Οικονομία

Eurobank: Τα πρώτα σημάδια ύφεσης εμφανίστηκαν στους δείκτες πραγματικής οικονομίας


Τα τελευταία 10 χρόνια το λεξιλόγιο και οι γνώσεις του μέσου Έλληνα πολίτη εμπλουτίστηκαν με πληθώρα οικονομικών εννοιών. Αυτό ήταν αποτέλεσμα της πρωτοφανούς κρίσης που βίωσε η ελληνική οικονομία αλλά και της μείωσης του κόστους πρόσβασης σε πληροφορίες που πρόσφερε το διαδίκτυο, όπως αναφέρει το οικονομικό δελτίο της Eurobank, ενώ επισημαίνει πως ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ), εξωτερικό ισοζύγιο, αποταμίευση, δημόσιο χρέος, πρωτογενές ισοζύγιο, πιστοληπτική αξιολόγηση, απασχόληση, ανεργία, εργατικό δυναμικό, παραγωγικότητα, δυνητικό προϊόν, αποπληθωρισμός, ύφεση, στασιμότητα, ανάκαμψη κ.α., αποτελούν έννοιες των οποίων η συχνότητα εμφάνισης στον ημερήσιο τύπο ή στις καθημερινές συζητήσεις των πολιτών, ενισχύθηκε την τελευταία δεκαετία.

Παράλληλα, σημειώνεται ότι λόγω της ραγδαίας υγειονομικής κρίσης που προκάλεσε η πανδημία του κορωνoϊού COVID-19, λέξεις όπως ύφεση και οικονομική κάμψη, επανήλθαν στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης. Σύμφωνα με τις προβλέψεις διεθνών οργανισμών όπως του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ), η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα και στις περισσότερες χώρες της υφηλίου αναμένεται να συρρικνωθεί απότομα το 2020. Για το 2021 εκτιμάται ανάκαμψη, η οποία ωστόσο δεν προβλέπεται να αντισταθμίσει πλήρως τις απώλειες του 2020. Επί παραδείγματι, το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2021 εκτιμάται ότι θα είναι μικρότερο (προβλέψεις ΕΕ, Μάιος 2020) κατά -2,6% σε σύγκριση με το 2019 (-1,9% και -1,8% για την Ευρωζώνη και την ΕΕ-28 αντίστοιχα).

Τι μετράει το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ); Το ΑΕΠ αποτελεί έναν δείκτη της αθροιστικής οικονομικής δραστηριότητας μια χώρας. Μετρά την αξία – το ονομαστικό μέγεθος σε τρέχουσες τιμές και το πραγματικό σε σταθερές – των τελικών αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται εντός μιας οικονομίας σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Η παραγωγή των εν λόγω αγαθών και υπηρεσιών βασίζεται στη χρήση των παραγωγικών συντελεστών – οι οποίοι λαμβάνουν εισόδημα ως ανταμοιβή για τη συμμετοχή τους στην παραγωγική διαδικασία – και στον βαθμό αποτελεσματικότητας της χρήσης τους. Αγοράζονται από τα νοικοκυριά (π.χ. ιδιωτική κατανάλωση πλην τις αντίστοιχες εισαγωγές), τις επιχειρήσεις (π.χ. ιδιωτική επένδυση πλην τις αντίστοιχες εισαγωγές) και την κυβέρνηση (π.χ. δημόσια κατανάλωση ή επένδυση πλην τις αντίστοιχες εισαγωγές). Οι εν λόγω φορείς εκτός από εγχώριοι δύναται να είναι και από την αλλοδαπή (βλέπε εξαγωγές πλην τις αντίστοιχες εισαγωγές). Το σύνολο της δαπάνης τους για το παραγόμενο προϊόν της οικονομίας συνιστά την αθροιστική ζήτηση. Προς τι η αναφορά των παραπάνω εννοιολογικών στοιχείων αναφορικά με το ΑΕΠ; Για να τονίσουμε τον ρόλο της παραγωγής. Αύξηση της παραγωγής ισοδυναμεί με ανάκαμψη, ανάπτυξη και μείωση της παραγωγής με κάμψη, ύφεση. 

