«Mr. Stigl» είναι ο παιγνιώδης τίτλος της ελληνικής συμμετοχής στην 58η Μπιενάλε Βενετίας - La Biennale di Venezia (11 Μαΐου-24 Nοεμβρίου 2019). Οι τρεις Έλληνες καλλιτέχνες Πάνος Χαραλάμπους, Εύα Στεφανή και Ζάφος Ξαγοράρης, ανέλαβαν να αναδείξουν διαφορετικές πλευρές του πολιτικού, ιδιωτικού και κοινωνικού μας βίου, στις παρυφές της επίσημης ιστορίας, αλλά και της ίδιας της πραγματικότητας.
Ποιος είναι ο Mr. Stigl, που δανείζει το όνομά του στην έκθεση; Κατά την επιμελήτρια Κατερίνα Τσέλου «είναι ένα ιστορικό παράδοξο, ένας φανταστικός ήρωας μιας άγνωστης, περιφερειακής ιστορίας. Θα μπορούσε να είναι ο ειρωνικός αφηγητής που μας εισάγει σε έναν τόπο με αμφιβολίες, παραφρασμένους ήχους και σουρεαλιστικά παιχνίδια πάνω στην έννοια της ταυτότητας και της ίδιας της ιστορίας».
Στη δημοσιογραφική παρουσίαση της ελληνικής συμμετοχής o Πάνος Χαραλάμπους μίλησε για το νέο έργο του «Ένας άγριος αητός καθότανε περήφανος», μια μεγάλη γυάλινη εγκατάσταση που αποτελείται από 20.000 γυάλινες βεντούζες τοποθετημένες στο πάτωμα του ελληνικού περιπτέρου. Όπως εξήγησε «πάνω της στήνεται ένας εκστατικός ‘ υπερηχητικός'' χορός, μια περιδίνηση ''βαθιάς ακρόασης'', η οποία αποτελεί μια ελεγεία στο περιφρονημένο σώμα, έναν ύμνο στο έντονο διονυσιακό στοιχείο του λαϊκού χορού, που κινείται στις παρυφές της Ιστορίας».
Η Εύα Στεφανή παραθέτει απσοποσπάσματα από ταινίες της «πολλές μικρές αφηγήσεις που παραδοσιακά βρίσκονται στις παρυφές της ιστορίας, ακριβώς επειδή θεωρούνται ασήμαντες» όπως λέει χαρακτηριστικά. Το νέο της έργο «Μόνο άνδρες» εισβάλλει στην καθημερινότητα μιας σειράς μεσήλικων ανδρών, σκιαγραφώντας έναν κόσμο ανδρών διαφορετικό, αντιηρωικό, μακριά από τη στερεοτυπική αρρενωπή απεικόνιση». Στο «Παράθυρο», μέσα από την παρουσία μιας γυναίκας καθισμένης σε ένα δωμάτιο, το έργο υπενθυμίζει τη σημασία της σιωπής και της μη δράσης, η ιστορία του νεκρού χρόνου που δεν περνά. Στο «Στόμα» αντιπαραβάλλονται εικόνες αρχειακού υλικού από παρελάσεις και επίσημους εθνικούς εορτασμούς, με θραύσματα δικού της κειμένου, τα οποία αφηγείται η ίδια η Στεφανή, συσχετίζοντας με ανατρεπτικό τρόπο τον ιδιωτικό με τον δημόσιο λόγο.
Ο Ζάφος Ξαγοράρης, από τη Βενετία όπου ήδη βρίσκεται για το στήσιμο του ελληνικού περιπτέρου, συνδέθηκε μέσω skype, για να μας μεταφέρει εικόνες από το δικό του έργο που εκτείνεται από τον εξωτερικό μέχρι τον εσωτερικό χώρο του περιπτέρου. Η τοποθέτηση στην είσοδο μιας ανακατασκευής της Πύλης του Στρατοπέδου της Μακρονήσου, με την εγκατάσταση «Παραχώρηση». Όπως είπε, «στόχος είναι να μεταφερθούμε στο 1948 και να συνδέσουμε τα ταραγμένα χρόνια του Εμφυλίου και τους τόπους εξορίας των Ελλήνων- με το κίνημα του μοντερνισμού και την Peggy Guggenheim, στην οποία παραχωρήθηκε εκείνη τη χρονιά το ελληνικό περίπτερο, αλλάζοντας ουσιαστικά την ιστορία της ίδιας της Μπιενάλε».
Στη συνέντευξη Τύπου, η υπουργός Πολιτισμού Μυρσίνη Ζορμπά, τόνισε ότι η ελληνική συμμετοχή στην 58η Μπιενάλε της Βενετίας «συστήνει στο διεθνές κοινό της σύγχρονης τέχνης ένα αφήγημα για τους εναλλακτικούς τρόπους σύλληψης και ερμηνείας του παρελθόντος μέσα σ' ένα παρόν ρευστό, ένα παρόν αβεβαιότητας και ανασφάλειας που επανέρχεται ύστερα από καιρό, προκειμένου να αποκαταστήσει την αμφίθυμη σχέση μας με το σήμερα και τις διαδρομές προς το παρελθόν και το μέλλον».
Αναφερόμενη στη σχέση ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, η κ. Ζορμπά πρόσθεσε ότι «σήμερα βρισκόμαστε σε μια κατάσταση "αιώρησης", σαν ένα σώμα που δονείται και αιωρείται από την ενέργεια των αντιφάσεων, των επιθυμιών και της μνήμης».
Η εθνική επίτροπος και αναπληρώτρια διευθύντρια του MOMus- Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Συραγώ Τσιάρα χαιρέτησε την ελληνική συμμετοχή λέγοντας «Αν κάτι ενώνει υπόγεια τον εικαστικό λόγο των τριών καλλιτεχνών στην επιμελητική προσέγγιση της Κατερίνας Τσέλου, αυτό είναι κυρίως η πρόθεση των δημιουργών ν' αναζητήσουν ''τι μπορεί να πει κανείς'' από τις παρυφές και όχι από το κέντρο των μεγάλων αφηγημάτων, κάτι που οδηγεί στην καλλιέργεια μιας ιδιόρρυθμης, λοξής κατά κάποιον τρόπο οπτικής η οποία επικεντρώνεται στα μη αναμενόμενα, ακουμπάει τρυφερά στο ασήμαντο ή στο δευτερεύον. Δοκιμάζει τις βεβαιότητες του θεατή, φωτίζει αθέατες σχέσεις και ανορθόδοξες γωνίες παρατήρησης, αναδεικνύοντας το σώμα ως το μέτρο των πραγμάτων, το σώμα που δοκιμάζεται στην αναμέτρησή του με την επιβολή, τη στέρηση και τη χειραγώγηση, συγκρούεται με το βάρος των κοινωνικών επιταγών, αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στις επιθυμίες, στις ανάγκες και στις καταβολές του».