Πολιτική

Επένδυση η ασφάλιση αστικής ευθύνης προϊόντος


Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το κόστος των σωματικών βλαβών και θανάτων που προκαλούνται ή σχετίζονται με τη χρήση προϊόντων υπερβαίνει το 1 τρισ. δολάρια ετησίως σε παγκόσμιο επίπεδο. Η μαζικοποίηση και τυποποίηση της παραγωγής, η παγκόσμια αγορά πρώτων υλών, το outsourcing συστατικών και ανταλλακτικών σε χώρες με φθηνό εργατικό δυναμικό και συχνά μακριά από την έδρα της επιχείρησης, καθιστούν εξαιρετικά δυσχερή τον απόλυτο έλεγχο της ποιότητας των προϊόντων. Οι κατασκευαστές έχουν πλέον μετατραπεί σε εγκαταστάσεις συναρμολόγησης, με περιορισμένη καθετοποίηση της παραγωγής τους, καθώς αυτή μοιράζεται ανάμεσα σε πολλούς και διαφορετικούς προμηθευτές που δεν σχετίζονται μεταξύ τους.

Ενώ διασφαλίζεται χαμηλότερο κόστος παραγωγής και τυποποιημένο αποτέλεσμα, σε περίπτωση ενός κατασκευαστικού λάθους σε κάποιο εξάρτημα, μίας λανθασμένης ένδειξης στην ετικέτα ή ενός μολυσμένου συστατικού μπορεί να προκληθούν σωματικές βλάβες ή και θάνατοι, η επιχείρηση να υποχρεωθεί σε αποζημιώσεις πολλών εκατομμυρίων και μαζικές ανακλήσεις και η φήμη της να υποστεί σοβαρή βλάβη. Την ίδια στιγμή, η επέκταση των πωλήσεων σε μακρινές από την έδρα του παραγωγού χώρες δίνει διαφορετικές νομικές και δικονομικές διαστάσεις στο ζήτημα της διεκδίκησης των απαιτήσεων.
«Όποιος ζημίωσε κάποιον οφείλει να αποκαταστήσει τη ζημία»

Αυτός ο πολύ παλιός κανόνας αποτελεί αρχή σε όλα τα συστήματα δικαίου στον κόσμο και μία από τις βασικότερες αρχές του δικού μας Αστικού Δικαίου. Η παραγωγή και διάθεση επικίνδυνων ή ελαττωματικών προϊόντων, δηλαδή εμπορευμάτων που θέτουν σε κίνδυνο εννόμως προστατευόμενα αγαθά όχι μόνο ενός προσώπου, αλλά αορίστου αριθμού ατόμων, συνιστούν άδικη πράξη.

Ο καταλογισμός της ευθύνης του παραγωγού κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, στις οποίες κυρίως στηρίζεται η προστασία της ακεραιότητας των έννομων αγαθών της ζωής, της υγείας και της περιουσίας.

Παρασκευάζοντας και θέτοντας σε κυκλοφορία ελαττωματικά προϊόντα, ο παραγωγός παραβιάζει υποχρεώσεις οι οποίες συνίστανται:
στην εξασφάλιση των επιβαλλόμενων μέσων παραγωγής, στη συνεχή παρακολούθηση των τεχνικών μέσων, στον έλεγχο των προϊόντων από την προμήθεια και εισαγωγή της πρώτης ύλης στην επιχείρηση μέχρι το τελικό στάδιο της εξόδου τους από αυτήν, καθώς και στη συνεχή εποπτεία, την τεχνική ενημέρωση και την εκπαίδευση του προσωπικού του. Τα μέτρα αυτά αποβλέπουν στο να περιορισθούν οι πιθανότητες εμφάνισης τεχνικού ή ανθρώπινου λάθους, όμως, παρά την επιμελή τήρησή τους, μπορεί να προκύψει κάποιο ελάττωμα. Ο παραγωγός έχει την υποχρέωση να παρέχει οδηγίες χρήσεως και να παρακολουθεί συνεχώς τα προϊόντα του τα οποία έχουν κυκλοφορήσει στην αγορά, ώστε αν παρουσιασθεί ελάττωμα να τα ανακαλέσει και να τα αντικαταστήσει.

Μέχρι το 1988 ο καταναλωτής μπορούσε να καταφύγει για προστασία είτε στις διατάξεις που ρύθμιζαν τη σύμβαση με βάση την οποία απέκτησε το προϊόν, είτε στις γενικές διατάξεις του Αστικού Δικαίου που ορίζουν ότι όποιος παράνομα ζημιώσει άλλον υποχρεούται να τον αποζημιώσει. Η υποχρέωση αυτή προϋπέθετε την ύπαρξη δόλου ή αμέλειας στη συμπεριφορά του παραγωγού, η οποία οδήγησε στη ζημιά. Έπρεπε, λοιπόν, ο καταναλωτής να αποδείξει ότι το πρόσωπο που του προμήθευσε το ελαττωματικό προϊόν ενήργησε εκ προθέσεως ή εξ αμελείας και ότι το ελάττωμα που εμφανίσθηκε στο προϊόν εξαιτίας της συμπεριφοράς αυτής συνδέεται με την πρόκληση της συγκεκριμένης ζημίας. Ως αποτέλεσμα, οι καταναλωτές σπανίως προχωρούσαν σε δικαστικό αγώνα κατά των παραγωγών, καθώς η αποτυχία ήταν σχεδόν δεδομένη και το κόστος δυσανάλογο σε σύγκριση με τη ζημία.
Αντικειμενική ευθύνη

