Με Άποψη

Επιστροφή στη σκληρή κανονικότητα;


Είναι γεγονός, ότι η πορεία της οικονομίας καθώς και τα μέτρα οικονομικής πολιτικής που τη διαμορφώνουν καθορίζονται βραχυπρόθεσμα από τις εξελίξεις στο πεδίο της υγειονομικής κρίσης. Και εκεί που είμαστε έτοιμοι να αναφωνήσουμε το «δόξα σοι ο Θεός», βρισκόμαστε πάλι μπροστά στην ανάφλεξη ενός τέταρτου δριμύτερου κύματος, αυτή τη φορά του στελέχους «Δέλτα» με τις διάφορες μεταλλάξεις του, το οποίο μας φέρνει στα χείλη αβίαστα το «Παναγία βόηθα»!

Του Χαράλαμπου Γκότση*

Έτσι, και ο απολογισμός που θα έπρεπε τώρα να κάνουμε, τόσο για τα τραγικά θύματα (12.784 συνάνθρωποί μας μέχρι σήμερα!), όσο και για τις οικονομικές επιπτώσεις που προκάλεσε η πανδημία και οι ανεπαρκείς παρεμβάσεις της πολιτείας, αναβάλλεται προς το παρόν. Συνεπώς ο μακάβριος λογαριασμός των ανθρώπινων απωλειών, των πτωχευμένων μικρομεσαίων επιχειρήσεων που θα σταματήσουν τη λειτουργία τους καθώς και των εργαζομένων που τελικά θα χάσουν τη δουλειά τους, παραμένει ανοικτός.

Σε αναμονή για την επόμενη μέρα

Παρόλα αυτά με την εμπειρία που εν τω μεταξύ κατακτήθηκε καθώς και την πρόοδο στο πεδίο του εμβολιασμού, μπορούμε να αισιοδοξούμε ότι κάποια στιγμή θα αφήσουμε πίσω μας το οξύ πρόβλημα της πανδημίας  που παγώνει τα πάντα.  Συνεπώς είναι φρόνιμο να προετοιμαζόμαστε για την  επόμενη μέρα, μελετώντας τις προοπτικές και τα προβλήματα που θα ανακύψουν. Πριν απ’ όλα όμως, θα πρέπει να αναθεωρήσουμε προς τα κάτω τις προβλέψεις για ανάπτυξη της τάξεως του 4% για το 2021, αφού όλες βασίζονται στην υπόθεση ότι στο δεύτερο εξάμηνο θα έχουμε αφήσει πίσω μας την πανδημία και ο τουρισμός θα καλύψει σημαντικό μέρος από τις απώλειες του ΑΕΠ της προηγούμενης χρονιάς. Δυστυχώς, μετά και από τις νεότερες εξελίξεις, τα όποια καλά νέα για την οικονομία αναβάλλονται και αυτά για το 2022. Εν τω μεταξύ, ας κρατήσουμε τρεις αριθμούς: Το ΑΕΠ της χώρας έχει απολέσει συνολικά το 32% του προ οικονομικής κρίσης επιπέδου του, ο τουρισμός θα χρειαστεί τουλάχιστον μια πενταετία για να βρεθεί στα προ κορωνοιού (2019) επίπεδα, με ότι αυτό συνεπάγεται για την πορεία του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, ενώ το πρόσθετο κόστος για το κράτος από την αρνητική εξέλιξη της πανδημίας, σε απώλεια εσόδων και μέτρα στήριξης, υπολογίζεται να ανέλθει στα 7 δις Ευρώ, πέραν των 7,5 δις που προβλέπονται στον προϋπολογισμό.

