Το δημόσιο υποχρεώνεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας να επιστρέψει φόρους και πρόστιμα που είχαν επιβληθεί σε όσους ήταν στη λίστα Λαγκάρντ και ελέγχθηκαν από τις φορολογικές αρχές.
Αιτία είναι η νέα απόφαση περί παραγραφής των συγκεκριμένων υποθέσεων, η οποία αφορά σε υποθέσεις, που ελέγχθηκαν μετά το 2012.
Τελικά η περιπέτεια της συγκεκριμένης λίστας είναι ατελείωτη, καθώς ξεκίνησε με την αφαίρεση από το στικάκι, συγγενικών προσώπων του πρώην υπουργού Οικονομικών Γιώργου Παπακωνσταντίνου, ενώ κατόπιν ο επόμενος υπουργός Οικονομικών Ευάγγελος Βενιζέλος, το ξέχασε στο συρτάρι του γραφείο του και χάθηκε πολύτιμος χρόνος για τον έγκαιρο έλεγχο των συγκεκριμένων υποθέσεων.
Η λίστα, την οποία παρέδωσε το 2011 η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, με την ιδιότητα της υπουργού Οικονομικών της Γαλλίας, περιλαμβάνει στοιχεία για 2.062 Έλληνες φορολογούμενους με καταθέσεις στην ελβετική τράπεζα HSBC.
Λόγω της κωλυσιεργίας της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ αρχικά και Σαμαρά-Βενιζέλου μετά οι έλεγχοι, άρχισαν μετά από τρία χρόνια(!) εξασφαλίζοντας επαρκή χρόνο παραγραφής, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια.
Η καθυστέρηση αυτή του ελέγχου προκάλεσε «εγκεφαλικά» στους Γερμανούς, που δεν κατανοούσαν τον λόγο καθυστέρησης του ελέγχου των Ελλήνων που έβγαλαν τα χρήματα έξω από την Ελλάδα της κρίσης.
Οι Γερμανοί, είχαν στήσει ολόκληρη επιχείρηση κατασκοπείας, προκειμένου να αποσπάσουν τα USB και τα CDs από τις ελβετικές τράπεζες, υποθέσεις που είχαν και νεκρούς και δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι βρέθηκε χώρα η οποία, αδιαφορούσε για τον έλεγχο των προσώπων που βρίσκονταν στις λίστες αυτές.
Μέχρι και τον Αύγουστο του 2017 είχε ξεκινήσει ο έλεγχος συνολικά σε 518 υποθέσεις ήτοι 153 το 2014, 83 το 2015, 268 το 2016 και 14 το 2017. Συνολικά καταλογίστηκαν φόροι και πρόστιμα ύψους 330 εκατ. ευρώ. Οι ελεγχθέντες προσέφυγαν στα δικαστήρια, αφού πλήρωσαν προκαταβολές φόρου.
Κατόπιν ξεκίνησαν οι εκδικάσεις των προσφυγών, τόσο για τις συγκεκριμένες υποθέσεις όσο και γενικότερα για τις φορολογικές υποθέσεις και το χρόνο παραγραφής.
Η νομοθεσία προβλέπει ότι οι φορολογικές υποθέσεις μπορούν να ελεγχθούν εντός μιας πενταετίας από τη γένεσή τους. Για να επεκταθεί ο χρόνος, απαιτείται να προκύψουν συμπληρωματικά στοιχεία, τα οποία δεν ήταν σε γνώση των ελεγκτικών αρχών.
Τα δικαστήρια έκριναν αυστηρά, ότι τα στοιχεία που περιέχονταν στη λίστα Λαγκάρντ ήταν σε γνώση των φορολογικών αρχών από το 2011 και συνεπώς, οι έλεγχοι που ξεκίνησαν, με τρία χρόνια καθυστέρηση, από το 2014, μπορούσαν να πάνε πίσω μόνο για πέντε χρόνια.
Για το λόγο αυτό, ότι δηλαδή τα στοιχεία ήταν σε γνώση των αρχών εντός της πενταετίας, «δεν μπορούν να θεωρηθούν ως νέα συμπληρωματικά στοιχεία».
Έτσι, η υπόθεση που εκδικάστηκε και αφορούσε, το έτος 2006, κρίθηκε πως παραγράφηκε η δυνατότητα της Εφορίας να επιβάλει φόρους και πρόστιμα.
Η απόφαση 2087/2019, του Β τρήματος του ΣτΕ, απέρριψε αίτημα του Δημοσίου για την ακύρωση αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών με την οποία είχε γίνει δεκτό επί συγκεκριμένης υποθέσεως της λίστας Λανγκάρντ, ότι το δικαίωμα του Δημοσίου για διενέργεια φορολογικού ελέγχου και για επιβολή φόρων και προστίμων παραγράφηκε στις 31-12-2012, καθώς το έτος στο οποίο αφορά η υπόθεση είναι το 2006, για το οποίο ισχύει πενταετής περίοδος παραγραφής.
Με δεδομένο ότι οι αποφάσεις του ΣτΕ αποτελούν νομολογία, το ίδιο θα ισχύσει και για όλες τις υποθέσεις της λίστας Λαγκάρντ, οι έλεγχοι επί των οποίων ακυρώνονται και το δημόσιο θα υποχρεωθεί να επιστρέψει πρόστιμα και προσαυξήσεις.