Στο τεύχος 332 (15/5/2020) του δελτίου 7 ημέρες οικονομία τονίζεται ότι υπάρχουν θετικά και αρνητικά μηνύματα από δείκτες υψηλής συχνότητας για την πορεία της οικονομίας το 1ο τρίμηνο 2020. Στα τελευταία προστέθηκαν, 1ον η ελαφρά πτώση του δείκτη όγκου λιανικού εμπορίου κατά -0,4% QoQ / 1,9% YoY από -0,2% QoQ / 3,0% YoY το προηγούμενο τρίμηνο, 2ον η μείωση του δείκτη κύκλου εργασιών στο χονδρεμπόριο κατά -3,0% QoQ / -3,7% YoY από -1,2% QoQ / -1,8% YoY το 4ο τρίμηνο 2019 και 3ον η πτώση του δείκτη κύκλου εργασιών στον τομέα των αυτοκινήτων κατά -15,4% QoQ / -7,0% YoY από αύξηση 2,4% QoQ / 11,5% YoY το προηγούμενο τρίμηνο. Είναι πολύ πιθανόν, η μείωση του τζίρου στον προαναφερθέντα κλάδο της οικονομίας να προέρχεται εκτός των ιδιωτών και από εταιρείες ενοικίασης αυτοκινήτων. Η σχέση ανάμεσα στις μισθώσεις αυτοκινήτων και στις υπηρεσίες τουρισμού είναι συμπληρωματική (complementary services), με αποτέλεσμα η αναμενόμενη συρρίκνωση των ταξιδιωτικών αφίξεων να πυροδοτεί πτώση των αγορών αυτοκινήτων. 

Οι εθνικοί λογαριασμοί για το 1ο τρίμηνο 2020 είναι προγραμματισμένο να δημοσιευτούν στις 4/6/2020 (πηγή: ΕΛΣΤΑΤ). Όποια και να είναι τα αποτελέσματα, η προβλεπόμενη απότομη συρρίκνωση της εγχωρίας οικονομικής δραστηριότητας για το σύνολο του έτους 2020 θα προέρχεται κυρίως από το 2ο και το 3ο τρίμηνο. Πέραν των πρόδρομων δεικτών οικονομικού κλίματος και PMI μεταποίησης που κατέγραψαν σημαντική πτώση, τα πρώτα σημάδια της επερχόμενης ύφεσης εμφανίστηκαν και στους δείκτες της πραγματικής οικονομίας.

Συγκεκριμένα, ο βαθμός χρησιμοποίησης εργοστασιακού δυναμικού στη βιομηχανία (capacity utilization rate in industry, πηγή: ΤτΕ και ΙΟΒΕ) διαμορφώθηκε στο 67,1% τον Απρίλιο 2020 – η χαμηλότερη τιμή των τελευταίων 3,6 ετών – από 71,2% τον Μάρτιο 2020. Η εν λόγω μεταβολή ισοδυναμεί με μηνιαία πτώση -5,8% MoM ή -6,2% σε σύγκριση με τον μέσο όρο 12 μηνών. Ο αντίστοιχος δείκτης για την κατηγορία των ενδιάμεσων αγαθών, δηλαδή των προϊόντων που χρησιμοποιούνται ως εισροές στην παραγωγική διαδικασία, κινήθηκε ακόμα χαμηλότερα στο 60,9% από 68,3% τον Μάρτιο 2020 (-10,8% MoM). Το τελευταίο στοιχείο αποτελεί προάγγελο για περαιτέρω μείωση της παραγωγής στο μέλλον. 

