Άκρως επώδυνη για χιλιάδες μικρούς και μεσαίους επιχειρηματίες θα αποδειχθεί η διαδικασία διαχείρισης του τεράστιου αποθέματος κόκκινων δανείων που άφησε πίσω της η μεγάλη οικονομική κρίση, καθώς οι servicers θα έχουν τον πρώτο λόγο και τα περισσότερα επιχειρηματικά δάνεια που διαχειρίζονται αφορούν μικρομεσαίους επιχειρηματίες, ενώ οι εξασφαλίσεις των δανείων είναι σε πολύ υψηλό ποσοστό κατοικίες.
Οι επιχειρηματίες που έχουν έλθει σε συνδιαλλαγή με servicers διαπιστώνουν κατά κανόνα ότι επιδεικνύουν αρκετά ανελαστική στάση, ιδιαίτερα όταν βλέπουν ότι ένα δάνειο έχει πίσω του ικανοποιητικές εξασφαλίσεις, που μπορούν να ρευστοποιηθούν με πλειστηριασμό. Οι ρυθμίσεις που προσφέρονται, σε γενικές γραμμές δεν θεωρούνται βιώσιμες από τους δανειολήπτες. Ένα πρόσθετο πρόβλημα που έχει επισημανθεί και από την Τράπεζα της Ελλάδος είναι ότι οι servicers δεν έχουν αξιοποιήσει τη δυνατότητα που προσφέρει ο νόμος για την παροχή ρευστότητας στις επιχειρήσεις, στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης δανείων, με αποτέλεσμα ακόμη και όταν μπορεί να γίνει μια ρύθμιση να μην έχει η επιχείρηση επαρκές κεφάλαιο κίνησης για να συνεχίσει τη λειτουργία της.
Στοιχεία μελέτης του ΙΟΒΕ σε συνεργασία με την Τράπεζα της Ελλάδος αποκαλύπτουν την έκταση του προβλήματος, καθώς δάνεια αξίας άνω των 33 δισ. βρίσκονται σήμερα υπό τον έλεγχο funds και τη διαχείριση servicers. Από αυτά τα δάνεια, μόνο το 22%, δηλαδή περίπου 7,3 δισ. αφορούν μεγάλες επιχειρήσεις, ενώ σχεδόν 26 δισ. βαρύνουν μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και επαγγελματίες.
Τα κόκκινα επιχειρηματικά δάνεια είχαν εκτιναχθεί το 2015 στα 58 δισ. ευρώ, αλλά με τις τιτλοποιήσεις του σχεδίου «Ηρακλής» στο τέλος του 2022 οι τράπεζες είχαν «ξεφορτωθεί» από τους ισολογισμούς τους τα περισσότερα και είχαν μείνει μόνο 8,9 δισ.
Τα δάνεια τιτλοποιήθηκαν, αλλά δεν χάθηκαν...
Ωστόσο, όπως τονίζει το ΙΟΒΕ, η σημαντική μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (ΜΕΑ) που καταγράφηκε στους ισολογισμούς των τραπεζών δεν συνεπάγεται και την αυτόματη διαγραφή τους για τις ελληνικές επιχειρήσεις, καθώς το μεγαλύτερο τμήμα των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων των Μη Χρηματοπιστωτικών Επιχειρήσεων, ύψους €33,4 δισεκ., έχει μεταβιβαστεί σε εξωχώριες εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και βρίσκεται υπό την διαχείριση των servicers.
Η καθαρή μείωση συνεπώς των ΜΕΑ στο σύνολο της οικονομίας είναι €15,7 δισεκ. παρά την αξιοσημείωτη υποχώρηση των ΜΕΑ που συντελέστηκε έως το 2022 στους τραπεζικούς ισολογισμούς. Τα ΜΕΑ που διαχειρίζονται οι servicers εξακολουθούν να βαραίνουν τους αντίστοιχους κλάδους, με μικρές διαφοροποιήσεις στην κλαδική σύνθεσή τους σε σχέση με το έτος 2015.
Από το σύνολο των ΜΕΑ που διαχειρίζονται οι servicers, το μεγαλύτερο ποσοστό (επί της αξίας) αφορά δάνεια προς επαγγελματίες και πολύ μικρές επιχειρήσεις (39%), ενώ ακολουθούν με μικρή διαφορά οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (38%) και το υπόλοιπο 22% των ΜΕΑ αφορά σε μεγάλες επιχειρήσεις.
Τα ΜΕΑ που διαχειρίζονται οι servicers στον τομέα της Μεταποίησης ανέρχονται σε €10,2 δισεκ. το 2022 και έπονται οι τομείς Χονδρικού-Λιανικού εμπορίου με €8,7 δισεκ., Κατασκευών με €4,2 δισεκ., οι Λοιποί κλάδοι με €4,1 δισεκ. και ο τομέας παροχής Καταλύματος με €1,8 δισεκ. Συνολικά στο τέλος του 2022, το ύψος των ανοιγμάτων προς Μη Χρηματοπιστωτικές Επιχειρήσεις που διαχειρίζονται οι servicers ανερχόταν σε €33,4 δισεκ. από τα οποία €2,1 δισεκ. (6,3%) ήταν εξυπηρετούμενα.
Στον... ντορβά περιουσιακά στοιχεία αξίας 15 δισ.
Για τα δάνεια που διαχειρίζονται οι servicers, οι εξασφαλίσεις που έχουν δοθεί από τις επιχειρήσεις ξεπερνούν τα 15 δισ. ευρώ. Θεωρητικά, δηλαδή, αν οι εξασφαλίσεις αυτές ρευστοποιούνταν στο σύνολό τους, θα κάλυπταν σχεδόν κατά το ήμισυ το συνολικό χαρτοφυλάκιο των 33 δισ. ευρώ.
Στα ΜΕΑ που διαχειρίζονται οι servicers, σημειώνει το ΙΟΒΕ, το ύψος των εξασφαλίσεων ανέρχεται στα €15,2 δισεκ., ή 46% των ανοιγμάτων. Το ανησυχητικό είναι ότι στην κατηγορία των δανείων προς επαγγελματίες και πολύ μικρές επιχειρήσεις το μεγαλύτερο ποσοστό των εξασφαλίσεων (σχεδόν οι μισές, 47%) αφορούν οικιστικά ακίνητα, πολλά από τα οποία είναι οι κύριες κατοικίες των επιχειρηματιών.
Στο γενικό σύνολο των δανείων που διαχειρίζονται οι servicers, το υψηλότερο ποσοστό (53%) του ύψους των εξασφαλίσεων αφορά σε επαγγελματικά ακίνητα, ενώ το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό (32%) σε οικιστικά ακίνητα.