Χωρίς τυμπανοκρουσίες, η Ευρωπαϊκή Ένωση κάνει μια σημαντική αλλαγή στους δημοσιονομικούς κανόνες της: για πρώτη φορά, αναγνωρίζει ότι η επιτήρηση των κρατών για την κατάρτιση των μεσοπρόθεσμων οικονομικών τους προγραμμάτων δεν μπορεί να γίνεται από τις Βρυξέλλες αυστηρά με τεχνοκρατικούς όρους, αλλά θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι αποφάσεις των ψηφοφόρων, τα προγράμματα των εθνικών κυβερνήσεων και οι εκλογικοί κύκλοι.
Η συμφωνία που επιτεύχθηκε στη σημερινή συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της ΕΕ (Ecofin) και θα πρέπει να εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ορίζει το πλαίσιο της επικείμενης διαπραγμάτευσης για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, οι οποίοι θα γίνουν γενικά πολύ πιο ελαστικοί, σύμφωνα με τις σχετικές συστάσεις που έχει απευθύνει η Κομισιόν και τις οποίες υιοθέτησαν σήμερα οι υπουργοί.
Το κείμενο συμπεράσματων που δόθηκε στη δημοσιότητα γενικά αποτελεί μια αντιγραφεί των συστάσεων της Κομισιόν, όμως έχει προστεθεί μια πολύ σημαντική παράγραφος, με την οποία εισάγεται στο «παιχνίδι» του καθορισμού της οικονομικής πολιτικής των κρατών η παράμετρος της Δημοκρατίας. Όπως αναφέρει η σχετική παράγραφος,
- Τα σχέδια (σ.σ.: οικονομικά προγράμματα τετραετούς διάρκειας) και οι πιθανές επικαιροποιήσεις θα πρέπει να αξιολογούνται από την Επιτροπή με πλήρη διαφάνεια, βάσει κοινών αρχών αξιολόγησης που θα συμφωνηθούν, και να υπόκεινται σε πολυμερή έλεγχο και έγκριση από το Συμβούλιο (σ.σ.: δηλαδή, η Κομισιόν δεν θα επιτηρεί τα κράτη χωρίς έλεγχο, αλλά θα υπόκειται, τελικά, στον έλεγχο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου).
- Το πλαίσιο θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη την ανάγκη να επιτραπεί στη δημοκρατική διαδικασία στα κράτη μέλη να διαμορφώσει τις οικονομικές πολιτικές τους. Ως εκ τούτου, όλα τα σχέδια θα μπορούσαν να ευθυγραμμιστούν, κατόπιν αιτήματος, με τον εθνικό εκλογικό κύκλο, να αναθεωρηθούν με την ανάδειξη νέων κυβερνήσεων και να επικαιροποιηθούν σε αντικειμενικές συνθήκες, διατηρώντας παράλληλα τη φιλοδοξία της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Πρόκειται για δύο πολύ σημαντικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του μηχανισμού οικονομικής επιτήρησης των κρατών μελών. Από τη μια, περιορίζονται τα περιθώρια ελευθερίας κινήσεων της Κομισιόν στην επιτήρηση, αφού εισάγεται μιας μορφής... επιτήρηση της Κομισιόν από τις κυβερνήσεις, που εκπροσωπούνται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Από την άλλη -και αυτό ίσως είναι το σπουδαιότερο- για πρώτη φορά γίνεται σύνδεση της οικονομικής επιτήρησης των κρατών μελών με τις αποφάσεις των ψηφοφόρων, τις εκλογικές διαδικασίες και τα προγράμματα που έχουν εκλεγεί για να εφαρμόσουν οι κυβερνήσεις. Πρόκειται για μια διατύπωση που διαμορφώθηκε ύστερα από αρκετές παρασκηνιακές αντιπαραθέσεις κυρίως μεταξύ Ιταλίας και Γερμανίας και η οποία σηματοδοτεί μια αρκετά σημαντική απομάκρυνση από το πνεύμα των δημοσιονομικών κανόνων που είχε επιβάλει αρχικά, τη δεκαετία του '90, ο τότε υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Τέο Βάιγκελ, ως απαράβατο όρο για να προχωρήσει η νομισματική ενοποίηση. Σύμφωνα με τη λογική που ακολουθούσαν πιστά οι γερμανικές κυβερνήσεις, η εφαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων πρέπει να γίνεται με αυστηρά τεχνοκρατικά κριτήρια, χωρίς να υπολογίζονται οι πολιτικές παράμετροι.