Ο ευρωπαϊκός νομοθέτης, θέλοντας να προστατεύσει τον καταναλωτή, καθιέρωσε την αντικειμενική ευθύνη του παραγωγού, δηλ. την ύπαρξη ευθύνης χωρίς την προϋπόθεση απόδειξης της υπαιτιότητας. Ο παραγωγός ευθύνεται για κάθε ζημία που οφείλεται σε ελάττωμα του προϊόντος του:
o    Χωρίς να είναι απαραίτητο να αποδειχθεί η υπαιτιότητά του
o    Χωρίς να μπορεί να δικαιολογηθεί επικαλούμενος μεμονωμένο λάθος της παραγωγής που δεν υπέπεσε στην αντίληψή του
o    Χωρίς να απαλλάσσεται με το να υποδείξει ότι για το ελάττωμα ευθύνονται οι προμηθευτές του.

Με την αλλαγή της κοινοτικής νομοθεσίας υπήρξε τροποποίηση στις αρχές του ελληνικού δικαίου της αποζημίωσης. Με τον Ν. 2251/94 που ενσωματώνει την κοινοτική οδηγία, πλέον δεν χρειάζεται ο ζημιωθείς καταναλωτής να αποδείξει το πταίσμα του παραγωγού, αλλά επιβάλλεται στον παραγωγό να αποδείξει ότι συντρέχει μία από τις περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις του νόμου, για να αποφύγει την υποχρέωσή του προς αποζημίωση. Ενδεικτικά τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να αφορούν: προϊόν που δεν τέθηκε σε κυκλοφορία από τον ίδιο τον παραγωγό (αλλά ξέφυγε της εξουσίας του ακουσίως), π.χ. κλεμμένα προϊόντα, ελάττωμα που δεν υπήρχε όταν το προϊόν τέθηκε σε κυκλοφορία, ελάττωμα που οφείλεται στο γεγονός ότι το προϊόν κατασκευάστηκε σύμφωνα με αναγκαστικούς κανόνες δικαίου, κ.ά.

Ο παραγωγός οφείλει πλέον να αποκαλύψει την παραγωγική διαδικασία που εφαρμόζει και να αποδείξει ότι δεν υπήρξε σφάλμα σε κανένα στάδιο της διαδικασίας αυτής ή ότι το σφάλμα δεν θα μπορούσε να το διαπιστώσει ούτε αυτός ούτε το προσωπικό του, όση επιμέλεια και αν κατέβαλαν.

Η λογική του νομοθέτη για την προστασία του καταναλωτή - δηλαδή της κατά προτεραιότητα εξασφάλισης των θυμάτων – οδηγεί σε ένα άλλο είδος «αδικίας», επιβαρύνοντας μερικές φορές υπερβολικά τον παραγωγό. Για να προστατευτούν από τους κινδύνους αυτούς, οι παραγωγοί καταφεύγουν στην ασφάλιση Αστικής Ευθύνης Προϊόντων. Οι ασφαλιστικές εταιρίες γίνονται αρωγοί της επιχειρηματικότητας προστατεύοντας τον ισολογισμό, τη φήμη και συχνά την ίδια τη βιωσιμότητα της επιχείρησης, καθώς και, πάνω απ’ όλα, τους ανθρώπους που επηρεάζονται από αυτήν. Η ασφάλιση καλύπτει την εκ του νόμου αστική ευθύνη για ζημίες τρίτων που οφείλονται σε ελαττωματικά προϊόντα τα οποία παράχθηκαν, πουλήθηκαν, διατέθηκαν, τροποποιήθηκαν ή συντηρήθηκαν από τον ασφαλισμένο. Καλύπτει επίσης τους κινδύνους που ελλοχεύουν από τη στιγμή που το προϊόν δεν βρίσκεται πια στις εγκαταστάσεις του κατασκευαστή και όταν ο ασφαλισμένος δεν έχει πλέον άμεσο έλεγχο στο προϊόν του.

Ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο αποτελεί επένδυση για τη συνέχιση της λειτουργίας μιας επιχείρησης, προστατεύοντας τα οικονομικά αποτελέσματά της, με τη μεταφορά του ρίσκου από την επιχείρηση στην ασφαλιστική εταιρία. Συμβάλλει στη διατήρηση του μεριδίου αγοράς σε περίπτωση ατυχήματος και προσφέρει κάλυψη σε ένα άγνωστο νομικό περιβάλλον για τον επιχειρηματία, δίνοντάς του τη δυνατότητα να συνεχίσει απρόσκοπτα τη λειτουργία της επιχείρησής του