Με Άποψη

Ευκαιρία για τον Ελληνισμό η επιλογή του Τζ. Τσούνη για την πρεσβεία στην Αθήνα


Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται, κατά κοινή παραδοχή, στο καλύτερο επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών, λαμβάνοντας ώθηση από τη σύμπτωση συμφερόντων των δύο χωρών σε ένα νέο γεωπολιτικό περιβάλλον. Ο πρέσβης στην Αθήνα, Τζέφρι Πάιατ προσέφερε σπουδαίες υπηρεσίες στην αναβάθμιση των σχέσεων, ενώ τώρα ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν προχωρά σε μια επιλογή προσώπου για την πρεσβεία στην Αθήνα, του Ελληνοαμερικανού Τζόρτζ Τσούνη, που θα μπορούσε να σηματοδοτήσει τη μετάβαση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων σε μία ακόμη καλύτερη περίοδο.

Του Βασίλη Τζήμα

Ο στρατηγικός ρόλος της Ελλάδας ως πυλώνας σταθερότητας στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ  έχει ενισχυθεί αποφασιστικά υπό το φως των μεγάλων γεωπολιτικών ανακατατάξεων στην ευρύτερη περιοχή:

  1. Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, η Τουρκία βρίσκεται σταθερά σε τροχιά απόκλισης από την Ατλαντική Συμμαχία και την αμερικανική πολιτική και συγκλίνει απροκάλυπτα με τη Ρωσία, υιοθετώντας αντιαμερικανική πολιτική ρητορική και διπλωματική στάση. Παράλληλα, η Τουρκία αναπτύσσει επιθετικότητα στην ανατολική Μεσόγειο, επιχειρώντας να υφαρπάξει ενεργειακούς πόρους, κυρίως εις βάρος της Κύπρου και της Ελλάδας, με τρόπο που διαταράσσει τις ισορροπίες στην περιοχή και δημιουργεί συνεχώς κινδύνους ανάφλεξης.
  2. Η επιθετικότητα της Ρωσίας στην Ουκρανία, όπου για πρώτη φορά άλλαξαν σύνορα στη μεταπολεμική Ευρώπη δια της βίας, έχει δημιουργήσει νέες στρατηγικές προτεραιότητες στο NATO και την Ουάσιγκτον για την ανάσχεση της ρωσικής επιθετικότητας και δημιουργεί την απαίτηση για τη δυνατότητα άμεσης ανάπτυξης δυνάμεων του NATO στην Αν. Ευρώπη, σε περίπτωση εκδήλωσης νέας επιθετικής πρωτοβουλίας από τη Ρωσία.

Σε αυτό το πλαίσιο μεγάλων αλλαγών στο γεωπολιτικό υπόβαθρο των ελληνοαμερικανικών σχέσεων εντάσσεται η αναβάθμισή τους, τα τελευταία χρόνια, σε όλα τα επίπεδα. Η Ελλάδα αναδεικνύεται ως το σταθερό σημείο αναφοράς της Συμμαχίας στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, καθώς η Τουρκία απομακρύνεται από το NATO ή υπονομεύει τις λειτουργίες του. Αναδεικνύεται, επίσης, ως κύρια πύλη εισόδου των αμερικανικών δυνάμεων αποτροπής της ρωσικής επιθετικότητας στην Αν. Ευρώπη, μέσω των λιμανιών της Αλεξανδρούπολης και της Θεσσαλονίκης. Επιπλέον, έχει κομβικό ρόλο στη διακίνηση αμερικανικού, υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) στις ευρωπαϊκές αγορές, ο οποίος θα ενισχυθεί με τη λειτουργία του τερματικού σταθμού στην Αλεξανδρούπολη.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο Τζέφρι Πάιατ, ένας ικανότατος διπλωμάτης καριέρας, είχε τα προηγούμενα χρόνια μεγάλη συμβολή στην προαγωγή των ελληνοαμερικανικών σχέσεων σε όλα τα επίπεδα, από το διπλωματικό και στρατιωτικό, ως το οικονομικό και επιχειρηματικό. Ο Τζ. Πάιατ βρέθηκε σταθερά στο πλευρό της Ελλάδας, υποστηρίζοντας τις αρχές της διεθνούς νομιμότητας έναντι των τουρκικών επιθετικών διεκδικήσεων, ενώ πιστώνεται την πρωτοφανή ανάπτυξη του επενδυτικού ενδιαφέροντος κορυφαίων αμερικανικών εταιρειών για την Ελλάδα, που έφερε αποτελέσματα, όπως η επένδυση της Pfizer στη Θεσσαλονίκη, ή η διάσωση των ναυπηγείων Σύρου και Ελευσίνας από την Onex.

