ΕΥΖην

Εντουάρ Λουί: «Δεν γεννήθηκα διαφορετικός, αλλά έγινα διαφορετικός»


«Δεν γεννήθηκα διαφορετικός, αλλά έγινα διαφορετικός. Μίλησα για τον τόπο μου, ένα χωριό στη Βόρεια Γαλλία, επειδή αναγκάστηκα να τον εγκαταλείψω. Και σήμερα γράφω όχι μια στρατευμένη λογοτεχνία, όπως έλεγε ο Σαρτρ, αλλά μια λογοτεχνία της αντιπαράθεσης, που θέλει να βάλει απέναντί της- τους αναγνώστες- και να τους παροτρύνει να αλλάξουν».

Αυτά τόνισε μεταξύ άλλων στο Public της πλατείας Συντάγματος στις 10 Σεπτεμβρίου ο Εντουάρ Λουί, συγγραφέας των μυθιστορημάτων «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ» και «Ιστορία της βίας», που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Αντίποδες.

Ο Εντουάρ Λουί γεννήθηκε στην Αλλενκούρ της Γαλλίας το 1992 με το όνομα Εντύ Μπελγκέλ. Σπούδασε κοινωνικές επιστήμες στην Ecole Νormale.

Το πρώτο του βιβλίο ήταν το «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ» (μετάφραση Μιχάλης Αρβανίτης) και προκάλεσε εκτεταμένη δημόσια συζήτηση, γνωρίζοντας υψηλές πωλήσεις και πετυχαίνοντας να μεταφραστεί σε πάνω από είκοσι γλώσσες. Ακολούθησε η «Ιστορία της βίας» (μετάφραση Στέλα Ζουμπουλάκη) και εν συνεχεία δημοσιεύτηκε το τρίτο μυθιστόρημα του Λουί, με τίτλο «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου».

Η ιστορία του πρώτου βιβλίου είναι για ένα παιδί που μεγαλώνει στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ο κόσμος του νεαρού ήρωα, το χωριό, το σχολείο, η οικογένειά του, είναι ένας κόσμος βίας, εκφοβισμού και αποκλεισμού, που ο Εντύ βιώνει ακόμα πιο τραυματικά επειδή είναι (ή επειδή αναγκάζεται να γίνει) διαφορετικός. Ο Λουί καταφέρνει, με μια συγκινησιακά φορτισμένη αφήγηση, που υπερβαίνει τα όρια αυτοβιογραφίας και ρεαλισμού, να αναμετρηθεί με τον περίγυρο ο οποίος τον διέπλασε, καθώς και με το παρελθόν τον οποίο τον στιγμάτισε.

«Είναι δύσκολο να αναλυθεί ο αυτοβιογραφικός μου λόγος», είπε στο Public ο συγγραφέας: «Μίλησα για τον τόπο μου επειδή υποχρεώθηκα να τον αφήσω πίσω μου. Η αρρενωπότητα, που ήταν το υπέρτατο πρότυπο για το λαϊκό περιβάλλον του χωριού μου, και η ομοφυλοφιλία, που αποτελούσε ένα φάντασμα τόσο για τον πατέρα μου όσο και για μένα, οδήγησαν στην αποτυχία.

Το πρώτο μου βιβλίο αφηγείται ακριβώς αυτή την αποτυχία. Έφυγα γιατί απέτυχα να προσαρμοστώ και να εγκλιματιστώ. Η δυνατότητα της μαρτυρίας μου, η δυνατότητα του ίδιου του βιβλίου μου, καθορίστηκε από τη δυνατότητα που είχα να φύγω. Δεν γεννήθηκα διαφορετικός, αλλά έγινα διαφορετικός και πρέπει στο σημείο αυτό να ομολογήσω πως δεν γράφω για να δίνω χαρά στους άλλους ούτε για να βρίσκω φίλους ή για να αποκτώ εχθρούς. Εκείνο που πάνω απ’ όλα με ενδιαφέρει είναι να μπορέσω να κάνω τις κυρίαρχες τάξεις να αναρωτηθούν σχετικά με τις ευθύνες τους για τον κοινωνικό αποκλεισμό, για τον κατατρεγμό των λαϊκών τάξεων και των Αράβων, που πεθαίνουν επί καθημερινής βάσεως στη Γαλλία για τον μοναδικό λόγο ότι είναι μαύροι ή Άραβες.

Δεν είμαι υπέρ της στρατευμένης λογοτεχνίας, και δεν γράφω στρατευμένη λογοτεχνία, όπως το ζητούσε ο Σαρτρ. Η λογοτεχνία μου είναι λογοτεχνία της αντιπαράθεσης. Κι αυτό σημαίνει πως προσπαθώ να φέρω τους αναγνώστες σε αντιπαράθεση με αυτά που γράφω.

Υπάρχουν πολλά είδη μπουρζουαζίας, ο ίδιος, όμως, απευθύνομαι σε όσους θα μπορούσαν να αλλάξουν τη ζωή τους και δεν το αποτολμούν. Όσο για τη λογοτεχνική γλώσσα που χρησιμοποιώ, είναι η γλώσσα των λαϊκών τάξεων που θα ήθελα να αλλάξουν χωρίς, πάντως, να ανήκω σε αυτές. Ο λόγος μου απευθύνεται εν τέλει, αν μπορώ να το διατυπώσω έτσι, σε ένα εγκάρσιο κοινό».

Τη βραδιά διοργάνωσαν οι εκδόσεις Αντίποδες, το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδος και το Public ενώ ο συγγραφέας συζήτησε με τον Δημήτρη Παπανικολάου (αναπληρωτή καθηγητή Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης) και τον Κωστή Καρπόζηλο (ιστορικό και διευθυντή των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας - ΑΣΚΙ).

Οι συνομιλητές τόνισαν τον κοινωνικό χαρακτήρα της πεζογραφίας του Λουί και αναφέρθηκαν στο αίτημα χειραφέτησης το οποίο εκπέμπει. Ακολούθησε θερμή και μακρά συζήτηση με το πολυπληθές κοινό, ενώ πολλές από τις ερωτήσεις στις οποίες απάντησε ο συγγραφέας ήταν διαδικτυακές.

Διαβαστε επισης