Η προσφυγική κρίση στην ΕΕ έφτασε στην κορύφωσή της στα τέλη του 2015 και στις αρχές του 2016, με την Ελλάδα και την Ιταλία να βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα τεράστιο προσφυγικό ρεύμα. Τόσο η Κομισιόν όσο και πολλά κράτη-μέλη δεν συνέβαλαν αποφασιστικά στη διαχείριση και στον καλύτερο καταμερισμό των προσφύγων μεταξύ των κρατών-μελών, με τη συμφωνία μετεγκατάστασης να μην καταφέρνει να πιάσει τους στόχους της.
Η αδυναμία των κρατών-μελών να αντιμετωπίσουν το προσφυγικό ζήτημα με πνεύμα σύμπνοιας, αλληλεγγύης και συνεργασίας, οδήγησε τις Βρυξέλλες στην προώθηση και στήριξη της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας, με αποτέλεσμα οι ροές να τεθούν υπό έλεγχο, αλλά το θεσμικό και νομικό πλαίσιο που διατρέχει τη συμφωνία αναφορικά με την πλήρη προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να έχει «γκρίζα σημεία».
Συνολικά αυτά τα τρία χρόνια που το προσφυγικό αποτελεί μείζον θέμα για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τα κράτη-μέλη, δεν υπήρξε ποτέ μια συγκροτημένη προσπάθεια διαχείρισης του ζητήματος με βάση τις πραγματικές δυνατότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε αναζητήθηκε ποτέ μια λύση που να αναγνωρίζει τόσο τις ανάγκες των προσφύγων και των μεταναστών όσο και τις θετικές προοπτικές που γεννούσαν τα προσφυγικά ρεύματα για την κοινωνική, οικονομική και δημογραφική ανάπτυξη σε πολλά κράτη-μέλη.
Αντίθετα, από το 2016 μέχρι και σήμερα, αυτό που παρατηρείται σε επίπεδο Κομισιόν, Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και Ευρωκοινοβουλίου είναι μια διαρκής και συντεταγμένη αναμόχλευση του ζητήματος της προσφυγικής κρίσης από τις ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις σε αγαστή συμμαχία με την πλέον συντηρητική πτέρυγα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος.
Οι αριθμοί δείχνουν ότι ναι μεν οι εντεινόμενες κατά καιρούς προσφυγικές ροές προκαλούν ισχυρές πιέσεις, ιδίως στην Ελλάδα και την Ιταλία αλλά δεν βρισκόμαστε σε φάση «κρίσης». Το σημαντικό αυτό ζήτημα, αξιοποιείται κατά βάση για ψηφοθηρικούς λόγους από τις ξενοφοβικές δυνάμεις, και κυρίως από τη Λέγκα του Βορρά, την αυστριακή κυβέρνηση και τις χώρες του Βίσεγκραντ. Το προσφυγικό δηλαδή συντηρείται ψηλά στην πολιτική ατζέντα και με την ανοχή της Κομισιόν που υποκύπτει στο «πολιτικό παιχνίδι» της ιταλικής κυβέρνησης, κυρίως του αρμόδιου υπουργού Ματέο Σαλβίνι.
Με βάση, λοιπόν, το προσφυγικό διαμορφώνονται δύο διακριτοί πολιτικοί πόλοι εντός της ΕΕ. Τον ένα πόλο συνθέτουν οι ακροδεξιές και ομοφοβικές δυνάμεις, με ένα σημαντικό τμήμα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, που επιθυμούν την «Ευρώπη-φρούριο» και την εθνικιστική αναδίπλωση. Στον άλλο πόλο συγκεντρώνονται οι δημοκρατικές και προοδευτικές δυνάμεις διαμορφώνοντας συμμαχίες «μεταβλητής γεωμετρίας», στη βάση των προκλήσεων που αντιμετωπίζει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και οι ευρωπαϊκές κοινωνίες. Σε αυτόν τον πόλο συμμετέχουν τόσο η αριστερά, οι πράσινοι και το μεγαλύτερο μέρος των σοσιαλιστών όσο και ένα τμήμα των κεντροδεξιών δυνάμεων που παραμένει προσηλωμένο στο σεβασμό των βασικών και θεμελιωδών αρχών της ΕΕ.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναπτύσσεται η πολιτική σύγκρουση με αφορμή το προσφυγικό, σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και Ευρωκοινοβουλίου, και αναμένεται να κορυφωθεί με ορίζοντα τις ευρωεκλογές του Μαΐου του 2019.
Το ζήτημα ωστόσο παραμένει και έχει να κάνει με το ποιος καθορίζει την πολιτική ατζέντα σε επίπεδο ΕΕ. Προς το παρόν, με αφορμή το προσφυγικό, οι ακροδεξιές και υπερσυντηρητικές δυνάμεις φαίνεται να είναι εκείνες που θέτουν τα διλήμματα και παρασύρουν τις υπόλοιπες πολιτικές ομάδες. Αυτό πρέπει να αλλάξει, και να δοθεί έμφαση στα πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, οι πολιτικές συμμαχίες θα πρέπει να γίνουν πιο διακριτές, και η κοινωνική ατζέντα να επανέλθει δυναμικά στο δημόσιο ευρωπαϊκό διάλογο, με πρωτοβουλία των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων.
* Του Δημήτρη Ραπίδη - Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, που δημοσιεύεται στο www.enainstitute.org