Η επιλογή του Τζορτζ Τσούνη

Μετά την απολύτως επιτυχημένη θητεία Πάιατ, ο πρόεδρος Μπάιντεν, που διατηρεί εξαιρετικά στενούς δεσμούς με την ελληνοαμερικανική κοινότητα στις ΗΠΑ και γνωρίζει σε βάθος τα ζητήματα της Ελλάδας και της Ανατολικής Μεσογείου, πήρε μια απόφαση για αλλαγή κατεύθυνσης. Δεν αναζήτησε τον επόμενο πρεσβευτή από τις τάξεις των διπλωματών καριέρας, αλλά αποφάσισε να προτείνει για τη θέση ένα διαπρεπή Ελληνοαμερικανό επιχειρηματία και νομικό, τον Τζορτζ Τσούνη.

Σημειώνεται ότι ο πρόεδρος Μπάιντεν, βαθύς γνώστης της διπλωματίας, επέλεξε και σε άλλες περιπτώσεις πρόσωπα εκτός διπλωματικού σώματος για υψηλές θέσεις. Χαρακτηριστικότερη, ίσως, είναι η περίπτωση του Νίκολας Μπερνς, γνωστού και από την επιτυχημένη θητεία τους στην πρεσβεία της Αθήνας, ο οποίος είχε ακολουθήσει ακαδημαϊκή πορεία εδώ και αρκετά χρόνια, και επελέγη για τη θέση του πρεσβευτή στο Πεκίνο, τη σημαντικότερη θέση αυτή την περίοδο στις ανά τον κόσμο διπλωματικές αποστολές των ΗΠΑ.

Η επιλογή του Τζορτζ Τσούνη είναι μια πολιτική απόφαση με υψηλό συμβολισμό, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια νέα εποχή των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Είναι μια απόφαση που τιμά την ελληνική ομογένεια και εμπράκτως αναγνωρίζει τη συμβολή της ελληνοαμερικανικής κοινότητας στη διαμόρφωση των διεθνών σχέσεων των ΗΠΑ, ενισχύοντας την ήδη αυξημένη επιρροή της στη χάραξη της αμερικανικής πολιτικής στην ευρύτερη περιοχή.

Ο Τζουρτζ Τσούνης είναι το καταλληλότερο πρόσωπο για να «γεφυρώσει» την αμερικανική διπλωματία με την ελληνική κυβέρνηση και την ομογένεια, ανοίγοντας νέους δρόμους στη διμερή συνεργασία. Είναι ένας παράγοντας της ελληνοαμερικανικής κοινότητας που έχει κατακτήσει την προσωπική εμπιστοσύνη του προέδρου Μπάιντεν και μπορεί να αναδειχθεί ως ένας από τους σημαντικότερους συμβούλους του για τα θέματα που αφορούν την Ελλάδα, αφού έχει άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας ως μητρικής, παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στην Ελλάδα και μπορεί να δώσει νέα ώθηση στην ανάπτυξη των διμερών σχέσεων.

