Οι θεσμικοί επενδυτές επικεντρώνονται πλέον στη μακροπρόθεσμη αξία, με το 97% να δηλώνει ότι πραγματοποιεί είτε μια άτυπη αξιολόγηση, είτε μια δομημένη και μεθοδική αξιολόγηση των μη-χρηματοοικονομικών δημοσιοποιήσεων, μιας εταιρείας η οποία αποτελεί επενδυτικό στόχο, στις επενδυτικές τους αποφάσεις. Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε κατά 19 ποσοστιαίες μονάδες, σε σχέση με το 78% της αντίστοιχης έρευνας του 2017. Σχεδόν όλοι οι ερωτηθέντες επενδυτές (96%) δηλώνουν ότι αυτές οι πληροφορίες έχουν περιστασιακά (62%) ή συχνά (34%) διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων, ενώ το 89% πιστεύει ότι οι περιβαλλοντικές, οι κοινωνικές και οι πληροφορίες εταιρικής διακυβέρνησης (environmental, social and governance – ESG) θα αποκτήσουν μεγαλύτερη αξία, σε περίπτωση ύφεσης ή διόρθωσης της αγοράς.
Αυτά είναι μερικά από τα ευρήματα της τέταρτης έρευνας του τμήματος Υπηρεσιών Κλιματικής Αλλαγής και Βιώσιμης Ανάπτυξης της ΕΥ, η οποία καταγράφει τις απόψεις 260 θεσμικών επενδυτών παγκοσμίως, το 40% των οποίων έχει υπό τη διαχείρισή του χαρτοφυλάκιο που ξεπερνά τα 10 δις δολάρια.
Η ζήτηση των θεσμικών επενδυτών για υποχρεωτικά μη-χρηματοοικονομικά λογιστικά πρότυπα, επίσης, αυξάνεται. Το 59% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι βελτιωμένα λογιστικά πρότυπα για τη μη-χρηματοοικονομική πληροφόρηση θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμα, ποσοστό αυξημένο δραματικά από το 26% που κατέγραψε η αντίστοιχη περσινή έρευνα. Επιπλέον, ο κίνδυνος ή ένα ιστορικό κακών πρακτικών διακυβέρνησης, θα οδηγούσε το 62% των επενδυτών να αποκλείσει άμεσα μια επένδυση, έναντι του 27% που είχε δώσει την ίδια απάντηση το 2015.
Οι ερωτηθέντες δήλωσαν, επίσης, ότι οι ESG πληροφορίες θα πρέπει να τυποποιηθούν, προκειμένου να δημιουργηθούν σημεία αναφοράς (benchmarks) για την πραγματοποίηση συγκρίσεων και να αναδειχθούν οι επικρατούσες τάσεις.
Εκκλήσεις για αυξημένες ρυθμίσεις
Το 70% των θεσμικών επενδυτών που συμμετείχαν στην έρευνα δηλώνει ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές είναι οι καταλληλότερες για να καλύψουν το κενό μεταξύ των αναγκών των επενδυτών για μη-χρηματοοικονομική πληροφόρηση και της πληροφόρησης που τελικά παρέχεται από τις επιχειρήσεις. Επιπλέον, οι ερωτηθέντες αναφέρουν ότι επιδιώκουν μια αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ τους με τις ρυθμιστικές αρχές και τους οργανισμούς, όπως οι εμπορικές ενώσεις και οι μη-κυβερνητικές οργανώσεις, για να καθιερώσουν κατάλληλα και αποτελεσματικά πρότυπα αναφορών και να εξασφαλίσουν πρόσβαση σε καλύτερα δεδομένα.
Επιπλέον, οι θεσμικοί επενδυτές διαπιστώνουν ότι οι επιχειρήσεις γίνονται καλύτερες στην αξιολόγηση των σημαντικών τους θεμάτων, ωστόσο υπάρχουν ακόμη σημαντικά περιθώρια βελτίωσης, καθώς παρατηρούνται διαφοροποιήσεις σε διαφορετικές αγορές. Το 87% των ερωτηθέντων αναφέρει ότι οι επιχειρήσεις αποτιμούν ικανοποιητικά τις ESG πληροφορίες. Οι τέσσερις κύριοι παράγοντες που ωθούν τις εταιρείες να δημοσιοποιούν λεπτομέρειες για τις ESG και τις μη-χρηματοοικονομικές δραστηριότητές τους, είναι η κανονιστική συμμόρφωση (90%), η διαχείριση κινδύνων (87%), η ανάλυση της στρατηγικής για τη δημιουργία γενικότερης μακροπρόθεσμης αξίας (78%) και οι πιέσεις από τον ανταγωνισμό (70%).
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, ο Βασίλειος Καμινάρης, Εταίρος και Επικεφαλής του τμήματος Υπηρεσιών Διασφάλισης της ΕΥ Ελλάδος και της περιοχής της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, δηλώνει: «Η νέα έρευνα της ΕΥ αναδεικνύει τη σημασία της μη-χρηματοοικονομικής πληροφόρησης, καθώς οι θεσμικοί επενδυτές σε όλον τον κόσμο αναζητούν πληρέστερη ενημέρωση για τα μη-χρηματοοικονομικά μεγέθη των επιχειρήσεων. Ζητούν, επίσης, ένα πιο σαφές κανονιστικό περιβάλλον για τις αντίστοιχες αναφορές. Οι επιχειρήσεις, τόσο στην Ελλάδα, όσο και διεθνώς, θα πρέπει να κατανοήσουν πως τα χρηματοοικονομικά μεγέθη από μόνα τους, δεν είναι πλέον αρκετά. Για να ξεχωρίσουν και να επιβιώσουν, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να εξασφαλίσουν την απαραίτητη πληροφόρηση που θα επιτρέπει στους επενδυτές και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να αποκτήσουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τις δραστηριότητες και τις προοπτικές τους».