Στην πορεία, είναι αλήθεια, ότι στο εσωτερικό μέτωπο υπάρχουν αρκετά θετικά στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να υποστηρίξουν έναν ικανοποιητικό ρυθμό ανάπτυξης στη μεσοπρόθεσμη περίοδο. Η ρύθμιση του εξωτερικού χρέους μέχρι το 2033, με μια μικρή σχετικά εκροή κεφαλαίων για την ετήσια εξυπηρέτησή του, τα κρατικά ταμειακά διαθέσιμα των 31 δις Ευρώ, που μαζί με την αποδοχή των ομολόγων του δημοσίου από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μας εξασφαλίζουν χαμηλά επιτόκια δανεισμού καθώς και τα γεμάτα ταμεία των τραπεζών, 40 δις από την ΕΚΤ και 20 δις από την αύξηση των καταθέσεων, αποτελούν μια πολύ καλή βάση για μια επιτυχημένη πολιτική ανάκαμψης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. 

Εμπόδια στη διαδικασία για μια ισχυρότερη, διατηρήσιμη ανάκαμψη, αποτελούν, χωρίς αμφιβολία, εκτός από τη δυσκαμψία της κρατικής μηχανής και την τεχνολογική της υστέρηση, τα προβλήματα χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας εκ μέρους των τραπεζών που σχετίζονται με το μεγάλο όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά και την ψηφιακή τους υστέρηση. Χωρίς την αρωγή του τραπεζικού συστήματος που για τη χώρα μας, παρά την αξιόλογη συμβολή της αγοράς εταιρικών ομολόγων, αποτελεί τη βασική πηγή χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, διατηρήσιμη ανάπτυξη για μεγάλη χρονική περίοδο είναι αδιανόητη.

Η αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης 

Σημαντικός αρωγός στην προσπάθεια της χώρας να σταθεί στα πόδια της, μετά την περιπέτεια της διπλής οικονομικής κρίσης, θα σταθεί, χωρίς αμφιβολία, το Ταμείο Ανάκαμψης. Υπολογίζεται, ότι την επόμενη εξαετία θα εισρεύσουν στα κρατικά ταμεία 30,5 δις Ευρώ, εκ των οποίων τα 17,8 δις με τη μορφή επιχορηγήσεων και τα υπόλοιπα 12,7 ως χαμηλότοκα δάνεια. Αν προσθέσει κανείς  και τα 20,9 δις του νέου ΕΣΠΑ για την ίδια περίοδο, την εθνική συμμετοχή με 5,3 δις καθώς και τη μόχλευσή τους με ιδιωτικά κεφάλαια για τη διενέργεια επενδύσεων, αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται καταρχήν για μια τεράστια ευκαιρία. Αρκεί να αξιοποιηθούν σωστά. Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. 

Τα βασικότερα ερωτήματα που ανακύπτουν σχετικά με την ελληνική εκδοχή του Ταμείου Ανάκαμψης είναι τα εξής τρία. Πρώτον, αν συμβάλλει ουσιαστικά στη διακηρυγμένη πρόθεση για αλλαγή του οικονομικού μοντέλου της χώρας, δεύτερον, αν απαντά ικανοποιητικά στο ζητούμενο «ανάπτυξη για όλους» και τρίτον αν ανταποκρίνεται στις ανάγκες μιας οικονομίας που στηρίζεται βασικά στη συμβολή των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων. 