Στο πέρασμα των χρόνων, όμως, αυτή η αντίληψη αποδείχθηκε ότι δεν μπορούσε να λειτουργήσει αποτελεσματικά, ιδιαίτερα σε δύσκολες οικονομικές συνθήκες. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, ίσως, ήταν η σφοδρή αντιπαράθεση των ευρωπαϊκών θεσμών και κυβερνήσεων με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το 2015, όταν η εμμονή των Ευρωπαίων (και κυρίως των Γερμανών) στην απαρέγκλιτη εφαρμογή από μια νέα κυβέρνηση όσων είχαν συμφωνηθεί από προηγούμενες ανέβασε κατακόρυφα τις εντάσεις και ήταν μία σημαντική παράμετρος στην ανεξέλεγκτη κλιμάκωση της αντιπαράθεσης, το καλοκαίρι του 2015.
Η σημερινή στροφή των Ευρωπαίων υπέρ της εισαγωγής πολιτικών παραμέτρων στην οικονομική πολιτική αντανακλά, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, τη σοβαρή αντιπαράθεση των Βρυξελλών και της Γερμανίας με τη νέα, δεξιά κυβέρνηση της Μελόνι στην Ιταλία. Παρότι όλες οι πλευρές φροντίζουν -σε μια περίοδο όπου η Ευρώπη θέλει να δείχνει προς τα έξω την ενότητά της, λόγω και του πολέμου στην Ουκρανία- να αποφεύγουν οξείες δημόσιες αντιπαραθέσεις, η σχέση της νέας κυβέρνησης με τις Βρυξέλλες είναι αρκετά δύσκολη, καθώς το πρόγραμμα της Μελόνι δεν θεωρείται συμβατό με τη «γραμμή» που δίνει η Κομισιόν.
Ενδεικτικό της σοβαρότητας αυτής της αντιπαράθεσης είναι ότι η Ρώμη κρατά σε «ομηρία» την αναθεωρημένη συνθήκη για τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, καθώς είναι η μοναδική πρωτεύουσα που αρνείται να την επικυρώσει και χρησιμοποιεί αυτό το βέτο σαν ένα ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο, για να εξασφαλίσει ότι θα υπάρξει μια αμοιβαία αποδεκτή λύση για την οικονομική πολιτική που θα εφαρμοσθεί στην Ιταλία τα επόμενα χρόνια. Η αναθεωρημένη συνθήκη είναι εξαιρετικά σημαντική, ιδιαίτερα αυτή την περίοδο αβεβαιότητας, καθώς καθιερώνει για πρώτη φορά τη δυνατότητα του ESM να χρηματοδοτεί τις εκκαθαρίσεις προβληματικών τραπεζών, στο πλαίσιο της τραπεζικής ένωσης.
Προς το παρόν δεν είναι σαφές πώς ακριβώς θα λειτουργήσει στην πράξη αυτή η νέα, πολιτική και τεχνοκρατική διαδικασία επιτήρησης των κυβερνήσεων από την Κομισιόν. Είναι βέβαιο, όμως, ότι η θέση των εθνικών κυβερνήσεων στις διαπραγματεύσεις θα ενισχυθεί και τα προγράμματά τους, ακόμη και αν η Κομισιόν επισημαίνει ότι έχουν τεχνικά προβλήματα, θα πρέπει να συζητούνται σοβαρά και να λαμβάνονται υπόψη στον τελικό σχεδιασμό.
Το ανακοινωθέν του Ecofin
Το Συμβούλιο Υπουργών Οικονομικών της ΕΕ (Ecofin), συμφώνησε σήμερα σε βασικούς προσανατολισμούς για τη μεταρρύθμιση του ευρωπαϊκού πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης.
«Η πανδημική κρίση καθώς και οι συνέπειες του ρωσικού πολέμου κατά της Ουκρανίας συνέβαλαν στην περαιτέρω αύξηση των ήδη υψηλών επιπέδων χρέους, τα οποία πρέπει να μειωθούν με σταδιακό και ρεαλιστικό τρόπο», αναφέρουν στα συμπεράσματά τους οι Υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ.
Οι τομείς σύγκλισης απόψεων μεταξύ των κρατών-μελών σχετικά με ένα μεταρρυθμισμένο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης είναι οι εξής:
- Οι τιμές αναφοράς του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης στο 3% για το δημοσιονομικό έλλειμα και 60% για το λόγο του δημόσιου χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν σε τιμές αγοράς, παραμένουν αμετάβλητες. Το πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης θα πρέπει να διασφαλίζει ότι αυτές οι τιμές αναφοράς τηρούνται με πιο αποτελεσματικό, αποδοτικό και βιώσιμο τρόπο.
- Όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρουσιάσουν εθνικά μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά-διαρθρωτικά σχέδια, μόλις τεθεί σε ισχύ ένα μεταρρυθμισμένο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης. Τα εθνικά σχέδια θα πρέπει να καλύπτουν τη δημοσιονομική πολιτική, τις μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις. Τα σχέδια θα πρέπει να θέτουν μια εθνική δημοσιονομική πορεία που θα καθορίζεται από το επίπεδο των καθαρών πρωτογενών δαπανών.
- Τα κράτη-μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν μια δημοσιονομική προσπάθεια για να τεθεί το χρέος σε μια αρκετά πτωτική πορεία ή να διατηρηθεί σε συνετά επίπεδα, διατηρώντας παράλληλα τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών και προωθώντας τις μεταρρυθμίσεις και τις δημόσιες επενδύσεις.
- Η περίοδος δημοσιονομικής προσαρμογής θα μπορούσε να παραταθεί, εάν ένα κράτος μέλος δεσμευτεί σε ένα σύνολο μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων που ενισχύουν τις προοπτικές ανάπτυξης και αντιμετωπίζουν τις στρατηγικές προτεραιότητες της ΕΕ, όπως οι δημόσιες επενδύσεις για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση και η ενίσχυση αμυντικών δυνατοτήτων.
- Για όλα τα κράτη μέλη, τα εθνικά σχέδια θα πρέπει να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με το κριτήριο του ελλείμματος ή επαρκή και αξιόπιστη πρόοδο προς τη συμμόρφωση σύμφωνα με, κατά περίπτωση, τυχόν σχετικές συστάσεις του Συμβουλίου. Η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος για τα κράτη-μέλη που παραβιάζουν το όριο του 3% του ΑΕΠ, θα παραμείνει αμετάβλητη.
- Για τα κράτη μέλη με αναλογία δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ άνω του 60%, τα εθνικά μεσοπρόθεσμα σχέδια θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η αναλογία μειώνεται επαρκώς. Για τα κράτη μέλη με αναλογία δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ κάτω του 60%, αλλά με προκλήσεις για το δημόσιο χρέος, το εθνικό μεσοπρόθεσμο σχέδιο πρέπει να διασφαλίζει ότι ο λόγος παραμένει σε συνετά επίπεδα. Για τα κράτη μέλη με χαμηλές προκλήσεις για το δημόσιο χρέος, η δημοσιονομική πορεία στα εθνικά σχέδια θα πρέπει να διασφαλίζει ότι το έλλειμμα διατηρείται αξιόπιστα κάτω από 3% σε συνεχή βάση ή επαρκώς μειώνεται σε αυτό το όριο, και ότι ο δείκτης χρέους διατηρείται σε συνετό επίπεδο, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να εξασφαλιστεί μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών και να αποφευχθεί η αδικαιολόγητη συσσώρευση χρέους.
- Η επιβολή των κανόνων θα πρέπει να γίνει πιο αποτελεσματική, μεταξύ άλλων μέσω μεγαλύτερης διαφάνειας. Το κοινό εποπτικό πλαίσιο θα πρέπει να επιτρέπει την επιβολή οικονομικών κυρώσεων που θα είναι λιγότερο περιοριστικές, αλλά πιο ρεαλιστικές στην εφαρμογή τους.
- Οι υπουργοί οικονομικών της ΕΕ καλούν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πριν δημοσιεύσει τις νομοθετικές της προτάσεις (εντός του Απριλίου), να λάβει υπόψη τις συγκλίνουσες απόψεις των κρατών μελών και να συνεχίσει να συνεργάζεται με τα κράτη μέλη στους τομείς όπου χρειάζονται πρόσθετες συζητήσεις.
- Τα σημερινά συμπεράσματα για τη μεταρρύθμιση του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης θα πρέπει να εγκριθούν από το εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Στη συνέχεια, η Επιτροπή θα υποβάλει τη νομοθετική της πρόταση στις αρχές Απριλίου, με στόχο την επίτευξη πολιτικής συμφωνίας στο Συμβούλιο και με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πριν από το τέλος της τρέχουσας νομοθετικής περιόδου.