπάνες θα αυξηθούν κατά 1,7% το 2015, 1,6% το 2016 και 1,4% μεσοπρόθεσμα.
Οι προοπτικές
Καθώς τα έκτακτα μέτρα λιτότητας ανήκουν πλέον σε μεγάλο βαθμό στο παρελθόν, οι κυβερνήσεις αναμένεται να υιοθετήσουν επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές. Μετά από έξι χρόνια συνεχούς συρρίκνωσης, αναμένεται ότι οι δημόσιες επενδύσεις θα αυξηθούν κατά 0,4% το 2016 και θα φθάσουν στο 3,2% ως το 2018, πριν αποκλιμακωθούν σταδιακά στη συνέχεια.
Δύσκολος ο δρόμος της υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων για την Ελλάδα
Συγκρατημένα αισιόδοξη στις εκτιμήσεις της για την Ελληνική οικονομία είναι η Oxford Economics, στα στοιχεία της οποίας βασίζεται η έκθεση EEF. Η έκταση των επιπτώσεων στην πραγματική οικονομία, της αβεβαιότητας του πρώτου εξαμήνου και των ελέγχων στη διακίνηση κεφαλαίων δεν έχουν μετρηθεί ακόμη με ακρίβεια. Το ΑΕΠ αυξήθηκε 0,9% στο δεύτερο τρίμηνο, καθώς τα νοικοκυριά έσπευσαν να μειώσουν τις αποταμιεύσεις τους ενόψει μιας πιθανής εξόδου από το ευρώ, αυτό όμως μεταφράζεται σε χαμηλότερη κατανάλωση κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους. Επιπλέον, οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν τον Ιούλιο θα έχουν κατά πάσα πιθανότητα εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες στην οικονομική δραστηριότητα. Ως αποτέλεσμα, προβλέπεται μία απότομη μείωση του ΑΕΠ κατά το δεύτερο εξάμηνο, ενώ η δημοσιονομική εξυγίανση που απαιτείται από το πρόγραμμα προσαρμογής θα οδηγήσει την Ελλάδα σε περαιτέρω ύφεση. Με τα σημερινά δεδομένα αναμένεται μια μείωση του ΑΕΠ κατά 2,9% το 2016, μετά από μια πιθανή αύξηση κατά 0,3% το τρέχον έτος.
Μετά την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού τομέα, η προσοχή πλέον έχει στραφεί στην εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού προγράμματος, με τις μελλοντικές εκταμιεύσεις των δόσεων να εξαρτώνται από την επιτυχή ολοκλήρωση των διαδοχικών αξιολογήσεων του προγράμματος. Η ελληνική κυβέρνηση ελπίζει ότι μια θετική πρώτη αξιολόγηση θα ανοίξει το δρόμο για να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις για μια πιθανή αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
Παρά το γεγονός ότι η ψήφιση των προαπαιτούμενων μέτρων υπήρξε πολιτικά δύσκολη, η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων παρουσιάζει ακόμη μεγαλύτερες προκλήσεις καθώς, σύμφωνα με τα δεδομένα της Oxford Economics, η Ελλάδα εισέρχεται σε μια περίοδο κατά την οποία οι περιοδικές αξιολογήσεις του προγράμματος, θα φέρνουν στην επιφάνεια διαρκώς αυξανόμενες αποκλίσεις μεταξύ των στόχων και των επιτευγμάτων του προγράμματος. Αυτό ενδέχεται να οδηγήσει σε νέα ένταση τις σχέσεις της χώρας με τους πιστωτές και να επαναφέρει στο προσκήνιο τις ανησυχίες ενός ενδεχόμενου Grexit. Ωστόσο, καθώς οι πρώτες σημαντικές αποπληρωμές δανειακών υποχρεώσεων της χώρας τοποθετούνται τον Ιούλιο, η Ελλάδα δεν αναμένεται να απασχολήσει τα πρωτοσέλιδα του Διεθνούς Τύπου κατά το πρώτο εξάμηνο του 2016.
Σχολιάζοντας τα συμπεράσματα της έρευνας και τα στοιχεία της Oxford Economics, ο Παναγιώτης Παπάζογλου, Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδας, παρατηρεί: «Μετά από μια πραγματικά ταραχώδη χρονιά, η ολοκλήρωση της συμφωνίας με τους δανειστές και η έγκριση των πρώτων προαπαιτούμενων από το ελληνικό κοινοβούλιο δημιουργούν τις προοπτικές για την επάνοδο της χώρας στην ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα. Ωστόσο, τα επόμενα βήματα υλοποίησης των συμφωνηθέντων εξακολουθούν να αποτελούν μια μεγάλη πρόκληση για τη χώρα. Οφείλουμε να επιμείνουμε στην επίτευξη των στόχων του προγράμματος και στη διατήρηση πολιτικής ομαλότητας, προκειμένου να εξασφαλίσουμε ότι η συζήτηση για το Grexit θα φύγει οριστικά από το τραπέζι και θα αποκατασταθεί πλήρως η εμπιστοσύνη. Για να επανέλθει η χώρα σε τροχιά ανάπτυξης και να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας που τόσο ανάγκη έχει η κοινωνία, η προσέλκυση νέων επενδύσεων αποτελεί μονόδρομο. Θα πρέπει λοιπόν να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες και προϋποθέσεις, οι οποίες θα ευνοούν και θα ενθαρρύνουν την επενδυτική δραστηριότητα στη χώρα μας».