Η πολυετής μελέτη των μεταβολών της εδαφικής συγκέντρωσης του ραδονίου ως προδρόμου φαινομένου των σεισμών αποτελεί το αντικείμενο έρευνας επιστημόνων από την Ελλάδα και τις ΗΠΑ, η οποία εστιάστηκε στον Κορινθιακό Κόλπο. Ειδικότερα στην περίπτωση του Ανατολικού Κορινθιακού Κόλπου, διαπιστώθηκε σταδιακή αύξηση του ραδονίου κατά την περίοδο πριν τους σεισμούς, απότομη πτώση λίγες ημέρες πριν και στη συνέχεια σταθεροποίηση σε ένα νέο επίπεδο μέχρι να αρχίσει και πάλι η σταθερή άνοδος.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Β.Κ. Καραστάθη, αναπληρωτή διευθυντή του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ), έκαναν στη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Nature Reports". Στην έρευνα συμμετείχαν επίσης οι 'Άκης Τσελέντης, Γιώργος Ελευθερίου και Ευάγγελος Μουζακιώτης του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του ΕΑΑ, οι γεωφυσικοί Μηνάς Καφάτος και Ντίμιταρ Ουζούνοφ από το Κολλέγιο Επιστήμης και Τεχνολογίας Schmid του Πανεπιστημίου Τσάπμαν στην Καλιφόρνια, καθώς επίσης ο Κανάρης Τσίγκανος, ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Φυσικής του ΕΚΠΑ.
Το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών διατηρεί την τελευταία πενταετία δίκτυο ραδιομετρικών σταθμών ακτινοβολίας-γ, οι οποίοι είναι τοποθετημένοι σε βάθος στο έδαφος, σε διάφορες θέσεις της Δυτικής Ελλάδας, των Ιονίων νήσων, του Ανατολικού Κορινθιακού κόλπου και της Κρήτης. Η νέα επιστημονική δημοσίευση περιλαμβάνει κυρίως τα αποτελέσματα που αφορούν την σεισμική ζώνη του Ανατολικού Κορινθιακού κόλπου.
Αν και οι μεταβολές του ραδονίου έχουν προταθεί εδώ και δεκαετίες ως πρόδρομο φαινόμενο σεισμών, δεν έχει εξηγηθεί επαρκώς ο μηχανισμός που διέπει το φαινόμενο, αλλά και το γεγονός ότι κάποιες περιοχές είναι πιο ευαίσθητες σε τέτοιες μεταβολές από τις γειτονικές τους.
Οι ερευνητές προτείνουν ότι οι μεταβολές της εδαφικής συγκέντρωσης ραδονίου ακολουθούν ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό μοτίβο, που ακολουθεί την μεταβολή της συγκέντρωσης των τεκτονικών τάσεων σε μια περιοχή. Η μελέτη εξηγεί σε μεγάλο βαθμό, μέσω ενός προτεινόμενου μοντέλου βαθιάς υδρογεωλογίας, την προνομιακή καταγραφή σε γεωθερμικές θέσεις, αλλά και τη συσχέτιση με αποτελέσματα εργαστηριακών πειραμάτων.
Αν και από τα πρώτα στάδια της έρευνας διαπιστώθηκαν σαφείς ενδείξεις για την ύπαρξη ενός χαρακτηριστικού μοτίβου στην κύμανση του εδαφικού ραδονίου πριν τους σεισμούς, οι ερευνητές προτίμησαν να επιβεβαιώσουν πολλαπλώς την ύπαρξη του φαινομένου, έτσι ώστε να υπάρχει υψηλή αξιοπιστία στις παρατηρήσεις τους για ένα τόσο σημαντικό ερευνητικό θέμα, που αφορά άμεσα και την κοινωνία. Οι γεωφυσικές παρατηρήσεις αποδόθηκαν με ασφάλεια στις τεκτονικές διεργασίες, αφού εξετάστηκε ενδελεχώς και η οποιαδήποτε πιθανή επιρροή των ατμοσφαιρικών παραμέτρων στις μετρήσεις.