Παρόμοιες απότομες μειώσεις του βαθμού χρησιμοποίησης εργοστασιακού δυναμικού στη βιομηχανία καταγράφηκαν το 1ο τρίμηνο 2009, το 1ο τρίμηνο 2012 και το 3ο τρίμηνο 2015. Αξίζει να σημειώσουμε ότι το 1ο τρίμηνο 2009 η ύφεση επιταχύνθηκε στο -4,7% QoQ από -1,4% QoQ το 4ο τρίμηνο 2018 και το 3ο τρίμηνο 2015 διαμορφώθηκε στο -2,0% QoQ από οριακή αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 0,1% QoQ% το προηγούμενο τρίμηνο.

Η μείωση του βαθμού χρησιμοποίησης εργοστασιακού δυναμικού στη βιομηχανία, μια προσέγγιση της πτώσης του βαθμού εκμετάλλευσης του παραγωγικού συντελεστή του φυσικού κεφαλαίου (π.χ. μηχανολογικός και μεταφορικός εξοπλισμός) συνοδεύτηκε και από μείωση της χρήσης του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της εγχώριας παραγωγής, στοιχείο που αναμένεται να αποτυπωθεί στις χρονολογικές σειρές του ΑΕΠ. Η πτώση της παραγωγής ισοδυναμεί με μείωση του εισοδήματος. Η τελευταία δύναται να οδηγήσει σε πτώση της ζήτησης με αποτέλεσμα την περαιτέρω συρρίκνωση της παραγωγής, δηλαδή στην ενεργοποίηση του γνωστού μηχανισμού του πολλαπλασιαστή.

Τα μέτρα δημοσιονομικής επέκτασης αναπληρώνουν σε έναν βαθμό τις απώλειες των εισοδημάτων και εν μέρει προστατεύουν τον παραγωγικό ιστό της οικονομίας, με τη δημιουργία ωστόσο δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Στόχος αυτής της πολιτικής, πέραν της χρηματοοικονομικής διευκόλυνσης των επιχειρήσεων, είναι να αποτραπεί μια μεγάλη πτώση της εγχώριας ζήτησης που μπορεί να πυροδοτήσει έναν νέο γύρο μείωσης της παραγωγής, του εισοδήματος, της ζήτησης και ούτω καθεξής. Εντούτοις, τα δημοσιονομικά ελλείμματα δεν αποτελούν δωρεάν γεύμα για την οικονομία καθώς δεσμεύουν μελλοντικούς πόρους. Αυτό το γνωρίζουν οι διεθνείς επενδυτές. Συνεπώς σε συνθήκες υψηλής αβεβαιότητας λόγω της πανδημίας του κορωνoϊού COVID-19, σε συνθήκες ανάγκης προσέλκυσης κεφαλαίων από την αλλοδαπή για τη χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων, και το βάθος της αναπόφευκτης ύφεσης χρειάζεται να ελεγχθεί-περιοριστεί αλλά και να μην υπονομευτεί η μελλοντική αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας. Όπως παρουσιάζεται στο Σχήμα 2, η επιστροφή σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα στο προβλεπόμενο σύμφωνα με το ΔΝΤ (Νοέμβριος 2019) προ κορωνoϊού COVID-19 μονοπάτι οικονομικής μεγέθυνσης, πέραν της απότομης ανάκαμψης το 2021 προϋποθέτει την επίτευξη υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης (σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν, 2016-2019) για τα επόμενα χρόνια (π.χ. κοντά στο 3%). Παλαιότερα παρόμοιες ασκήσεις γίνονταν με έτος βάσης το 2007, για τα επόμενα χρόνια η σύγκριση θα γίνεται με το 2019.   