Αλλαγή μοντέλου 

Σε ότι αφορά στην αλλαγή του μοντέλου, οι επιλογές που ανιχνεύονται από την πρόταση «Ελλάδα 2.0» προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, φαίνεται ότι ακολουθούν την πεπατημένη. Πρόγραμμα «εξοικονομώ-αυτονομώ», καλωδιακή σύνδεση μεταφοράς ρεύματος προς τα νησιά, Οδικός Άξονας Βορράς Νότου της Κρήτης κ.α. Σημαντικά έργα, χωρίς αμφιβολία, αλλά απέχουν από το στόχο της αλλαγής του μοντέλου. Αυτό θα φανεί μόνο, αν μετά από δέκα χρόνια, τη θέση των βασικών εξαγώγιμων προϊόντων, πάρουν άλλα από τα σημερινά. 
Καθοριστικής σημασίας για την ποιότητα της ανάπτυξης, αποτελεί επίσης και ο βαθμός διάχυσής της. Όχι μόνο για λόγους ισότητας, αλλά και αξιοποίησης των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας. Έχει διαφορετική σημασία, αν ο ρυθμός ανάπτυξης προέρχεται από μερικές μεγάλες επιχειρήσεις με τη χρησιμοποίηση εισαγόμενων συντελεστών παραγωγής και άλλη αν στο σχηματισμό του συμβάλλουν πολλές μικρότερες με την κινητοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού, ενδιάμεσων προϊόντων και πρώτων υλών που παράγονται στο εσωτερικό.

Το τρίτο ερώτημα συνδέεται με το δεύτερο και αποτελεί, ίσως το σημαντικότερο μειονέκτημα του προγράμματος που κατατέθηκε. Είναι φανερή η προτίμηση στις μεγάλες επιχειρήσεις, μάλιστα με τη χρησιμοποίηση και επιχορηγήσεων, για την περαιτέρω μεγέθυνσή τους, που συνεπάγεται και την εξαφάνιση πλήθους Μικρομεσαίων. Το σκεπτικό είναι, ότι οι μεγάλες είναι πιο ανταγωνιστικές και με την ενίσχυσή τους θα αποκτήσουν την ικανότητα να αυξήσουν τις εξαγωγές της χώρας. Αυτό όμως  δεν αποτελεί πανάκεια. Υπάρχουν μεγάλες επιχειρήσεις που πράγματι στέκονται δυνατά στις διεθνείς αγορές, όμως είναι γνωστό, ότι οι μεσαίες κυρίως επιχειρήσεις είναι εκείνες που κυριαρχούν και αναδεικνύονται ως εθνικοί εξαγωγικοί πρωταθλητές της κάθε χώρας. Η παραγωγή και προώθηση προϊόντων είναι αποτέλεσμα της δραστηριότητας Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων με υψηλή εξειδίκευση, οι οποίες με τον καιρό χτίζουν παγκοσμίως γνωστά brands. Αυτό γίνεται στη Γερμανία, στη Δανία ή στην Αυστρία. Στη χώρα μας θα μπορούσε να αναφερθεί για παράδειγμα ο κλάδος της παραγωγής φυτικών καλλυντικών, που εκπροσωπείται από πολύ γνωστές και ανταγωνιστικές εταιρείες.

Συμπερασματικά από τα παραπάνω προκύπτει, ότι η επιστροφή στην κανονικότητα του παρελθόντος για την Ελλάδα, όχι μόνο επιθυμητή δεν είναι, αλλά θα πρέπει να επιδιωχθεί με κάθε πρόσφορο μέσο να αλλάξει.  Διότι, όταν ανισορροπίες, δυσλειτουργίες, στρεβλώσεις αποτελούν εγκατεστημένες για δεκαετίες πρακτικές, παύουν να είναι εξαιρέσεις αλλά αποτελούν την κανονικότητα που έχει επιβάλλει η πραγματικότητα. Αν συνεπώς επιθυμούμε ειλικρινά να οδηγήσουμε τη χώρα στο δρόμο της αξιοπρεπούς συμμετοχής της στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, είναι ανάγκη να ξανασχεδιάσουμε, με σύμμαχο τις νέες τεχνολογίες, πολλούς από τους υπάρχοντες θεσμούς και δομές, που εμποδίζουν έως τώρα τη χώρα να κρατήσει βηματισμό με τις άλλες προηγμένες. Οι μεταβολές αυτές απαιτούν βεβαίως χρόνο, είναι βραδείας απόδοσης, ξεπερνούν τις κοινοβουλευτικές τετραετίες, αλλά είναι ο μόνος σίγουρος δρόμος για την επιτυχία.

*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς