Πρόσθετο χώρο για δαπάνες, της τάξεως των 4 δισ. ευρώ εξασφάλισε η κυβέρνηση στη διαπραγμάτευση με την Κομισιόν για την επόμενη τετραετία. Ομως αυτό δεν σημαίνει ότι θα υπάρξουν περιθώρια για σημαντικές, πρόσθετες παροχές και ελαφρύνσεις, καθώς προβλέπεται μεγάλη διόγκωση των αμυντικών και των συνταξιοδοτικών δαπανών.
Παρουσιάζοντας το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό-Διαρθρωτικό Σχέδιο 2025-2028, το οποίο διαμορφώθηκε με βάση του νέους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, μίλησε για τη δύσκολη και τεχνικά απαιτητική διαπραγμάτευση των τελευταίων μηνών με την Κομισιόν, η οποία κατέληξε σε καλύτερο αποτέλεσμα για την Αθήνα, σε σχέση με τις αρχικές προτάσεις που είχε υποβάλει η Επιτροπή.
Το τελικό πλαφόν
Ειδικότερα, ενώ στην αρχική πρόταση της Επιτροπής οι πρόσθετες δαπάνες της τετραετίας συνολικά θα ανέρχονταν σε 9,8 δισ. ευρώ, η κυβέρνηση πέτυχε αναθεώρηση αυτών των υπολογισμών, με βάση δεδομένα και προβλέψεις που παρουσίασε για την πορεία της οικονομίας και των δημοσιονομικών.
Ετσι θα αυξηθούν τελικά οι πρόσθετες δαπάνες σε συνολικά 13,8 δισ. ευρώ. Σημειώνεται ότι αυτό το πλαφόν είναι ανελαστικό με βάση τους νέους κανόνες και δεν μπορεί να ξεπερασθεί ακόμη και αν υπάρξει μια ύφεση που θα απαιτούσε στήριξη της οικονομίας.
Όπως τόνισε ο κ. Χατζηδάκης, υπήρξε «συμφωνία για μεγαλύτερη αύξηση δαπανών σε σχέση με τις προτάσεις της Επιτροπής. Το πετύχαμε επειδή πήγε καλά η οικονομία και ο προϋπολογισμός. Οι δαπάνες το '25 θα είναι κατά 700 εκατ. μεγαλύτερες σε σχέση με τον αρχικό στόχο της ΕΕ, συνολικά στην τετραετία 4 δισ. παραπάνω».
Έτσι, τόνισε, ανοίγει «μεγαλύτερος χώρος για να καλυφθούν οι λειτουργικές δαπάνες και η ανάγκη αύξησής τους». Όπως είπε, μια βασική κατηγορία δαπανών που αναμένεται να διογκωθούν τα επόμενα χρόνια θα είναι οι συνταξιοδοτικές δαπάνες, κυρίως λόγω του δημογραφικού, καθώς αναμένεται σημαντική αύξηση του αριθμού των συνταξιούχων. Παράλληλα, βέβαια, την ίδια περίοδο θα συνεχίσουν να αυξάνονται και οι συντάξεις.
Τα βάρη για εξοπλισμούς
Οι αμυντικές δαπάνες, όμως, δηλαδή οι παραλαβές σύγχρονων οπλικών συστημάτων, όπως είναι οι φρεγάτες Belharra, τα αεροσκάφη Rafale και αργότερα τα F35, θα προσθέσουν ένα σημαντικό πρόσθετο βάρος στον προϋπολογισμό τα επόμενα χρόνια. Οπως τόνισε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, η σχετική δαπάνη θα ανέλθει στα 850 εκατ. και θα ανεβεί στα 1,3 δισ. ευρώ το 2026.
Έτσι, από τις πρόσθετες δαπάνες που μπορεί να αξιοποιήσει η κυβέρνηση για παροχές και ελαφρύνσεις μένει ένα ποσό 1 δισ. ευρώ, το οποίο ήδη έχει σχεδόν καλυφθεί με τα μέτρα που έχουν υλοποιηθεί ή εξαγγελθεί. Για να ανοίξει και πρόσθετος χώρος, τόνισε ο υπουργός, το κλειδί θα είναι να αντληθούν περισσότερα έσοδα από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Το έλλειμμα και το χρέος
Το νέο πρόγραμμα προβλέπει μεγάλη μείωση του δημοσίου χρέους, που εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει στο 133,4% του ΑΕΠ το 2028, όπως ανέφερε ο κ. Χατζηδάκης, σημειώνοντας ότι τα επόμενα χρόνια μια άλλη οικονομία της ευρωζώνης θα είναι αυτή που θα έχει το μεγαλύτερο χρέος -φωτογράφισε, έτσι, την Ιταλία.
Το έλλειμμα θα πέσει στο 1% του ΑΕΠ φέτος και θα παραμείνει σε αυτή τη ζώνη μέχρι το 2028. Το πρωτογενές πλεόνασμα προβλέπεται φέτος ότι θα αυξηθεί στο 2,4% του ΑΕΠ από προηγούμενη πρόβλεψη για 2,1% και σε αυτά τα επίπεδα θα διατηρηθεί ως το 2028. Η Κομισιόν ζήτησε αρχικά αρκετά μεγαλύτερα πλεονάσματα, αλλά, όπως είπε ο κ. Χατζηδάκης, «είχαμε υπεραπόδοση και τους πείσαμε ότι είναι ρεαλιστικό το 2,4% για να επιτευχθούν και οι άλλοι στόχοι».
Το ονομαστικό ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα αυξηθεί από 232 σε 272 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 50 δισ. ευρώ μέσα στην τετραετία, με συντηρητική πρόβλεψη, όπως σημείωσε ο κ. Χατζηδάκης, καθώς δεν λαμβάνονται υπόψη οι θετικές επιδράσεις του Ταμείου Ανάκαμψης.
Η ανεργία προβλέπεται ότι θα μειωθεί στο 8,5% το 2028, δηλαδή στα προ κρίσης επίπεδα, ενώ ο κατώτατος μισθός θα ανεβεί στα 950 ευρώ και ο μέσος μισθός στα 1.500.
Σημειώνεται ότι το πρόγραμμα, εκτός από τα δημοσιονομικά, περιλαμβάνει και οκτώ διαρθρωτικές παρεμβάσεις: για το δημογραφικό, το στεγαστικό πρόβλημα, την κλιματική κρίση, την ενίσχυση του ΕΣΥ και της εκπαίδευσης, τον περιορισμό της φοροδιαφυγής και τον έλεγχο των δαπανών.