Παράλληλα, ο Τζορτζ Τσούνης θα διατηρεί ανοικτή γραμμή επικοινωνίας με το ελληνοαμερικανικό λόμπι της Ουάσιγκτον, που διανύει μια εξαιρετική περίοδο αναβάθμισης της επιρροής του στη διοίκηση και τα νομοθετικά σώματα και έχει συμβάλει αποφασιστικά στη λήψη αποφάσεων που υποστηρίζουν τις ελληνικές θέσεις και ορθώνουν φραγμούς στην τουρκική επιθετικότητα σε πολλά επίπεδα.

Ο Τσούνης είναι μετανάστης δεύτερης γενιάς στις ΗΠΑ. Οι γονείς του έλκουν την καταγωγή τους από την ορεινή Ναυπακτία, όπου άκμασε στα αρχαία χρόνια η Αιτωλική Συμπολιτεία. Κατ’ αυτή την έννοια, στο πρόσωπο του Τσούνη ο πρόεδρος Μπάιντεν τη Δημοκρατία του Θέρμου, την Αιτωλική Συμπολιτεία, η οποία λειτουργούσε πάνω σε απόλυτα δημοκρατικές αρχές και είχε ομοσπονδιακή διάρθρωση θεμελιωμένη στην αναγνώριση της ισοτιμίας και της ολοκληρωτικής αυτονομίας των μελών της. Η Αιτωλική Συμπολιτεία αποτέλεσε ένα από σημαντικότερα πρότυπα για τη θεμελίωση της σύγχρονης αμερικανικής Δημοκρατίας και το παράδειγμά της διδάσκει τις αξίες της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας.

Ο Τσούνης γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη, ενώ παρακολούθησε το ελληνικό σχολείο. Δεν είναι μόνο ένας επιχειρηματίας με μεγάλη εμπειρία στην τουριστική βιομηχανία, ως ιδρυτής και εκτελεστικός διευθυντής του ξενοδοχειακού ομίλου Chartwell Hotels. Έχει λαμπρές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και στο St. John’s University, από το οποίο έλαβε πτυχίο Νομικής και είναι ιδρυτής μίας από τις μεγαλύτερες νομικές εταιρείες του Λονγκ Άιλαντ. Έχει αναπτύξει έντονη πολιτική δραστηριότητα και διατηρεί άριστες σχέσεις με κορυφαίους Αμερικανούς πολιτικούς. Είχα την τιμή να διαπιστώσω προσωπικά το υψηλό επίπεδο της σχέσης του με την πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι. Εξίσου στενή είναι η σχέση του και με τον γερουσιαστή Ρόμπερτ Μενέντες, πρόεδρο της επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας.

Ο διορισμός του Τζ. Τσούνη δεν θα είναι μια τυπική διαδικασία, καθώς έχει προκαλέσει αντιδράσεις από το διπλωματικό κατεστημένο των ΗΠΑ, με πολλούς διπλωμάτες να υποστηρίζουν ότι στην πρεσβεία της Αθήνας δεν θα πρέπει να τοποθετηθεί ένα πρόσωπο χωρίς διπλωματική ιδιότητα και αντίστοιχη εμπειρία. Οι αντιδράσεις αυτές εντάσσονται στη γνωστή εδώ και χρόνια «μάχη οπισθοφυλακών» που δίνουν οι Αμερικανοί διπλωμάτες για να διατηρούν τον έλεγχο κρίσιμων θέσεων από διπλωμάτες καριέρας και όχι από πρόσωπα που επιλέγονται από τον Λευκό Οίκο.

Η διοίκηση Μπάιντεν συνεχίζει να στηρίζει την υποψηφιότητα Τσούνη παρά τις αντιδράσεις αυτές και το πιθανότερο είναι ότι ο Ελληνοαμερικανός υποψήφιος θα γίνει ο επόμενος πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Αθήνα, για να έχει τη δυνατότητα να οδηγήσει σε ένα νέο επίπεδο τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις με έναν ισχυρότερο ρόλο και της ομογένειας και με κύρια προτεραιότητα την προαγωγή των κοινών συμφερόντων της Ελλάδας με την Αμερική.