Πολιτική

Ernst & Young: Οι επιχειρήσεις παραμένουν εκτεθειμένες σε φαινόμενα εταιρικής απάτης


Η 14η Παγκόσμια Έρευνα Απάτης 2016 της ΕΥ: Εταιρικά παραπτώματα – ατομικές συνέπειες διαπιστώνει τη διεθνή κατακραυγή για την ενίσχυση της διαφάνειας σε μία περίοδο αυξημένων γεωπολιτικών εντάσεων, καθώς και εντεινόμενης αστάθειας στις χρηματαγορές. Η κλιμάκωση των απειλών στον κυβερνοχώρο, η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και οι πρόσφατες εξελίξεις στις αναδυόμενες αγορές, έχουν αυξήσει την πίεση προς τις κυβερνήσεις να δράσουν, και προς τις επιχειρήσεις να εντοπίσουν και να μετριάσουν τα περιστατικά απάτης, δωροδοκίας και διαφθοράς.

Η έρευνα, η οποία διεξήχθη μεταξύ Οκτωβρίου 2015 και Ιανουαρίου 2016 σε σχεδόν 3,000 ανώτερα στελέχη επιχειρήσεων από 62 χώρες, αναδεικνύει τη συντριπτική σύμπραξη των επιχειρήσεων για ενισχυμένη διαφάνεια στο ποιος τελικά κατέχει κι ελέγχει τις εταιρείες με τις οποίες συνεργάζονται, με 91% των στελεχών να αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα της εξακρίβωσης του απώτερου δικαιούχου των εταιρειών με τις οποίες συναλλάσσονται. Στην Ελλάδα, το αντίστοιχο ποσοστό είναι υψηλότερο από το παγκόσμιο μέσο όρο και φτάνει το 96%.

Ο Γιάννης Δρακούλης, επικεφαλής του τμήματος Ερευνών Οικονομικής Απάτης κι Εταιρικών Αντιδικιών της ΕΥ Ελλάδας, σχολιάζει: «Οι επικεφαλής των επιχειρήσεων θα πρέπει να επικεντρώνονται σε μία πιο ενδελεχή αξιολόγηση των πελατών, συνεργατών και προμηθευτών τους. Η ενίσχυση της διαφάνειας βρίσκεται χωρίς αμφιβολία στο επίκεντρο του ευρύτερου δημόσιου ενδιαφέροντος».

Ωστόσο, η ενίσχυση της διαφάνειας είναι μία μόνο πτυχή της λύσης ενός προβλήματος που δεν παρουσιάζει σημάδια κάμψης. Συνολικά, 39% των ερωτηθέντων διεθνώς πιστεύει ότι η δωροδοκία και οι πρακτικές διαφθοράς είναι ευρέως διαδεδομένες στη χώρα τους, ποσοστό αμετάβλητο με το 39% το 2014 και το 38% το 2012. Στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό φθάνει το 62%, υψηλότερο ακόμη και από το ποσοστό που αναφέρεται στις αναδυόμενες αγορές, αλλά αισθητά μειωμένο σε σχέση με το 71% που καταγράφηκε στην αντίστοιχη έρευνα του 2014 και το 69% της ενδιάμεσης έρευνας του 2015.

Συντονισμένες προσπάθειες από τις ρυθμιστικές αρχές για την εξάλειψη της διαφθοράς

Οι ρυθμιστικές αρχές αναγνωρίζουν την απειλή που συνιστούν η δωροδοκία και η διαφθορά για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο βρίσκεται ήδη υπό πίεση και εντείνουν τη διασυνοριακή συνεργασία για να λογοδοτήσουν οι υπεύθυνοι για παράνομες πράξεις. Η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων φαίνεται να στηρίζει τις προσπάθειες αυτές, με το 83% να συμφωνεί ότι η δίωξη των ατόμων που ευθύνονται, θα συμβάλει στην αποτροπή φαινομένων απάτης, δωροδοκίας και διαφθοράς στο μέλλον. Η Ελλάδα υστερεί σε αυτό το ερώτημα, καθώς μόνο το 74% των ερωτηθέντων ενστερνίζεται αυτή τη θέση. 

Είναι σαφές ότι τα στελέχη υπεύθυνα για την ηθική των εταιρειών και τη συμμόρφωση αυτών, φαίνεται να αντιμετωπίζουν μία σημαντική πρόκληση, αν θέλουν να προφυλάξουν τις επιχειρήσεις τους από τον έλεγχο των διωκτικών αρχών.

Μεταξύ άλλων, αυτό απορρέει και από το γεγονός ότι 42% των ερωτηθέντων διεθνώς παραδέχεται ότι θα μπορούσε να δικαιολογήσει αντιδεοντολογικές συμπεριφορές, προκειμένου να επιτύχει τους χρηματοοικονομικούς στόχους και 16% των υπαλλήλων Οικονομικών Διευθύνσεων ότι είναι έτοιμοι να δικαιολογήσουν την πληρωμή με μετρητά, προκειμένου να κερδίσουν ή να διατηρήσουν μία εταιρική συμφωνία. Για την Ελλάδα, 36% των στελεχών που μετείχαν στην έρευνα, έναντι 13% στο σύνολο όλων των ερωτηθέντων της έρευνας, αναφέρει ότι θα δικαιολογούσε μία δωροδοκία υπό τη μορφή πληρωμής μετρητών αν θα βοηθούσε την επιχείρησή τους να επιβιώσει στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.