Σύμφωνα με τα στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού (ΚΠ), για την περίοδο Ιανουαρίου – Απριλίου 2020, τα καθαρά έσοδα παρουσίασαν υστέρηση έναντι του στόχου (που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2020) κατά €1.353 εκατ. σε τροποποιημένη ταμειακή βάση. Από την πλευρά των δαπανών καταγράφηκε αύξηση έναντι του στόχου κατά €1.064 εκατ. Ως εκ τούτου, το πρωτογενές αποτέλεσμα και το ισοζύγιο ΚΠ ήταν χαμηλότερα σε σχέση με τον στόχο κατά €2.299 και €2.417 εκατ. αντίστοιχα.

Αναλυτικότερα για την περίοδο Ιανουαρίου – Απριλίου 2020, τα καθαρά έσοδα ΚΠ διαμορφώθηκαν σε €14.100 εκατ., παρουσιάζοντας απόκλιση από το στόχο των €15.453 εκατ., ήτοι κατά €1.353 εκατ., η οποία κατά κύριο λόγο οφείλεται στην επίπτωση από τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19. Πιο συγκεκριμένα, τα έσοδα από φόρους  διαμορφώθηκαν στα €13.216 εκατ., μειωμένα σε σχέση με τον στόχο κατά €1.068 εκατ. (ή κατά -7,5%). Επιπλέον επισημαίνεται, ότι λόγω τεχνικού προβλήματος, εκκρεμεί η καταχώριση ποσού €90 εκατ. περίπου στην εν λόγω κατηγορία («Φόροι»). Θετική απόκλιση σε σχέση με τον στόχο παρουσίασαν τα έσοδα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) κατά €153 εκατ. (ή κατά +13,7%), όπως και οι επιστροφές φόρων κατά €106 εκατ. (ή κατά +8,8%, λογαριασμός ο οποίος – ωστόσο - εισέρχεται αφαιρετικά στον προσδιορισμό των καθαρών εσόδων). Τέλος, επισημαίνεται ότι τον Μάρτιο 2020 εισπράχτηκε ποσό €779 εκατ., ήτοι €528 εκατ. που αφορά μέρισμα από την Τράπεζα της Ελλάδος (αποτυπώνονται στην κατηγορία «Λοιποί φόροι επί παραγωγής») και €251 εκατ. που αφορά τα έσοδα από ANFAs & SMPs (περιλαμβάνονται στην κατηγορία «Μεταβιβάσεις»), που αρχικά είχαν εκτιμηθεί ότι θα εισπραχθούν τον Απρίλιο 2020.

Από την πλευρά των δαπανών, καταγράφηκε υπέρβαση έναντι του στόχου της τάξης των €1.064 εκατ. (τροποποιημένη ταμειακή βάση, €18.172 εκατ. σε σύγκριση με τον στόχο των €17.108 εκατ.). Η διαφορά αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο: α) στη δαπάνη αποζημίωσης ειδικού σκοπού ύψους περίπου €720 εκατ. λόγω της πανδημίας του COVID-19 (η οποία καταβλήθηκε από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων), β) στις αυξημένες δαπάνες του ΠΔΕ κατά 658 εκατ., και γ) στις αυξημένες πληρωμές για τόκους κατά €119 εκατ. 

Βάσει των παραπάνω στοιχείων, το πρωτογενές αποτέλεσμα για την περίοδο Ιανουαρίου - Απριλίου διαμορφώθηκε σε έλλειμμα ύψους €1.516 εκατ., έναντι στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα €783 εκατ. (ήτοι χαμηλότερο κατά €2.299 εκατ.) και πρωτογενούς πλεονάσματος €1.463 εκατ. σε σχέση με το αντίστοιχο αποτέλεσμα για την ίδια περίοδο του 2019. Τέλος, το ισοζύγιο ΚΠ παρουσίασε έλλειμμα ύψους €4.072 εκατ. έναντι στόχου για έλλειμμα €1.655 εκατ. (ήτοι υψηλότερο έλλειμμα κατά €2.417 εκατ.) και έναντι ελλείμματος €1.041 εκατ. για το αντίστοιχο διάστημα του 2019.