Μια μέθοδο δοκιμασμένη και στην πρώτη αξιολόγηση, το... πέταγμα της μπάλας στην εξέδρα,εξετάζουν, σύμφωνα με πληροφορίες, Κομισιόν και ελληνική κυβέρνηση, προκειμένου να ξεπερασθεί προσωρινά το εμπόδιο των εργασιακών, που απειλεί να οδηγήσει σε αδιέξοδο τις διαπραγματεύσεις για τη δεύτερη αξιολόγηση.
Ειδικότερα, στην πολιτική διαπραγμάτευση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα εργασιακά, την οποία είχε εξαγγείλει ο πρωθυπουργός την περασμένη Παρασκευή από τις Βρυξέλλες, εξετάζεται και το σενάριο μιας προσωρινής απεμπλοκής των συζητήσεων, μέσω της μετάθεσης της διαπραγμάτευσης για τα εργασιακά στην τρίτη αξιολόγηση.
Η κυβέρνηση διαμηνύει, σύμφωνα με πληροφορίες, στους Ευρωπαίους συνομιλητές της ότι, ακόμη και αν ήθελε να υποχωρήσει στη βασική απαίτηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για απελεύθερωση των ομαδικών απολύσεων και αύξηση του μηνιαίου ορίου σε 8-10%, δεν έχει το πολιτικό περιθώριο να το πράξει, αφού πρόκειται για ένα θέμα υψηλής ευαισθησίας για τους βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας και θα υπήρχε κίνδυνος "ατυχήματος" στη Βουλή.
Με αυτά τα δεδομένα, εξετάζεται το ενδεχόμενο να δοθεί η ίδια πολιτική λύση, που είχε δοθεί και όταν είχαν διαπιστωθεί οι ίδιες αξεπέραστες διαφωνίες για τα εργασιακά στην πρώτη αξιολόγηση. Τότε, είχε συμφωνηθεί η μετάθεση των σχετικών διαπραγματεύσεων στη δεύτερη αξιολόγηση, με πρόσχημα την ανάγκη να συγκροτηθεί επιτροπή ανεξάρτητων ειδικών, η οποία θα γνωμοδοτούσε -όπως και έγινε, το φθινόπωρο του 2016- για τα εργασιακά.
Αυτή την φορά, όμως, αν και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συζητεί το αίτημα για νέα μετάθεση, το ΔΝΤ, που έχει πλέον αναβαθμισμένο ρόλο στο πλαίσιο των θεσμών, επειδή καλείται να εγκρίνει νέα χρηματοδότηση στην Ελλάδα, υιοθετεί πολύ σκληρή γραμμή για τα εργασιακά και δεν είναι βέβαιο ότι θα δεχθεί νέα καθυστέρηση της σχετικής διαπραγμάτευσης.
Άλλωστε, στην έκθεση του άρθρου IV, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα, το Ταμείο αφιερώνει εκτενείς αναφορές στα εργασιακά, τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι δεν πρέπει να αναστραφούν οι αλλαγές που έγιναν το 2011, με την ουσιαστική κατάργηση των κλαδικών διαπραγματεύσεων, επειδή αυτές αποτελούν τον κύριο παράγοντα που οδήγησε στη δραστική μείωση του εργατικού κόστους, στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και στο κλείσιμο του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Επιπλέον, το Ταμείο τονίζει ότι πρέπει άμεσα να καταργηθεί η διοικητική έγκριση ομαδικών απολύσεων και να αυξηθεί δραστικά το όριο μηνιαίων απολύσεων, επειδή οι μεγάλες επιχειρήσεις, οι ΔΕΚΟ και οι τράπεζες αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες στη μείωση του προσωπικού τους, στο πλαίσιο προγραμμάτων αναδιάρθρωσης, και σε πολλές περιπτώσεις καταφεύγουν σε "ακριβές" λύσεις, όπως τα προγράμματα εθελουσίας εξόδου.
Επίσης, το Ταμείο επιμένει στην αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου, σε ό,τι αφορά τον τρόπο έγκρισης απεργιών από τα σωματεία, αλλά και στην καθιέρωση δικαιώματος ανταπεργίας (lock-out) από τους εργοδότες. Επισημαίνει ότι οι απεργίες εγκρίνονται με μικρά ποσοστά συμμετοχής των μελών των σωματείων, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να έχει με διαφορά τις περισσότερες απεργίες κατ' έτος στην Ευρώπη, ενώ η χώρα μας, σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές, έχει απαγορεύσει το lock-out.
Έτσι, το συνολικό "πακέτο" εργασιακών αλλαγών που ζητεί το ΔΝΤ περιλαμβάνει, εκτός από τη διατήρηση του "παγώματος" κλαδικών διαπραγματεύσεων επ' αόριστον, την κατάργηση του προεγκριτικού ρόλου του υπουργείου Εργασίας στις ομαδικές απολύσεις και αύξηση του ορίου ακόμη και στο 10%, τη θεσμοθέτηση της ανταπεργίας (lock-out) και τις αλλαγές στο συνδικαλιστικό νόμο, ώστε να γίνει πολύ πιο δύσκολη η έγκριση απεργιακών κινητοποιήσεων από τα συνδικάτα.
Το αδιέξοδο στα εργασιακά αναμένεται ότι θα είναι βασικό θέμα συζήτησης στο Eurogroup, την επόμενη Δευτέρα, όπου είναι πιθανό να τεθεί στο τραπέζι και η συμβιβαστική λύση της αναβολής των σχετικών διαπραγματεύσεων.