Η έρευνα επίσης αναδεικνύει ότι στις αναδυόμενες αγορές  επικρατεί η αντίληψη ότι τα άτομα που ευθύνονται για τη διαφθορά δε λογοδοτούν, με το 70% των ερωτηθέντων στη Βραζιλία και το 56% στην Αφρική και στην Ανατολική Ευρώπη να πιστεύει ότι, ενώ οι κυβερνήσεις είναι πρόθυμες να ασκήσουν διώξεις, δεν είναι ικανές να εξασφαλίσουν καταδικαστικές αποφάσεις. Στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό είναι 56%, αισθητά υψηλότερο από το 45% που καταγράφεται στη Δυτική Ευρώπη, αλλά και το 51% στις αναδυόμενες αγορές.

Ο Γιάννης Δρακούλης σημειώνει: «Οι επιχειρήσεις παραμένουν εκτεθειμένες σε μεγάλους κινδύνους, εξαιτίας των παράνομων ενεργειών μίας μικρής μειοψηφίας εργαζομένων. Καλύτερη χρήση της τεχνολογίας και των μέσων που αυτή προσφέρει, είναι σίγουρα κομμάτι της απάντησης στην καταπολέμηση της εταιρικής απάτης. Περισσότερα μπορούν να γίνουν για να αξιοποιηθεί η εγκληματολογική ανάλυση δεδομένων, ώστε να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι αυτοί και να βελτιωθεί η συμμόρφωση».

Το κυβερνοέγκλημα ως κίνδυνος

Η έρευνα καταγράφει την αυξανόμενη ανησυχία των στελεχών και ιδιαίτερα των Οικονομικών Διευθυντών, για τους κινδύνους που εγκυμονεί το κυβερνοέγκλημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 47% των ερωτηθέντων διεθνώς, θεωρεί ότι το κυβερνοέγκλημα αποτελεί υψηλό κίνδυνο για την επιχείρησή τους. Με αυτήν την άποψη συμφωνούν και τα στελέχη των ελληνικών επιχειρήσεων (46%), καθώς το ποσοστό συμβαδίζει με τον παγκόσμιο μέσο όρο.

Πλήρης συμμόρφωση, ισχυρή ανάπτυξη;

Η επέκταση σε νέες αγορές αποτελεί προτεραιότητα για τις περισσότερες επιχειρήσεις, ωστόσο, η επέκταση αυτή συνοδεύεται με νέους, λιγότερο γνωστούς και αναγνωρισμένους κινδύνους. Η έρευνα δείχνει ότι οι επιχειρήσεις συχνά αποτυγχάνουν να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να ανταποκριθούν και να μειώσουν την έκθεσή τους στους νέους κινδύνους:

- Ένας στους πέντε δεν αναγνωρίζει τα τρίτα συνεργαζόμενα μέρη σαν μέρος των ελέγχων δέουσας επιμέλειας κατά της διαφθοράς. Ενώ στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό είναι ιδιαίτερα υψηλό, με πάνω από τους μισούς να αγνοούν τα τρίτα μέρη στους ελέγχους τους.

- Ένας στους τρεις παγκοσμίως και δύο στους τρείς στην Ελλάδα, δεν αξιολογεί τους κινδύνους διαφθοράς σε σχέση με το συγκεκριμένο κλάδο ή τη χώρα πριν προχωρήσει σε επενδύσεις.

-Μόνο οι μισοί χρησιμοποιούν τεχνολογίες, όπως εγκληματολογική ανάλυση δεδομένων, ώστε να εντοπίσουν και να μετριάσουν τους κινδύνους απάτης και διαφθοράς.

Κρίσιμος παράγοντας η ενθάρρυνση των καταγγελιών για την αντιμετώπιση της διαφθοράς και της απάτης

Οι συμμετέχοντες στην έρευνα, αναφέρουν μια σειρά από εμπόδια στη χρήση σημαντικών πηγών πληροφόρησης τυχόν ανάρμοστων συμπεριφορών, όπως τα κανάλια ανώνυμων καταγγελιών (hotlines): 18% αναφέρει ότι η αλληλεγγύη στους συναδέλφους θα τους απέτρεπε από το να αναφέρουν ένα περιστατικό απάτης, δωροδοκίας ή διαφθοράς, ενώ 19% παραθέτει την αφοσίωση στην εταιρεία σαν αποτρεπτικό παράγοντα. Στην Ελλάδα, και τα δύο αντίστοιχα ποσοστά, διαμορφώνονται στο 16%, χαμηλότερα από το διεθνές δείγμα, αλλά υψηλότερα από τα ποσοστά που καταγράφονται στη Δυτική Ευρώπη (10% και 12% αντίστοιχα).

Ο Πάνος Παπάζογλου, Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδας, σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας για τη χώρα μας, λέει: «Τα επίπεδα ανοχής απέναντι σε φαινόμενα απάτης και διαφθοράς στην Ελλάδα, παραμένουν υψηλότερα από αυτά που καταγράφονται στη Δυτική Ευρώπη, και αυτό πρέπει να μας προβληματίσει.

Ωστόσο, είναι ενθαρρυντική η συνεχιζόμενη μείωση του ποσοστού των στελεχών που εκτιμά ότι η απάτη και η διαφθορά είναι διαδεδομένα φαινόμενα στη χώρα μας και είναι σημαντικό ότι η μείωση αυτή καταγράφεται σε μία περίοδο οικονομικής κρίσης, κατά την οποία επιχειρήσεις και στελέχη δίνουν μάχη επιβίωσης. Το νέο επιχειρηματικό μοντέλο, το οποίο θα στηρίξει την έξοδο της χώρας από την κρίση, δεν μπορεί παρά να ταυτίζεται με υψηλά ηθικά πρότυπα».      

Ακολουθήστε το Sofokleousin.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις