Βαριές αποδεικνύονται οι συνέπειες της κρίσης του κορονοϊού για την μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων καταναλωτών, με περίπου 7 στους 10 να διαπιστώνουν ήδη επιδείνωση της οικονομικής τους κατάστασης σε σύγκριση με πριν από 6 μήνες.
Τα αποτελέσματα της έρευνας του Ομίλου Intrum σχετικά με τον αντίκτυπο της πανδημίας του ιού COVID-19 στην οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών σε 24 χώρες, περιγράφουν με μελανά χρώματα την πραγματικότητα στην Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Έλληνες καταναλωτές προκύπτει πως επηρεάζονται δυσμενώς περισσότερο από όλους τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, με σημαντική διαφορά από τους δεύτερους Ιταλούς. Το εύρημα αποκτά ιδιαίτερη σημασία αν ληφθεί υπόψη ότι η γειτονική Ιταλία υπέστη καταστροφή από υγειονομικής πλευράς με πάνω από 30.000 νεκρούς από τον κορονοϊό, ενώ μαρτυρά ότι τα κυβερνητικά μέτρα για την στήριξη των εργαζομένων είναι ανεπαρκή.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την έρευνα της Intrum, τα αποτελέσματα της οποίας δόθηκαν χθες (9/6) στη δημοσιότητα, το 67% των Ελλήνων καταναλωτών –το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη– αντιμετωπίζει επιδείνωση της οικονομικής τους κατάστασης σε σύγκριση με πριν από έξι μήνες.
Όπως αναφέρεται στην παρουσίαση, ο τουριστικός κλάδος στην Ελλάδα, ο οποίος αντιπροσωπεύει περίπου το 1/5 του ΑΕΠ και το 1/4 των εργαζομένων, έχει πληγεί σοβαρά από τις ακυρώσεις πτήσεων, θέτοντας σε κίνδυνο θέσεις εργασίας.
Αντίστοιχα για τους Ιταλούς καταναλωτές: 54% διαπίστωσε επιδείνωση της οικονομικής του κατάστασης τους τελευταίους έξι μήνες, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος βρίσκεται στο 48%. Αποκαλυπτικό είναι το χαμηλό ποσοστό (8%) –που είναι και το χαμηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη– των Ιταλών ερωτηθέντων που αναμένουν βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης στους επόμενους έξι μήνες.
Μια νέα πραγματικότητα
Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, οι επιπτώσεις της κρίσης στην οικονομική κατάσταση ήταν άμεσες. Καθώς η απασχόληση και τα εισοδήματα μειώνονται, οι ανησυχίες για την προσωπική οικονομική διαχείριση αυξάνονται. Περίπου το μισό (48%) των ερωτηθέντων στο πλαίσιο της έρευνας δηλώνει ότι η οικονομική τους κατάσταση έχει επιδεινωθεί σήμερα σε σύγκριση με πριν από έξι μήνες, ενώ 1/3 αναμένει περαιτέρω επιδείνωση εντός των επόμενων έξι μηνών. Λιγότερο από το 1/4 (23%) των συμμετεχόντων αναμένει βελτίωση των οικονομικών.
Τα νοικοκυριά με παιδιά αντιμετωπίζουν μεγαλύτερα προβλήματα από την κρίση. Συγκεκριμένα, 63% των νοικοκυριών με παιδιά έχουν υποστεί μείωση του εισοδήματος λόγω του COVID-19 σε σύγκριση με το 49% των νοικοκυριών χωρίς παιδιά. Επιπλέον, το 39% των νοικοκυριών με παιδιά δηλώνουν ότι μετά την πληρωμή των λογαριασμών τους σπανίως έχουν αρκετά χρήματα έως το τέλος του μήνα σε σύγκριση με το 33% στην έρευνα του 2019.
Η γενιά των Millennials είναι περισσότερο χρεωμένη
Η κρίση COVID-19 πλήττει μια ηλικιακή ομάδα που έχει συνήθως λιγότερες αποταμιεύσεις, υψηλότερο φοιτητικό χρέος και χαμηλότερο διαθέσιμο εισόδημα συγκριτικά με τις μεγαλύτερες σε ηλικία ομάδες.
Περισσότεροι από τους μισούς (53%) από τη γενιά των Millenials δηλώνουν ότι η κρίση COVID-19 έχει επηρεάσει αρνητικά την οικονομική κατάστασή τους, σε σύγκριση με το 47% σε όλες τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες. Η απασχόληση έχει επηρεαστεί ιδιαίτερα σε αυτήν την ομάδα: 67% έχει απώλεια εισοδήματος λόγω της κρίσης σε σύγκριση με το 54% σε όλες τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες.
Η γενιά των Millennials στρέφεται όλο και περισσότερο στην πίστωση για να καλύψει βασικές ανάγκες: το 24% δηλώνει ότι, ως άμεσο αποτέλεσμα της κρίσης, έχει χρεωθεί περισσότερο για να καλύψει καθημερινές δαπάνες όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος βρίσκεται στο 19%.
Η κρίση COVID-19 δεν είχε μόνο άμεσο αντίκτυπο στα οικονομικά των νοικοκυριών. Έχει επίσης πολύ πιο μακροπρόθεσμες επιπτώσεις για στους καταναλωτές. Η δυνατότητα αποταμίευσης για το μέλλον αποτελεί πηγή βασική ανησυχίας: το 39% των Ευρωπαίων καταναλωτών στην έρευνα δηλώνει ότι αποταμιεύει σημαντικά λιγότερα χρήματα για το μέλλον σε σύγκριση με την περίοδο προ COVID-19.
Η έρευνα αναδεικνύει, επίσης, ένα σαφές χάσμα μεταξύ των δύο φύλων όσον αφορά τη στάση απέναντι στην αποταμίευση: σχεδόν οι μισές γυναίκες (46%) δηλώνουν ότι δεν έχουν εμπιστοσύνη στην ικανότητά τους να αποταμιεύουν για τη συνταξιοδότηση σε σύγκριση με το 34% των ανδρών.